Live τώρα    
17°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
14.5°C17.4°C
3 BF 56%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
14 °C
11.3°C15.6°C
3 BF 68%
ΠΑΤΡΑ
Σποραδικές νεφώσεις
14 °C
12.0°C14.4°C
3 BF 69%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
16 °C
14.4°C16.8°C
3 BF 65%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
11 °C
11.0°C11.0°C
1 BF 72%
Δημήτρης Λιγνάδης / Η ιστορία ενός αρίστου
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Δημήτρης Λιγνάδης / Η ιστορία ενός αρίστου

ΛΙΓΝΑΔΗΣ

«Ο χώρος του πολιτισμού αφέθηκε στη μηδενιστική αναθεώρηση, αυτό το ψευδοαριστερίστικο σύμπλεγμα. Εκχωρήθηκε και ο πολιτισμός και η Παιδεία, χρόνια τώρα, σε αυτές τις συνειδήσεις τις ψευδοαριστερές, λυπάμαι που το λέω. Ελπίζω όμως ότι αυτό το σύμπτωμα τελειώνει. Η λεγόμενη ψευδοαριστερά».

Στις 29 του περασμένου Ιουνίου, ο Δημήτρης Λιγνάδης δίνει συνέντευξη σε μεγάλο φιλοκυβερνητικό σάιτ, για να προβάλει την παράσταση των "Περσών" που θα παρουσιάσει, έναν μήνα μετά, στην Επίδαυρο. Με αυτή την αφορμή, δεν χάνει την ευκαιρία να απαγγείλει το ποίημα που αποτέλεσε τη μόνιμη επωδό στα χείλη των αυτοαποκαλούμενων «αρίστων» τα προηγούμενα χρόνια: Το πρόβλημα στην ελληνική κοινωνία έγκειται στην ηγεμονία των αριστερών ιδεών («ψευδοαριστερών», για όσους επιθυμούν να μην τοποθετηθούν ακριβώς πάνω στην κόψη του μετεμφυλιακού λόγου αλλά να τον εντάξουν σε έναν συμβατό με τον νεωτερικό νεοσυντηρητισμό) σε μια σειρά από κρίσιμους ιδεολογικούς αρμούς. Η νέα κυβέρνηση, αυτή που προέκυψε από τις εκλογές τις 7 Ιουλίου, δεν πρέπει να κάνει το λάθος των προηγούμενων και να αρκεστεί στην άσκηση μιας φιλελεύθερης συντηρητικής πολιτικής, πρέπει να ξεριζώσει τις αριστερές εμμονές, τις «ιδεοληψίες της μεταπολίτευσης» από την κοινωνία. Το επιχείρημα είναι διαρκές: τέθηκε προεκλογικά, τέθηκε μετεκλογικά, τέθηκε ακόμα και για να περάσει με κολόνια την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, μετά το τεράστιο πολλαπλό φιάσκο του Εθνικού.

Ωστόσο, από το στόμα του Δημήτρη Λιγνάδη, το επιχείρημα έχει άλλη χάρη. Γιατί ο Λιγνάδης είχε όλο το πακέτο του νεοσυντηρητικού «άριστου», κυκλοφορούσε με ένα βιογραφικό - φαντασίωση στους ώμους, για τα μέτρα της κυβέρνησης: καλά σχολεία, καλές τέχνες, καλή οικογένεια, καλοί τρόποι, καλές γνωριμίες. Στην ηθική και αισθητική πενία του νεοσυντηρητισμού, που περνιέται για αριστοκρατική και αυτοκρατορική, ο άριστος προσομοιάζει με τον καλό γαμπρό. Ή την καλή νύφη. Η τόσο επίμονη προσπάθεια του πρωθυπουργού να αναδείξει τη στενή του σχέση με τον Δημήτρη Λιγνάδη, άλλοτε πηγαίνοντας να παρακολουθήσει την πρώτη πρόβα ανάγνωσης των "Περσών" (κίνηση απαγορευμένη για οποιονδήποτε τρίτο στο θέατρο) και άλλοτε χρησιμοποιώντας το πρωθυπουργικό ελικόπτερο για να διακόψει το ξέφρενο καλοκαίρι του και να παραστεί στην παράσταση στην Επίδαυρο, ίσως πράγματι δεν οφείλεται στην προσωπική γνωριμία τους. Ήταν μια καλή ευκαιρία για τον πρωθυπουργό - ηγεμόνα να καταγραφεί ως μαικήνας, που ευνοεί το θέατρο για να πετάξει από πάνω του τη θλιβερή επιρροή της Αριστεράς και των ιδεών της. Η μπαρόκ αρχαιολατρική εικόνα του πρώην πλέον καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου να φιλά ένα τουριστικό γύψινο ομοίωμα του Παρθενώνα υπήρξε η φωτογραφική συμβολοποίηση αυτής της τάσης.

Ο Δημήτρης Λιγνάδης αποτελεί τέκνο μιας λίγο - πολύ αρχετυπικής ελίτ της Αθήνας. Γιος ενός μετριοπαθούς διανοούμενου, που απέφυγε την ταύτιση με την Αριστερά και ακολούθησε την πεπατημένη του ελληνοκεντρισμού στη σκέψη και το συγγραφικό του έργο. Το 1976, το καλό όνομα της οικογένειας θα δεχθεί ένα πρώτο, αλλά όχι καίριο πλήγμα: ο Τάσος Λιγνάδης θα διωχθεί από τη Σχολή Μωραΐτη, για μια ιστορία η οποία θυμίζει λίγο αυτή του γιου του. Οι συνέπειες εκείνου του γεγονότος στα παιδιά του θα απασχολούσαν περισσότερο ένα ψυχαναλυτικό εγχειρίδιο ή ένα αστυνομικό μυθιστόρημα χαρακτήρων. Όμως είναι βέβαιο ότι ο δεσμός των παιδιών δεν θα κοπεί, ούτε με τα καλά σχολεία ούτε με το θέατρο. Έτσι, ο γιος θα αποκαταστήσει τον πατέρα: τον Απρίλιο του 2014, ο Δημήτρης Λιγνάδης, συνεργαζόμενος ήδη με το Εθνικό Θέατρο υπό την διεύθυνση του Σωτ. Χατζάκη, θα διαβάσει κριτικές του πατέρα του σε μια τελετή που ο οργανισμός θα διοργανώσει προς τιμήν του.

Ο ελληνοκεντρισμός, το θέατρο και τα καλά σχολεία, μέσα από τα οποία αναπαράγεται η αθηναϊκή ελίτ, είναι το ίδιο εισιτήριο που θα χρησιμοποιήσει ο Δημήτρης Λιγνάδης για να διανύσει την πορεία του. Η θητεία του στη θεατρική ομάδα των Αρσακείων τα συνδυάζει όλα. Οι μαθητές του θυμούνται την πολιτεία του εκεί, καθώς ανακαλούν την απωθημένη μνήμη τους. Ο Λιγνάδης περιφρονεί απόλυτα την ιδέα ενός λαϊκού θεάτρου, το θέατρο ανήκει στους φιλοσόφους και τους αριστοκράτες. Ακολουθώντας την παράδοση της ελληνικής αρχαιολατρείας, αγνοεί τα πιο προοδευτικά κομμάτια της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, τον ενδιαφέρει ο Πλάτωνας. Τον διδάσκει στα παιδιά του με ιδιότυπους τρόπους. Ανακατεύει το θέατρο, τη φιλοσοφία και τον έρωτα και εμπεδώνει στους μαθητές και τις μαθήτριές του την ιδέα ότι συνεχίζουν ως κάστα μια παράδοση η οποία μεταδίδεται μέσα στον μυστικισμό. Άλλοι ενδίδουν. Άλλοι αρνούνται. «Αλλόκοτες» είναι ο χαρακτηρισμός που θα καταφέρουν να δώσουν, σε ηλικία 15 ετών, στις μεθόδους του. Μεγαλώνοντας θα βρουν άλλες λέξεις.

Τα παιδιά στο Αρσάκειο μαθαίνουν ότι αποτελούν μέλη μιας ελίτ, κάτι που τους προσφέρει δυνατότητες αλλά και κάποιες περίεργες υποχρεώσεις. Οι μαθητές της εποχής βεβαιώνουν: όλοι τα ήξεραν. Το Αρσάκειο σχηματίζει ένα τρίγωνο με τη Σχολή Μωραΐτη και το Κολλέγιο Αθηνών και η πρόσβαση σε σημαντικούς ηθοποιούς είναι το πρώτο «δώρο» για τα παιδιά της νέας ελίτ. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, η Ελένη Κούρκουλα, είναι συνήθη πρόσωπα στις εκδηλώσεις και τις πρόβες. Όταν ο Δημήτρης Λιγνάδης θα μαχαιρωθεί, η παραμονή του στο σχολείο μοιάζει δύσκολη. Ωστόσο, η αποχώρησή του δεν έχει στοιχεία ρήξης. Η θεατρική ομάδα των Αρσακείων λειτουργεί υπό την ευθύνη της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, με την αναμφισβήτητη ηγεσία του Γιώργου Μπαμπινιώτη. Και αυτή θα απλώσει ένα πέπλο προστασίας πάνω από τον Λιγνάδη, ένα πέπλο που θα μείνει εκεί μέχρι και τον διορισμό του στη διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου και για το οποίο θα καταφέρουν να μιλήσουν οι απόφοιτοι του Αρσακείου μόλις τη νύχτα που εισαγγελέας και ανακριτής διαπραγματεύονταν την προφυλάκιση ή όχι του σκηνοθέτη.

ΛΙΓΝΑΔΗΣ

Ο Λιγνάδης ως αναπαράσταση της άρχουσας τάξης στην τέχνη 

Από τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία στις καταγγελίες για βιασμούς και η "κοπριά που πρέπει να γίνει λίπασμα"

Βγαίνοντας από τον αριστοκρατικό χώρο των κοινωνικών ελίτ, ο Λιγνάδης μοιάζει να χάνει την αβρότητα του φιλοσόφου. Οι μαθητές του Αρσακείου βεβαιώνουν ότι ως δάσκαλος ο άνθρωπος που μονοπωλεί την ειδησεογραφία των ημερών είναι εξαιρετικά χειριστικός, αλλά δεν ασκεί την τέχνη του εξαναγκασμού. Οι ελίτ έχουν δικαιώματα, ακόμα και άρνησης. Έξω από αυτόν τον κύκλο οι περιγραφές δεν βεβαιώνουν το ίδιο.

Ο Λιγνάδης αναπτύσσει σχέσεις με την υψηλή κοινωνία, όχι μόνο τη θεατρική, αλλά και την επιχειρηματική και την πολιτική. Οι αποχωρήσεις του από δραματικές σχολές δεν ανακόπτουν την πορεία του στο Εθνικό Θέατρο, η περιπέτειά του με το μαχαίρωμα που δέχεται αντιμετωπίζεται με διακριτικότητα. Και όσο περνούν τα χρόνια, οι κοινότοπες αρχαιολατρικές ιδέες του συγκινούν την αστική τάξη της χώρας περισσότερο από όσο την ενοχλούν οι ιστορίες που ακούγονται γι’ αυτόν.

Μετά την είσοδο στα Μνημόνια και την απότομη εισβολή των μαζών στην ελληνική Ιστορία, αυτού του τύπου οι ελίτ, επιχειρηματικές, εκπαιδευτικές, πολιτικές, καλλιτεχνικές, θα ξεπεράσουν με θεαματική ταχύτητα τις παλιές διαφορές τους και θα σχηματίσουν ένα ενιαίο μπλοκ. Ο Λιγνάδης δεν θα προσχωρήσει απλώς σε αυτό το μπλοκ. Θα χρησιμοποιήσει επίσης τη φαντασιακή ασυλία του καλλιτέχνη φιλόσοφου για να πει ευθέως αυτά που η ελίτ συζητά χαμηλόφωνα. Κοινός τόπος των δηλώσεών του, το ξέπλυμα της αριστοκρατίας.

«Ο λαός ψηφίζει μέτριους ηγέτες επειδή ψάχνει κάποιον να του μοιάζει», δηλώνει με τυποποιημένη οίηση, την ίδια περίοδο που ο Κυριάκος Μητσοτάκης αυτοπροτείνεται ως «το καλύτερο βιογραφικό της Ελλάδας». Είναι η εποχή κατά την οποία συστηματικά ενοχοποιείται η δυνατότητα της κοινωνίας να αποφασίζει και να αυτορυθμίζεται. Ο Λιγνάδης δεν συμμετέχει σε αυτή τη μάχη με τις κραυγές των τηλεοπτικών καναλιών και των αστικών εφημερίδων: διακινεί τις ιδέες του περί του θεάτρου που θα λειτουργεί ως φιλοσοφικό σχολείο για την άμαθη πλέμπα, που θα μάθει έτσι να ψηφίζει. Όπως όλη η αστική ελίτ ωστόσο, θα κάνει κι αυτός μία και μόνη παραχώρηση στην «πλέμπα» μέσα σε αυτή τη δεκαετία: θα δηλώσει κι αυτός συμμετοχή και θα καλέσει τον λαό στα συλλαλητήρια κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών, αυτή την κολυμβήθρα του Σιλωάμ που ξαναφέρνει τις μάζες στη στοργική αγκαλιά των ελίτ. Είναι η εποχή που ο Λιγνάδης ετοιμάζεται να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου - σε κάθε εκδήλωση που συμμετέχει, τον προαναγγέλλουν.

Το βράδυ των εκλογών, πολύ λίγη ώρα μετά την έκδοση των αποτελεσμάτων, θα αρθρογραφήσει για τη χαρά του: «Πρέπει να ομολογήσω ότι κι εγώ, όπως και αρκετοί άλλοι συμπολίτες μου, έχω ανάγκη να νιώσω χαρά και ακόμη μεγαλύτερη ελπίδα για το αύριο που ξημερώνει. Όχι μόνο επειδή αλλάζουν τα πρόσωπα. Αλλά επειδή προσδοκώ να γυρίσει... ανεπιστρεπτί μια σελίδα της πολιτικής (και όχι μόνο) Ιστορίας του τόπου μας», γράφει. Η υποκριτική του ορθοφωνία τον προστατεύει από το να πανηγυρίσει ανοιχτά ότι φεύγουν οι κομμουνιστές. Από τότε, θα εμφανίζεται, και με τον τίτλο του καλλιτεχνικού διευθυντή, σε μια σειρά εκδηλώσεων στο πλάι των πιο φανατικών ανθρώπων και των πιο φανατικών υποθέσεων της ελίτ. Πλάι στον Β. Βενιζέλο και τον... Χρ. Χωμενίδη για τις «Βιο-ηθικές προκλήσεις» της πανδημίας. Πλάι στον Μ. Χρυσοχοΐδη, τον Γ. Πρετεντέρη και ξανά τον Β. Βενιζέλο και τον Χρ. Χωμενίδη, σε ημερίδα υπό την αιγίδα του Κυρ. Μητσοτάκη για την τρομοκρατία.

Τον Φεβρουάριο του 2021 αυτή η πολυπραγμοσύνη θα σκεπαστεί από ένα βουνό καταγγελιών για βιασμούς, κακοποιήσεις και παιδεραστία. Η αρχαιολατρεία και ο ελληνοκεντρισμός του Λιγνάδη, και της ελίτ που αναπαράστησε, αρχίζει ξαφνικά να παραπέμπει στη διάσημη φράση του Γερμανού ποιητή Χάινριχ Χάινε: «Οι παλιάνθρωποι προσπαθούν συχνά να καλύψουν τις βρόμικες πράξεις τους με την αφοσίωσή τους στα συμφέροντα της θρησκείας, με την αυστηρή ηθική τους ή με την αγάπη για την πατρίδα τους».

Αλλά δεν χρειάζεται να ανατρέχει κανείς σε ξένους για να βρει ταιριαστές φράσεις. Μπορούμε να παραμείνουμε εθνοκεντρικοί, ενάντια στον «μηδενιστικό αναθεωρητισμό» της Αριστεράς. Να θυμηθούμε μια ελληνικότατη φράση, του ίδιου του Λιγνάδη, το 2018: «Η κοπριά δεν πρέπει να μένει κοπριά, αλλά να γίνεται λίπασμα».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL