Live τώρα    
22°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
22 °C
21.1°C24.1°C
3 BF 42%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
16 °C
15.4°C18.6°C
4 BF 44%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
18 °C
18.2°C19.8°C
4 BF 67%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
20 °C
19.3°C21.1°C
4 BF 65%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
23 °C
21.8°C22.9°C
4 BF 25%
Περί τυφλότητας
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Περί τυφλότητας

Από την εποχή του Σκοτσέζου φιλοσόφου Ντέιβιντ Χιουμ (1711-1776), τα βασικότερα επιχειρήματα σχετικά με την αλήθεια ενός ισχυρισμού περιστρέφονται γύρω από την αντίληψη πως το μόνο που μπορούμε να γνωρίζουμε για μία θεωρία είναι αν είναι εσφαλμένη. Επί της ουσίας, δηλαδή, δεν μπορούμε ποτέ να γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν μία θεωρία είναι αληθής. Γύρω από αυτή την αντίληψη συγκροτήθηκε και η επιστημολογική προσέγγιση του Καρλ Πόπερ (1902-1994), ενός από τους πιο σημαντικούς φιλοσόφους της επιστήμης του 20ου αιώνα. Ο Πόπερ ήταν εκείνος που εισήγαγε το πρόβλημα της οριοθέτησης (demarcation problem). Το πρόβλημα αυτό προκύπτει από τη δυσκολία να αποφανθούμε με βεβαιότητα τι συνιστά επιστημονικό και μη-επιστημονικό ισχυρισμό. Για να λυθεί το πρόβλημα, πρέπει να βρεθεί ένα κριτήριο οριοθέτησης. Ως κριτήριο οριοθέτησης, ο Πόπερ έθεσε το κριτήριο της διαψευσιμότητας. Τι σημαίνει αυτό; Αν κάτι μπορεί να διαψευστεί, τότε διεκδικεί να αποτελεί αληθή γνώση για τον κόσμο, άρα και επιστημονική παραδοχή. Αν δεν μπορεί να διαψευστεί, δεν αποτελεί έγκυρη γνώση. Οτιδήποτε, επομένως, δεν είναι διαψεύσιμο αποτελεί ψευδοεπιστημονική ή μεταφυσική πεποίθηση (Popper, 1962). Για παράδειγμα, η ύπαρξη ή όχι του Θεού δεν είναι διαψεύσιμη, κατά συνέπεια δεν μπορεί να θεωρηθεί επιστημονικός ισχυρισμός. Σε αυτή την κατηγορία των μη-διαψεύσιμων ισχυρισμών ο Πόπερ τοποθέτησε την αστρολογία, την ψυχανάλυση και τη μαρξική οικονομική θεωρία.

Ας προσπεράσουμε την κριτική του στα εν λόγω πεδία και ας σταθούμε στο γεγονός ότι το κριτήριο που έθεσε ο Πόπερ αγνοεί σε μεγάλο βαθμό την επιμονή και ανθεκτικότητα των επιστημονικών θεωριών. Αν δούμε ιστορικά πώς αντιμετώπισαν διαφορετικές θεωρίες οι διανοητές άλλων εποχών, θα εκπλαγούμε από την επιμονή τους σε αυτές ακόμη και όταν έμοιαζαν να διαψεύδονται ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, να μην επιβεβαιώνονται. Οι επιστήμονες δεν εγκαταλείπουν εύκολα μια θεωρία επειδή αυτή δεν «συμμορφώνεται» με τα γεγονότα της πραγματικότητας. Συνήθως, επινοούν μία υπόθεση η οποία λειτουργεί ως ερμηνεία κάποιας ανωμαλίας ή ενός αιτίου για το οποίο δεν έχουν καμία ιδέα τι μπορεί να είναι. Αν δεν μπορούν να εξηγήσουν κάποια παραδοξότητα ή κάποια ανωμαλία, αυτό που αρκετές φορές κάνουν είναι να την αγνοούν προσωρινά και να στρέφουν τη ματιά τους σε άλλα προβλήματα. Με απλά λόγια, η φιλοσοφική κανονικοποίηση που υποστήριζε ο Πόπερ απλώς δεν ισχύει με ιστορικούς και ανθρωπολογικούς όρους. Αν ακολουθούσαμε με αυστηρότητα το κριτήριο που έθεσε, τότε όλες οι θεωρίες έχουν υπάρξει-έστω και για λίγο-ως μεταφυσικές, μη-διαψεύσιμες ή ακόμη και ψευδοεπιστημονικές παραδοχές. Αν σε αυτόν τον ισχυρισμό προσθέσουμε και ότι οι επιστήμες είναι επινοήσεις του 19ου αιώνα, καταλαβαίνουμε πόσο πιο σύνθετο γίνεται το ζήτημα των μη-διαψεύσιμων ισχυρισμών.

Ο φιλόσοφος και ιστορικός της επιστήμης Τόμας Κουν (1922-1996) έθεσε ένα ενδιαφέρον κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ επιστήμης και ψευδοεπιστήμης. Υποστήριξε ότι η επιστήμη έχει την ικανότητα να επιλύει γρίφους (Kuhn, 1974). Έλεγε, χαρακτηριστικά, ότι μια νέα επιστημονική θεωρία κρίνεται από την ικανότητα της να επιλύει γρίφους και προβλήματα που μια προηγούμενη δεν μπορούσε. Ωστόσο, και αυτό το κριτήριο μοιάζει να μην λαμβάνει υπόψη τις πιο σύνθετες ιστορικές διεργασίες εντός των οποίων παράγεται νέα γνώση. Αν ακολουθήσουμε αυστηρά το κουνιανό κριτήριο, τότε οτιδήποτε έχει προηγηθεί της σημερινής επιστήμης έχει-άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο-κάποια μη-επιστημονικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, η νευτώνεια φυσική έλυσε κάποια σημαντικά προβλήματα που δεν μπορούσε να λύσει η προηγούμενη φυσική (η αριστοτελική). Ωστόσο, η μέθοδος του Νεύτωνα δεν απαντούσε σε κάποια άλλα κρίσιμα ζητήματα, όπως ήταν η ανεύρεση των αιτίων που προκαλούν τα φαινόμενα της βαρύτητας. Επικριτές και υποστηρικτές του Νεύτωνα διαρκώς επινοούσαν επιχειρήματα που υποστήριζαν συγκεκριμένες θέσεις. Αρκετές διαμάχες δεν λύθηκαν ποτέ, ακόμη και αφού είχαν πεθάνει όλοι όσοι συμμετείχαν σε αυτές. Απλώς, η επιστημονική κοινότητα συνέχισε να παράγει νέα γνώση βάζοντας στην άκρη κάποια προβλήματα. Το κρίσιμο ερώτημα, επομένως, είναι: Ποια είναι ακριβώς η γραμμή ανάμεσα σε έναν μη-επιστημονικό και επιστημονικό ισχυρισμό; Ποια είναι εκείνα τα μέρη ενός ισχυρισμού που μας επιτρέπουν να κρίνουμε τον ισχυρισμό στο σύνολό του; Πώς επιλέγουμε σε έναν ισχυρισμό τι θα κρίνουμε, προκειμένου να τον δεχτούμε ή να τον απορρίψουμε; Με απλά λόγια, ποια είναι τα κριτήρια που επιλέγουμε προκειμένου να αποφανθούμε σχετικά με την επιστημονικότητα ή μη ενός ισχυρισμού; Είναι ένα από τα πιο κεντρικά ερωτήματα στη φιλοσοφία της επιστήμης και συνεχίζει να μένει αναπάντητο.

Το ερώτημα αυτό, ωστόσο, δεν αφορά μόνο τον σκληρό πυρήνα των επιστημών, ούτε αποκλειστικά την επιστημονική κοινότητα. Είναι ένα ερώτημα που το βλέπουμε να εισβάλλει στον δημόσιο βίο και στους τρόπους με τους οποίους προσλαμβάνονται οι επιστημονικοί ισχυρισμοί από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Μπορούμε να δούμε μια αντίστοιχη περίπτωση στους εμβολιασμούς για τον COVID-19 και στους διαφορετικούς βαθμούς δυσπιστίας ή βεβαιότητας που έχουν αρκετοί άνθρωποι απέναντι τους. Είναι μη-επιστημονικό να φοβόμαστε τις παρενέργειες ενός εμβολίου; Είναι επιστημονικό, χωρίς να είμαστε ειδικοί, να θεωρούμε ότι το εμβόλιο Χ είναι καλύτερο από το εμβόλιο Ψ; Είναι επιστημονικό να μην είμαστε σκεπτικιστές; Είναι μη-επιστημονικό να είμαστε σκεπτικιστές; Σε αυτά τα ερωτήματα οι καταφατικές απαντήσεις δεν είναι επιστημονικά ορθές, κυρίως επειδή οι επιστήμες προκύπτουν από έναν διαρκή διάλογο με τη φύση και όχι με αποφάσεις τελεσιδικίας. Επομένως, αν δούμε το ζήτημα σε μια ανθρωπολογική διάσταση, θα διαπιστώσουμε ότι οι θεωρήσεις των Πόπερ και Κουν δεν είναι αρκετά βοηθητικές. Η θέαση που έχουν διαφορετικές κοινωνίες σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους για τα όποια επιστημονικά επιτεύγματα δεν είναι μονοσήμαντη και δεν ταυτίζεται με τη θέαση που έχει προκύψει από μία προσωρινή συναίνεση μεταξύ των μελών μιας επιστημονικής κοινότητας. Και δεν εξετάζουμε καν πόσο διαφοροποιούνται μεταξύ τους επιμέρους επιστημονικές κοινότητες, γεγονός που κάνει ακόμη πιο σύνθετο το όποιο εγχείρημα ερμηνείας των όρων παραγωγής και εδραίωσης της γνώσης.

Επομένως, που καταλήγουμε; Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι οι κανονικοποιήσεις, που έχουμε επινοήσει για να περιγράψουμε και να ερμηνεύσουμε τη φύση, δεν είναι ακίνητες στον χώρο και τον χρόνο. Αλλάζουν διαρκώς. Αυτό που κάποιοι/ες θεωρούμε επιστημονικό ενσωματώνει περισσότερα πράγματα από αμιγώς επιστημονικές ερμηνείες. Ενσωματώνει ιδεολογία, σχέσεις εξουσίας, παράδοση, ταξικές ή άλλες διακρίσεις, οικονομικές παραμέτρους, μη-επιστημονικούς ισχυρισμούς κοκ. Ο πυρήνας του επιστημονικού είναι ανοιχτός σε όλα τα παραπάνω και μεταμορφώνεται διαρκώς εξαιτίας αυτών. Κατά πόσο επιλέγουμε να μην βλέπουμε όσα εισβάλλουν στον πυρήνα (σταυροφόροι του επιστημονικού) ή επιλέγουμε να μην βλέπουμε καν τον πυρήνα (σταυροφόροι του μη-επιστημονικού) είναι επιλογές πίστης και όχι κριτικού στοχασμού. Και οι δύο επιλογές είναι επιλογές τυφλότητας. Υπάρχει, ωστόσο, και η επιλογή να μην ακολουθήσουμε καμία από τις δύο...

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL