Στο νέο βιβλίο του ο Simon Critchley παραθέτει αναστοχαστικές διερωτήσεις ως προς τη σχέση μας με τους αρχαίους Έλληνες και το δράμα, ανατέμνει κριτικά τις διάφορες θεωρίες για την τραγωδία και τις συνέπειές τους σ’ αυτή. Ο συγγραφέας τοποθετεί το αρχαίο δράμα σε ένα σύγχρονο ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο, απεγκλωβίζοντάς το από γραμμικές θετικιστικές αφηγήσεις οι οποίες διαφοροποιούν το ατομικό από το συλλογικό. Διατυπώνονται, λοιπόν, διαρκώς στην εκτύλιξη του βιβλίου ζητήματα ταυτότητας τα οποία εξετάζουν τον εαυτό ως προς τη σχέση με τους άλλους, αλλά και τις συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες του παρόντος. Σε μια διαχρονία τα τραγικά του παρόντος συνομιλούν με τα παρελθοντικά, «βάζοντας χειρόφρενο» σε ποικίλους ηθικούς μελοδραματισμούς και θεωρίες της ήττας. Στην σύγχρονη ανάγνωση της έννοιας της τραγωδίας ο Critchley κατασκευάζει πολύτροπες αναγνωστικές ατραπούς επιβίωσης για όλα όσα δύσκολα αντέχονται. Η τραγωδία ανασυντάσσεται ως ζωή του σκεπτικισμού, της σοφιστικής, «σκέψη σχετικά με τη δράση» (σ. 18), με διαπεραστικούς τόνους καθαρής αντίφασης και διλημμάτων, χωρίς αοριστολογικές τοποθετήσεις. Όλα συγκεντρώνονται γύρω από το «πραξιακό ερώτημα»: «Τι να κάνω» (σ. 17) σε κάθε δύσκολη, χαοτική κατάσταση του καθημερινού, στην οποία η δράση φαίνεται ότι διαφεύγει.
Στις διαρκείς κρίσεις εντός των οποίων συχνά αισθανόμαστε άβουλα υποκείμενα που δυσκολεύονται να νοηματοδοτήσουν τις πολλαπλές εκδοχές του πραγματικού με τη χρήση του λόγου και κατανοητικών μηχανισμών επεξεργασίας, ο Critchley διατυπώνει νέους όρους διαχείρισης και δράσης, προσκαλώντας να επανεφεύρουμε τους κλασικούς (σ. 22) στις νέες συνθήκες. Στην επιλογή του σκεπτικισμού ως βασικού στοιχείου της τραγωδίας βρίσκεται ένας συγκεκριμένος προσανατολισμός ως προς το πραγματικό. Ένας προσανατολισμός «που μοιάζει να αναδύεται από τον αποπροσανατολισμό του να μη γνωρίζουμε τι να κάνουμε» (σ. 20) και ο οποίος δεν φοβάται την επισφάλεια της ύπαρξης και την πενθησιμότητά της. Απέναντι στην κατασκευή της προόδου ως σύγχρονης ιδεολογίας που αποκηρύσσει το παρελθόν, το εγκιβωτίζει σε απλουστευτικά ερμηνευτικά σχήματα, συχνά μεταφυσικά ή θεολογικά, κρύβοντας πένθη και θρήνους, η τραγωδία προσφέρει υλικά αποθέματα για την κριτική αυτής της ιδεολογίας, και υπονομεύοντας τις απόλυτες διακρίσεις για τα όρια του κοινωνικού και πολιτικού χώρου. Ό,τι αποκηρύσσεται όμως, επανέρχεται στοιχειώνοντας παρόν και μέλλον, οπότε μας καλεί στην επαναφορά της ενεργού συνέργειας σε ό,τι συνεχίζει. Εδώ η αποσταθεροποίηση είναι κομβική. Στην τραγωδία ο εξαρθρωμένος γραμμικός χρόνος καταργείται, ενώ η τελεολογική σύνδεση παρελθόντος-μέλλοντος αντιστρέφεται. «Το παρελθόν δεν είναι παρελθόν, το μέλλον αναδιπλώνεται στον εαυτό του και το παρόν πλημμυρίζει από τις ροές του παρελθόντος και του μέλλοντος, με αποτέλεσμα να αποσταθεροποιείται» (σ. 32). Συμβολικά και πραγματικά ο πόλεμος είναι παρών. Ο απλουστευτικός πασιφισμός, ενεργός στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, είναι τελικά «αδρανής και αυτάρεσκος» (σ. 38), ενώ στην τραγωδία διαφαίνεται καθαρά «η τραγική διαλεκτική του πολιτικού».
Ο Γοργίας επανέρχεται στο προσκήνιο, στο ερμηνευτικό ρεπερτόριο της τραγωδίας ως εκ νέου νοηματοδοτούμενης «απάτης», αφού και «αυτός που παραπλανά είναι πιο ειλικρινής από αυτόν που δεν παραπλανά και ο παραπλανημένος σοφότερος από τον μη παραπλανημένο» (σ. 42). Αρχαία και σύγχρονα φαντάσματα συνοδοιπορούν σε μια γραμμή ασταθή και μεταιχμιακή, ενώ «οι νεκροί δεν μένουν νεκροί και οι ζώντες δεν είναι εντελώς ζωντανοί» (σ. 43). Το ψέμα στην τραγωδία ορίζει την αλήθεια της και έτσι η τραγωδία προβάλλει ως «αυτεπίγνωση της μυθοποίησης» (σ. 58). Ορθώς ορίζει εδώ ο Critchley την εγγύτητα με τον Αρτό, τον Νιτς, την Κέιν, τον Μπέκετ και το σινεμά του Λαρς Φον Τρίερς. Η αφελής θεολογική πίστη στην αλματώδη πρόοδο, που συναρθρώνεται με έναν ανούσιο ιδεαλισμό της ελπίδας καταρρέει, καθώς καταδεικνύεται επαρκώς στις τραγικές εκφάνσεις του αρχαίου δράματος πως κανένας συγκαταβατικός υπερκερασμός μιας λογικής συμφωνίας δεν επιτυγχάνεται στις παθιασμένες αντιτιθέμενες μεταξύ τους αξιώσεις για το δίκαιο. Οριζόμενη ως διαλεκτικός τρόπος εμπειρίας η τραγωδία θέτει για την απογοήτευση με άλλους όρους, ως μορφή θάρρους και αγώνα, μακριά από κοινότοπους οραματικούς θετικισμούς.
Ως διασαλεύτρια κάθε κανονικότητας είναι επόμενο η τραγωδία να φέρει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ως πολιτική και λογοτεχνική επινόηση η τραγωδία συνυφαίνεται με την υποκειμενικότητα, ενώ την ίδια στιγμή, σημειώνει ο Critchley, είναι «ενσυνείδητα αναχρονιστική». Διαταράσσεται ο ιστορικός χρόνος, οι ρίζες όμως τρέφονται από ό,τι κατασκευάζεται ως ιστορική πραγματικότητα. Πραγματικότητα απαραίτητη, αλλά όχι επαρκής. Επιπλέον, στα συνθετικά ρεπερτόρια που παραθέτει ο συγγραφέας, καμιά κλειστή διεκπεραιωτική ερμηνευτική θεωρία δεν μπορεί να είναι καταληκτική, είτε αναφερόμαστε στις προοδευτικές αφηγήσεις της φιλοσοφίας της ιστορίας (Μαρξ, Χέγκελ), είτε στις εξελικτικές (Χάιντεγκερ, Νίτσε). Η κατανόηση του κόσμου θα παραμείνει θραυσματική, αφού και η αυτονομία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την εξάρτηση. Κάθε φορά που ακούγεται η πίστη στην απόλυτη αυτονομία, επιτελείται στην τραγωδία η ύβρις. Ο σκεπτικισμός επανέρχεται σε νέες επιτελέσεις «με τη διάλυση κάθε σημείου βεβαιότητας». Πώς συνομιλεί η αρχαία τραγωδία με το εδώ και τώρα; Σε έναν νέο ορισμό: «τραγωδία σημαίνει την παραίτηση από κάθε θεολογία ή μεταφυσική της ιστορίας που βασίζεται στη διάκριση μεταξύ αρχαίων και σύγχρονων» (σ. 60).
Σε όλες τις παραπάνω διατυπώσεις ο Critchley δεν είναι μόνος του. Αντλεί υλικό και το συνθέτει, αξιοποιώντας θεωρητικούς συμμάχους: τον Σκοτ Σκάλλιον, ο οποίος αναμετράται με τον όρο της αρχέγονης διονυσιακής τραγωδίας των αρχαίων πηγών, γκρεμίζοντας αυτήν τη μυθολογία του όρου και εντάσσοντας τον όρο «στη χώρα τού ποτέ της αιτιολογικής εικασίας» (σ. 66). Ο συγγραφέας προχωρά το συμπέρασμα αυτό και κάνει λόγο για τις ισχυρές φωνές εξωτικοποίησης της αρχαίας τραγωδίας, τοποθετώντας τες σε διαφόρων τύπων αντιδραστικές κριτικές που συνδέονται με την απόρριψη του οτιδήποτε θεωρείται ως «νεοτερικότητα». Σε αυτό που οι Βερνάν και Βιντάλ-Νακέ προσδιόρισαν ως «τραγική συνείδηση», οι δράσεις των ανθρώπων εκτυλίσσονται ως προβλήματα που αναδιατάσσονται ανάλογα με την περίσταση, παρά σαν σταθερές πραγματικότητες. Αντίστοιχα, η δημοκρατία μετατρέπεται σε εν εξελίξει θέαμα, επικαιροποιώντας το πολιτικό από το χθες στο σήμερα. Με τέτοιους όρους προσθέτει ο Critchley η τραγωδία γίνεται μια «αρχαία εκδοχή της νεοτερικότητας, αισθητική καινοτομία» και «ενσυνείδητος εκμοντερνισμός» (σ. 73-74).
Έχοντας προσδώσει όλες αυτές τις εννοιολογήσεις της τραγωδίας ο Critchley, ακολουθώντας τον Ουίλλιαμς, μπορεί να προχωρήσει σε μια βασική αντίστιξη, καταφέροντας μια μετωπική επίθεση στους νεοπλατωνιστές και τους σύγχρονους αριστοτελικούς. Η τραγωδία και οι αμφίσημες ροπές της που δεν ξορκίζονται στέκονται στην άλλη άκρη από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Καντ που εμμένουν στην πίστη πως αν η ιστορία ή η ανθρώπινη λογική κατανοηθούν ορθά μπορούν να οδηγήσουν σε ένα ολοκληρωμένο νόημα για την ανθρώπινη ζωή. Εφόσον η τραγωδία μπορεί να περιγραφεί και ως «τραγικωμωδία της μόλυνσης» (σ. 128), στην οποία τα κατακερματισμένα υποκείμενα οδηγούν κατά Ζόντι σε διαλεκτικές τροπικότητες της εμπειρίας, «ίσως αυτή η επιθυμία για κατανόηση του όλου να είναι και η ίδια μια διαστροφή» (σ. 109). Σε αυτό το μοτίβο επιτυγχάνεται από τον Critchley η κριτική σε ό,τι είναι γνωστό ως ηθική ψυχολογία. Στη λογική δηλαδή της ψυχικής ολοκλήρωσης όπου επιχειρηματολογείται πως η ψυχή είναι ηθική ή έτσι θα έπρεπε να είναι, και η ψυχολογία με την ηθική σε αγαστή συνεργασία οφείλουν να δρουν προς την επίτευξη αυτής της ψυχικής ολοκλήρωσης.
Ο Critchley προτείνει να είμαστε επιφυλακτικοί στις γενικευμένες ουσιοκρατικές εξηγήσεις για το τραγικό, καθώς η διαλεκτική δομή του τραγικού δεν μπορεί να περιοριστεί στον εντοπισμό κάποιας οικουμενικής γενικής φιλοσοφίας. Προκειμένου να αναδειχθεί η πολύτροπη κριτική δύναμη της τραγωδίας, ο συγγραφέας αντιπροτείνει να διαβάσουμε τις τριανταμία σωζόμενες τραγωδίες και να μην περιοριστούμε μόνο σε μεροληπτικές αναγνώσεις της Αντιγόνης. Δεν διστάζει επαναληπτικά να τονίζει την αντίστιξη ανάμεσα στον πλατωνισμό και την πολύτροπη δυναμική της τραγωδίας, η οποία ενταγμένη στη σοφιστική αναδεικνύει την αντιλογία ως ρητορική δεξιότητα, η οποία δημιουργεί μόνιμες αναθεωρήσεις για τα ανθρώπινα και τον κοινωνικό κόσμο, συνθέτοντας μια ανοιχτή «λογολογία» (σ. 159). Σε αυτή τη μετωπική επίθεση τού Critchley στον ιδεαλισμό της αναζήτησης της μοναδικής αλήθειας, ακόμα και η έννοια της κωμωδίας, όπως καταγράφεται στον Αριστοφάνη, μπορεί να είναι μια δραματική υπονόμευση της οντολογίας. Κωμωδία και τραγικό συναντιούνται τελικά ως αμοιβαίοι τρόποι υπονόμευσης κάθε ισοπεδωτικής ιδεαλιστικής οντολογίας.
Στο «Ελένης εγκώμιον» του Γοργία, ο συγγραφέας εντοπίζει την πρώτη στροφή στον λόγο, αιώνες νωρίτερα πριν τον Βιτγκενστάιν, επιχείρημα που επιβεβαιώνει πόσο σύγχρονη τελικά είναι η τραγωδία. Απέναντι σε όσους προτάσσουν το διονυσιακό στοιχείο της τραγωδίας ο Critchley προτάσσει τα στοιχεία της λογικής, της πειθούς και της επιχειρηματολογίας. Το στοιχείο του ορθολογισμού παραμένει ενεργό στην τραγωδία, αλλά δεν οδηγεί σε μια τελική λύση ή συμφιλίωση. Τα υποκείμενα συνεχίζουν να υπάγονται στην εξουσία, την επιθυμία και τη βία, ενώ η ισχύς φαίνεται να επισκιάζει το δίκαιο. Παρόλ’ αυτά ο συγγραφέας επανέρχεται στη σημαντική διάκριση φιλοσοφίας και σοφιστικής. Στη φιλοσοφία ο Critchley διαβάζει την πρόταξη του θείου στοιχείου, πάνω από τα ανθρώπινα. Στη σοφιστική κυριαρχεί το ανθρώπινο και ο σκεπτικισμός απέναντι στους θεούς. Επανέρχεται έτσι το ζήτημα της επιλογής. Στις διαρκείς αναφορές του Critchley για τη συστηματική υπονόμευση των σοφιστών και του Γοργία από τον Σωκράτη ο συγγραφέας αντιπροτείνει τον ηθικό ντετερμινισμό του Σωκράτη και την κατασκευή του, με τη συνέργεια του Πλάτωνα, ως εξιδανικευμένη μορφή του ενάρετα ηθικού μοναχικού φιλοσόφου.
Ο Critchley επανέρχεται στον Πλάτωνα με προσεκτικές κειμενοκεντρικές αναγνώσεις, επειδή εκεί αναγνωρίζει τη μεγαλύτερη διαστρέβλωση της τραγωδίας: την ανασκευή και την άρνησή της. Μόνον οι φιλόσοφοι μπορούν να κυβερνούν τη δίκαιη πόλη και είναι αυτοί που επιτηρούν την παραγωγή των ιστοριών, λογοκρίνοντας τι επιτρέπεται και τι όχι. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία του Σωκράτη, ο θεός είναι μόνο πηγή του καλού και πρέπει να αναπαρίσταται αληθινά (σ. 217). Εφόσον στην τραγωδία πολλές φορές οι θεοί ψεύδονται κι εξαπατούν τους ανθρώπους πρέπει τα κείμενα αυτά να εξοβελίζονται. Τα έργα τέχνης προβάλλονται ως ψεύδη. Όσο για τις σκοτεινές εικόνες και περιπλανήσεις των νεκρών στον άλλο κόσμο στην Οδύσσεια και σε άλλα κείμενα προτάσσεται στον Πλάτωνα με τα λόγια του Σωκράτη η κατασκευή του «σωστού ανθρώπου» ο οποίος καταλήγει «ότι το να ‘σαι νεκρός δεν είναι και κάτι τρομερό» (σ. 219). Τα τραγικά πάθη, οι αμφισημίες και οι υπερβολικοί θρήνοι δεν χωράν στην ιδανική φαντασίωση της τέλειας πολιτείας/φιλοσοφίας γιατί απομακρύνουν από την εγκράτεια και τη «λογική διάταξη του συναισθήματος» (σ. 248). Η πολλαπλότητα ρόλων και εκδοχών εαυτών, όπως προκύπτει στην ποίηση και την τραγωδία, δεν χωρά στην ιδανική πλατωνική κοινωνία του ενάρετου βίου.
Ο Critchley διαπιστώνει πως στην Ποιητική του Αριστοτέλη όλα είναι μετρημένα και ορθολογικά και πως ο συγγραφέας της παρόλη την ηπιότητά του είναι «επίμονα δογματικός», προσπαθώντας να πείσει πως το κοινό της τραγωδίας αποτελείται από «ισορροπημένους, ενάρετους άρρενες πολίτες» (σ. 355). Σε αυτή την περιοριστική οπτική εντοπίζεται το πρόβλημα. Διαβάζοντας προσεκτικά τον Αριστοτέλη και τον Ευριπίδη, ο Critchley σημειώνει πως το έργο του Ευριπίδη δεν αντιστοιχεί σε τέτοιες «κλειστές» ερμηνείες και προβολές. Αντίθετα, κατά τη γνώμη του, στην τραγική ποίηση εκφράζεται ποικιλοτρόπως το τερατώδες ως κάτι ανεξέλεγκτο που διαφεύγει από την απόλυτη κατανόηση, διατυπώνοντας με ανοίκειους όρους το ανυπόφορο για τις δικές μας εμπειρίες του πραγματικού. Ιδιαίτερα στον Ευριπίδη «η μηχανή χρησιμοποιείται […] για να δείξει τον εγγενή παραλογισμό της επιθυμίας για οργανική ακεραιότητα, καθαρή λύση και τακτοποιημένο τέλος» (σ. 325), σηματοδοτώντας επίσης την απόσταση θείας και ανθρώπινης τάξης. Η επιθυμία Πλάτωνα, Αριστοτέλη και των επιγόνων να «χωρέσουν» το τραγικό με όρους ακέραιους και συνεκτικούς που περιλαμβάνουν μια αρχή, μέση και τέλος συνδέεται με την αντίστοιχη προσπάθεια ερμηνείας των σύγχρονων έργων τέχνης. Όλες αυτές οι προσεγγίσεις αποφεύγουν την ομολογία πως όσο και αν αναζητείται η κάθαρση αυτή πολλές φορές ξεφεύγει και η αμφίσημη πολυπλοκότητα όσων συμβαίνουν τονίζει τη συμπλοκή ιδεολογικών/συναισθηματικών διλημμάτων τα οποία εκτυλίσσονται, θολώνοντας τα όρια δημόσια και ιδιωτικού χώρου.
Στο ρηξικέλευθο κείμενό του και με τη συνδρομή της εξαιρετικής μετάφρασης του Γιάννη Δούκα, ο Critchley επικαιροποιεί με όρους σύγχρονους την τραγωδία, ως μια «γενεαλογία τού ποιοι είμαστε» (σ. 393) και ως σημείο εκκίνησης σχετικά με τη «σφοδρότητα της ζωής» (σ. 398). Με αυτούς τους τρόπους ασκεί παράλληλα κριτική στις μεταφυσικές και ηθικές εικασίες που περιορίζουν σε γραμμικές αφηγήσεις τις ερεβώδεις συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης στον δημόσιο και ιδιωτικό χώρο. Οι αναγνώσεις του πολιτικοποιούν την έννοια του τραγικού στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, προσφέροντας πολιτικές ερμηνείες που κινούνται έξω από ουσιοκρατικές εκδοχές της ιστορίας.
Κλείνοντας, ο Critchley σημειώνει πως το βιβλίο προσανατολίζεται προς μια ανοιχτή πρόσκληση σε ένα απροσδιόριστο «εμείς» που θα μοιραστεί μαζί του την προβολή του αρχαιοελληνικού παρελθόντος ως μια σύγχρονη προβληματική του παρόντος, που αποσταθεροποιεί τις βεβαιότητες, χωρίς να χάνει την ιστορική βάση της. Τοιουτοτρόπως η έννοια της τραγωδίας λειτουργεί ως ισχυρή κριτική της ιδεολογίας σε όλες τις εκφάνσεις της.
*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος