Την ώρα που όλοι -και περισσότερο οι άμεσα θιγόμενοι- μιλούν (και παραμιλούν…) για τη νέα δασμολογική φρενίτιδα του Τραμπ με στόχο τα εισαγόμενα αυτοκίνητα, κάτι που ίσως άργησε να γίνει λαμβάνοντας υπόψη ότι από την προηγούμενη θητεία του ο μεγιστάνας «φώναζε» πως κυκλοφορούν πολλά γερμανικά αυτοκίνητα στην Αμερική, οι Δανοί και μαζί τους ένα μέρος του ευρωπαϊκού σκληρού πυρήνα κάθονται σ’ αναμμένα κάρβουνα. Γιατί; Μα επειδή ο Τραμπ ετοιμάζεται να «κατακτήσει» τη Γροιλανδία… Κυριολεκτικά, μεταφορικά ή ως μπλόφα, το θέμα είναι στο τραπέζι. Κι έχει σημασία διότι στην ατζέντα του νέου αμερικανορωσικού διπολισμού -μέσα στο ευρύτερο τοπίο του πολυπολισμού- το ταμπού της επεκτατικής λογικής και της διεκδίκησης «ζωτικού χώρου» ίσως έχει πάψει να είναι τόσο… ταμπού.
Ετσι, ενώ η ιστορία με τη Γροιλανδία μπορεί να μοιάζει κάπως φαιδρή, ή να έμοιαζε τουλάχιστον μέχρι πρότινος, τα νέα «ήθη» που αρχίζουν να επικρατούν στη διεθνή σκηνή δημιουργούν ένα κλίμα όπου τίποτα δεν εκπλήσσει. Το θέμα είναι αν κάποιος που παρατηρεί τη διεθνή κατάσταση, είτε με ψύχραιμη οπτική είτε επηρεασμένος από τη γενικότερη «αποδιοργάνωση» της παγκόσμιας τάξης -όσο κι αν αυτή κάθε άλλο παρά «οργανωμένη» ήταν-, θεωρεί ότι έχει μπροστά του ρεαλιστικά ενδεχόμενα. Αυτό, όμως, θα το δείξει ο χρόνος.
Σενάρια…
Για την ώρα η καλή εκδοχή θα ήταν αυτή των ευφάνταστων σεναρίων που απέχουν μίλια από την πραγματικότητα και καταναλώνονται χάριν συζήτησης. Κι όμως, με τη δυναμική στο παγκόσμιο τοπίο να μεταβάλλεται, τις συνθήκες στις διεθνείς σχέσεις να αναδιαμορφώνονται και τις εδραιωμένες φίλιες ή ανταγωνιστικές σχέσεις να εισέρχονται σε αχαρτογράφητη περιοχή -βλέπε ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, Ευρώπη-, αυτό που ακουγόταν ως αστείο μέχρι σήμερα μπορεί αύριο να είναι ένα καθ’ όλα πιθανό ενδεχόμενο. Άλλωστε ο Τραμπ είχε βάλει πάλι, το 2019, θέμα «αγοράς» της Γροιλανδίας από τις ΗΠΑ...
«Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο», λέει, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να «πάρουν» τη Γροιλανδία. «Όχι μόνο για να υπερασπιστούμε την πατρίδα μας, αλλά και την ελευθερία του κόσμου» διατείνεται. Η Δανία, λέει, δεν «κάνει αρκετά» για να προστατεύσει τη Γροιλανδία. Το ίδιο ισχυρίστηκε πρόσφατα, μιλώντας στο Fox News, και ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς: «Ειλικρινά, η Δανία, η οποία ελέγχει τη Γροιλανδία, δεν κάνει τη δουλειά της και δεν είναι καλός σύμμαχος» είπε και προκάλεσε σοκ στους Δανούς. Αν μη τι άλλο η Δανία είναι ένας από τους πιο πιστούς «ακολούθους» των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή. Ήταν μία από τις λίγες χώρες που έστειλαν στρατεύματά τους για να πολεμήσουν στο πλευρό των Αμερικανών στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και υπέστη σημαντικές απώλειες ως ποσοστό των δυνάμεών της που αναπτύχθηκαν στα θέατρα των επιχειρήσεων.
Ο Τραμπ έχει κατονομάσει άλλους δύο πιθανούς «διεκδικητές» της Γροιλανδίας, αφού, όπως ισχυρίζεται, η Δανία δεν «κάνει καλά τη δουλειά της»: την Κίνα και τη Ρωσία. Άρα αυτό νομιμοποιεί τις αμερικανικές οιονεί διεκδικήσεις. «Υπάρχουν ρωσικά πλοία παντού εκεί πέρα, υπάρχουν πλοία της Κίνας, πολεμικά πλοία» διατείνεται ο Πρόεδρος, υπερθεματίζοντας τις αμερικανικές θέσεις. Επικαλούμενη έναν Δανό αξιωματούχο, η Washington Post σημειώνει ότι δεν έχει παρατηρηθεί μέχρι στιγμής οποιουδήποτε είδους κινεζική στρατιωτική παρουσία στην περιοχή της Γροιλανδίας. Πάντως, αυτοαποκαλούμενη ως «πλησίον της Αρκτικής» δύναμη, η Κίνα έχει καταστήσει σαφείς τις προθέσεις της να είναι παρούσα στην περιοχή. Πέρυσι δύο ρωσικά και δύο κινεζικά σκάφη της Ακτοφυλακής εντοπίστηκαν σε κοινή άσκηση στη Βερίγγειο Θάλασσα στα ανοιχτά της Αλάσκας. Η Ρωσία και η Κίνα πραγματοποίησαν επίσης περιπολία με βομβαρδιστικά πάνω από διεθνή ύδατα κοντά στις ακτές της Αλάσκας. Σε μια συνάντηση στο Οβάλ Γραφείο την περασμένη εβδομάδα με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε ο Τραμπ ρωτήθηκε ξανά από τους δημοσιογράφους για την «προσάρτηση» της Γροιλανδίας. «Νομίζω ότι θα συμβεί» είπε απλά και αφοπλιστικά...
Νέοι δρόμοι
Η γεωγραφική θέση της Γροιλανδίας, ανάμεσα σε δύο ηπείρους και στη μέση ενός ωκεανού, είναι περίοπτη και φυσικά στρατηγικής σημασίας. Και ήταν πολύ περισσότερο στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Τον καιρό που τα δύο αντίπαλα γεωπολιτικά στρατόπεδα βρίσκονταν μόνιμα σε στρατιωτική εγρήγορση το αχανές παγωμένο νησί ήταν ένα προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ. Όμως μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης η θεώρηση άλλαξε και η στρατηγική αξία της Γροιλανδίας περιορίστηκε. Εξάλλου, οι μετέπειτα νεοταξικές φιλοδοξίες της Ουάσιγκτον και των νεοσυντηρητικών γερακιών της έστρεψαν το βλέμμα της Αμερικής στη Μέση Ανατολή και στο πετρέλαιό της. Τώρα που οι γεωπολιτικές κόντρες εντείνονται πάλι και ο κόσμος απομακρύνεται από το πετρέλαιο, αλλά οι καπιταλιστικοί ανταγωνισμοί κάθε άλλο παρά ατονούν, αφού τα συγκρουόμενα συμφέροντα στα νέα ζητούμενα της ενεργειακής μετάβασης και της Τεχνητής Νοημοσύνης είναι τεράστια, η δίψα για τους σχετικούς πόρους γίνεται ακόρεστη. Και η Γροιλανδία είναι πλούσια σ’ αυτούς…
Την ίδια ώρα οι πάγοι λιώνουν και νέες προοπτικές ανοίγονται σε στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο. Αναπόφευκτα, το μεγαλύτερο νησί του κόσμου επανέρχεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος. Η Γροιλανδία είναι ένας κόμβος για τα τηλεπικοινωνιακά καλώδια που διασχίζουν τον Ατλαντικό, εκείνα που κατά ορισμένους Ευρωπαίους στρατιωτικούς αξιωματούχους γίνονται από καιρού εις καιρόν στόχος ρωσικών «πλοίων-φαντασμάτων», τα οποία τους επιτίθενται ρίχνοντας και σέρνοντας τις άγκυρές τους στον πυθμένα της θάλασσας. Όμως αυτό είναι το λιγότερο. Καθώς το στρώμα του πάγου συρρικνώνεται λόγω της παγκόσμιας υπερθέρμανσης, δημιουργούνται νέες δίοδοι που μπορούν να συντομεύσουν τις ρότες των εμπορικών πλοίων. Οι θαλάσσιες οδοί της Αρκτικής γίνονται πιο πλωτές, και πιο ελκυστικές οικονομικά, χρόνο με τον χρόνο. Οι παγκόσμιες δυνάμεις ανυπομονούν για τη μέρα που τα πλοία τους, τα οποία ταξιδεύουν μεταξύ Ασίας, Ευρώπης και Βόρειας Αμερικής, δεν θα χρειάζεται να κατευθύνονται νότια προς τα κανάλια του Παναμά και του Σουέζ, περιορίζοντας δραστικά τα λειτουργικά κόστη από καύσιμα και τέλη διέλευσης.
Θα μπορούσαν, λοιπόν, πράγματι οι ΗΠΑ να εισβάλουν στη Γροιλανδία για να «κλειδώσουν» την ασφάλεια αυτών των νέων οδών και των ευρύτερων συμφερόντων τους; Η προφανής απάντηση είναι πως κάτι τέτοιο δεν είναι πιθανό. Αλλά δεν είναι και αδιανόητο. Οι λόγοι είναι αρκετοί στη συγκυρία που διανύουμε.
Ελ Ντοράντο της ενεργειακής μετάβασης
Η Γροιλανδία είναι ένα χρυσωρυχείο ορυκτών πόρων. Ορισμένοι απ’ αυτούς, όπως οι σπάνιες γαίες, αποτελούν τη βάση της ενεργειακής μετάβασης. Με τους πάγους να λιώνουν, ο θησαυρός έρχεται στο φως και γίνεται ευκολότερα προσβάσιμος. Ο αντιπρόεδρος Βανς επαίνεσε τους «απίστευτους φυσικούς πόρους» της Γροιλανδίας. Όπως η Ουκρανία, το νησί διαθέτει τα λεγόμενα κρίσιμα ορυκτά που χρειάζονται για ηλεκτρικά οχήματα, smartphones, ιατρικό εξοπλισμό, μικροεπεξεργαστές και ανεμογεννήτριες. Αν και οι εξορύξεις στις ακραίες περιβαλλοντικές συνθήκες της γροιλανδικής ενδοχώρας παραμένουν πάντα μια πρόκληση, η αμερικανική κυβέρνηση διαμηνύει πως η περιοχή είναι «ανοιχτή» για τις αμερικανικές εταιρείες που έχουν τα κεφάλαια και τα κότσια να ριχτούν στο σαφάρι των ορυκτών κάτω από τους πάγους. Ένας διαγκωνισμός μεταξύ των ισχυρών παγκόσμιων ανταγωνιστών για πρόσβαση στους πολύτιμους πόρους της Γροιλανδίας θα μπορούσε να γίνει πολύ επικίνδυνος. Πόσο μάλλον όταν υπάρχει εκεί ενεργή στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ.

Η Γροιλανδία φιλοξενούσε κάποτε δεκάδες στρατιωτικές βάσεις, φυλάκια και αποθήκες των αμερικανικών δυνάμεων. Σήμερα εξακολουθεί να λειτουργεί αεροπορική βάση, η οποία παραμένει σημαντική για τις ΗΠΑ. Η βάση Pituffik λειτουργεί ως ένα παγκόσμιο δίκτυο ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης, με χρήση δορυφόρων και άλλων αισθητήρων, για τον εντοπισμό εισερχόμενων διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων. Στη βάση αυτή στάθμευαν κάποτε 10.000 Αμερικανοί στρατιώτες, σήμερα είναι περίπου 200. Αν οι εντάσεις με την Κίνα και τη Ρωσία για πρόσβαση στους ενεργειακούς πόρους, στις θαλάσσιες οδούς ή στις στρατηγικές θέσεις αυξηθούν στην περιοχή του Αρκτικού Κύκλου, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ως πρόσχημα την προστασία της βάσης τους για να «ασφαλίσουν» τη Γροιλανδία, κάνοντας χρήση της στρατιωτικής ισχύος τους. Αυτό θα ήταν ένα καλό και αρκετά βολικό πρόσχημα. Υπ’ όψιν ότι η διμερής συνθήκη του 1951 μεταξύ Δανίας και Ηνωμένων Πολιτειών δίνει στον στρατό των ΗΠΑ σχεδόν το ελεύθερο στην ανάπτυξη βάσεών τους στη Γροιλανδία και χρήσης τους για προστασία από επίθεση.
«Βασικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν στη Γροιλανδία» επισημαίνει στην Washington Post ο Κρίστιαν Σόμπι Κρίστενσεν, επικεφαλής του Τμήματος Μελετών Στρατηγικής και Πολέμου στο Royal Danish Defense College στην Κοπεγχάγη. «Δεν γνωρίζω αν υπάρχει ένα αίτημα των ΗΠΑ που δεν έχει ικανοποιηθεί. Όταν ο Πρόεδρος Τραμπ λέει ότι οι ΗΠΑ χρειάζονται τον στρατιωτικό έλεγχο της Γροιλανδίας, λοιπόν, κατά μία έννοια τον έχουν ήδη» λέει χαρακτηριστικά.

Το plan B και το μεγάλο ερώτημα
Οι ΗΠΑ έχουν μεγάλες «περγαμηνές» στην εσωτερική πολιτική μόχλευση, άρα ο ντόπιος πληθυσμός των 56.000 κατοίκων θα μπορούσε να ταχθεί υπέρ της αυτοδιάθεσης, που πιθανόν θα οδηγούσε σε κάποιο δημοψήφισμα με το ερώτημα της «ανεξαρτησίας»
Μια αμερικανική εισβολή πλήρους κλίμακας θεωρείται απίθανη, εκτός κι αν υπάρξει κάποια πολύ σοβαρή κρίση. Ωστόσο, η ανάπτυξη μιας «ειρηνευτικής» ή μιας άλλης δύναμης «στρατηγικής ασφάλειας» δεν μπορεί να αποκλειστεί, ειδικά αν η Ουάσιγκτον ισχυριστεί πως η Κίνα προσπαθεί να πατήσει πόδι στη Γροιλανδία. Υπενθυμίζεται ότι οι ΗΠΑ έχουν ένα «καλό ιστορικό» στρατιωτικών εισβολών σε κυρίαρχα κράτη υπό διάφορα προσχήματα, ακόμη και δίχως την επίκληση άμεσης απειλής για τα συμφέροντα ή την εθνική ασφάλειά τους, από τη μικροσκοπική Γρενάδα στην Καραϊβική το 1983 έως το Ιράκ του Σαντάμ το 2003. Μόνο που η ανάληψη στρατιωτικής δράσης υπό οποιαδήποτε μορφή στη Γροιλανδία θα ήταν μια πολύ ακραία κίνηση και θα στοχοποιούσε την Αμερική, αυτή τη φορά από τους ίδιους τους συμμάχους της. Θα ήταν το χειρότερο σενάριο και θα υποδαύλιζε τις διαλυτικές τάσεις στους κόλπους του ΝΑΤΟ. Πρακτικά, η Συμμαχία θα κατέρρεε υπό το βάρος μιας απροκάλυπτα εχθρικής κίνησης ενός συμμάχου -των ΗΠΑ- εναντίον ενός άλλου - της Δανίας. Πολύ πιθανόν η Ε.Ε. να επέβαλε σαρωτικές κυρώσεις στις ΗΠΑ και, επίσης αρκετά πιθανό, η Κίνα να έκανε την εμφάνισή της στη διελκυστίνδα, αρχίζοντας να υποστηρίζει στρατιωτικά τη Δανία, σε μια αλληλουχία κινήσεων και ενεργειών που θα μετέτρεπαν σταδιακά την Αρκτική σε πεδίο ψυχρού, αν όχι θερμού, πολέμου.
Εσωτερική «ανεξαρτησία»
Το plan B του Τραμπ, ή οποιουδήποτε άλλου Αμερικανού Προέδρου, θα ήταν κάποιας μορφής πολιτική μόχλευση, η οποία θα αναζωπύρωνε τα αισθήματα του ντόπιου πληθυσμού των 56.000 κατοίκων υπέρ της αυτοδιάθεσης και πιθανόν θα οδηγούσε σε κάποιου είδους δημοψήφισμα με το ερώτημα της «ανεξαρτησίας». Δεν αποκλείεται σ’ ένα τέτοιο δημοψήφισμα η Γροιλανδία να «επέλεγε» και τους στενότερους δεσμούς με την Αμερική. Και σ’ αυτόν τον «τομέα», της εσωτερικής, δηλαδή, πολιτικής μόχλευσης, οι ΗΠΑ έχουν αποδείξει ότι διαθέτουν «περγαμηνές», αν κοιτάξει κάποιος τον ρόλο τους στα γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας στην Ανατολική Ευρώπη. Η νέα τοπική κυβέρνηση που εκλέχθηκε αυτόν τον μήνα στη Γροιλανδία αναμένεται να θέσει το θέμα της ανεξαρτησίας, αλλά ακολουθώντας μια «αργή προσέγγιση» στις συζητήσεις της με την κυβέρνηση της Κοπεγχάγης, λένε οι αναλυτές. Σε κάθε περίπτωση, το πεδίο είναι ανοιχτό για την Ουάσιγκτον αν θελήσει να αξιοποιήσει τη συγκυρία.
Θα μπορούσαν, όμως, όλα αυτά να συμβούν πραγματικά; Για την ώρα δείχνουν πολύ απίθανα και μακρινά. Όμως σ’ έναν κόσμο όπου οι ανταγωνισμοί γίνονται όλο και πιο ωμοί, ή πιο κραυγαλέοι, και η λογική της μοιρασιάς αρχίζει να επικρατεί εκ νέου, το σενάριο επιβολής αμερικανικού ελέγχου στη Γροιλανδία δεν φαντάζει αδιανόητο.
Ωμή επιβολή;
Αν ο κόσμος συνεχίσει να κινείται προς μια λογική του τύπου «εγώ παίρνω αυτό, εσύ πάρε το άλλο», αν πραγματικά επιστρέφουμε στην εποχή της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων του 19ου αιώνα, τότε πράγματι δεν υπάρχουν πολλά που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την Αμερική του Τραμπ να θέσει υπό τον έλεγχό της, είτε με τη βία είτε με πλάγιο τρόπο, τη Γροιλανδία. Αν, βέβαια, οι ΗΠΑ αποτολμούσαν μια τέτοια κίνηση, θα πρόσφεραν με τη σειρά τους μια καλή δικαιολογία στη Ρωσία να ενισχύσει τη στρατιωτική παρουσία της στην Αρκτική, στήνοντας νέες βάσεις ή ακόμη και διεκδικώντας τμήματα του Αρκτικού Ωκεανού. Το μεγάλο ερώτημα στο βάθος είναι αν όλα αυτά αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου προτύπου αλλαγής οπτικής και συμπεριφοράς στις διεθνείς σχέσεις ή αν είναι απλώς συγκυριακά. Η παγκόσμια τάξη που διαμορφώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τα καλά και τα κακά της, όπου τα πράγματα ήταν, υπό μια έννοια, δεδομένα και «σταθερά», ξεθωριάζει, γίνεται παρελθόν. Αν πράγματι ο κόσμος επιστρέφει στη λογική της ωμής ισχύος και της απροκάλυπτης επιβολής, κι αν σήμερα στο τραπέζι βρίσκεται η Γροιλανδία, αύριο τι θα βρίσκεται; Η Αφρική; Ο Ινδοειρηνικός; Το Διάστημα;