Live τώρα    
17°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
13.4°C18.7°C
3 BF 63%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
15 °C
12.0°C16.9°C
1 BF 66%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
16 °C
14.3°C16.6°C
2 BF 61%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
14 °C
13.8°C18.0°C
2 BF 62%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
10 °C
9.9°C14.6°C
2 BF 76%
1821-2021 / Η επανάσταση του 1821 και η δυναμική της λαϊκής κυριαρχίας
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

1821-2021 / Η επανάσταση του 1821 και η δυναμική της λαϊκής κυριαρχίας

Κάθε επανάσταση δηλώνει τη ρήξη με την προγενέστερη κατάσταση. Επιφέρει τομές και αλλαγές. Στην περίπτωση του 1821 αυτές δεν περιορίζονται στον τερματισμό της οθωμανικής κυριαρχίας, αλλά επεκτείνονται και στη σταδιακή εδραίωση ενός νέου πολιτικού συστήματος.

Όπως δηλώνουν οι συνταγματικές ζυμώσεις που ακολούθησαν και, κυρίως, η πολιτική ιστορία των επόμενων δεκαετιών, η δυναμική αυτή σαρώνει σταδιακά τις ιεραρχικές αξιώσεις κυριαρχίας και φέρνει στο προσκήνιο ένα νέο πολιτικό υποκείμενο, τον λαό, το επίκεντρο της δημοκρατικής «λαϊκής κυριαρχίας» -αρχικά σε άμεση σημασιακή συσχέτιση με το «έθνος».

Ο λαός και το αίτημα της κυριαρχίας του έρχεται να αμφισβητήσει κάθε έννοια αδιατάρακτης «κανονικότητας». Εγκαινιάζει έναν καινούργιο κόσμο, όπου νομιμοποιούνται σταδιακά η διερώτηση, η αμφισβήτηση και η αλλαγή, η (αέναη) επαναχάραξη των ορίων και η αναδιάταξη των σχέσεων κυριαρχίας. Πέρα από κάθε εξιδανίκευση ή φετιχοποίηση, είναι η δυναμική έννοια που στο εξής θα επιτρέπει τη δυνητική ανανέωση του κοινωνικού ιστού.

Όπως το θέτει ο Ζακ Ρανσιέρ, o «λαός», σε τούτο το επίπεδο, είναι μια συμβολική - πολιτική επινόηση «που έρχεται να διεμβολίσει τη λογική η οποία αναδεικνύει την αρχή του πλούτου ως κληρονόμο της αρχής της γέννησης».  Ίσως η πιο ευθεία επίκληση της λαϊκής κυριαρχίας στις συνταγματικές ζυμώσεις των επαναστατικών χρόνων να εντοπίζεται στο ψήφισμα της Γ' Εθνοσυνέλευσης όπου τίθεται και το «αναφαίρετον και αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του [λαού] να εκλέγει τους πληρεξουσίους αντιπροσώπους του».

Η πολιτική σημασία του «λαϊκού»

Γιατί είναι σημαντικό αυτό; Τέτοιες επικλήσεις καταπατούνται, νοθεύονται, ενίοτε χρησιμοποιούνται εργαλειακά από τη μία ή την άλλη πλευρά κ.ο.κ. Στην ίδια τη Γ' Εθνοσυνέλευση, μάλιστα, η αρχή αυτή χρησιμοποιήθηκε στις εσωτερικές διαμάχες των μετεπαναστατικών ομαδώσεων. Εξάλλου, από την αρχή σχεδόν, οι ευγενείς συνταγματικές αξίες χρησιμοποιήθηκαν για να νομιμοποιήσουν μια νέα «κρυπτο-αποικιακή» ολιγαρχία.

Ακόμα και ιδιαίτερα συντηρητικοί σχολιαστές, όπως ο Δημήτριος Βερναρδάκης, θα καταγγείλουν μετέπειτα την εν λόγω λαθροχειρία: «Εν ονόματι του ελληνικού έθνους λόγω μεν εγκαθιδρύθη πολιτεία συνταγματική, πράγματι δε καθιερώθη και στερεώθη επί θεμελίων εδραιοτέρων ολιγαρχία φοβερά, ήτοι αυτός ο επί Τουρκοκρατίας κοτζαμπασισμός, επιχρεισθής μόνον διά του νωπού εκ της Δύσεως συνταγματικού ψιμυθίου».

Ωστόσο η συχνή διαστροφή και χειραγώγηση μίας αξίας δεν ακυρώνει την ίδια την αξία. Γιατί η επίκληση της ίδιας αυτής λαϊκής κυριαρχίας, η λαϊκή δυσανεξία και κινητοποίηση, εντοπίζονται πίσω από κάθε σχεδόν δημοκρατική και αυθεντικά μεταρρυθμιστική κατάκτηση που ακολούθησε την επανάσταση: το πέρασμα στη συνταγματική μοναρχία (1843), την έξωση του  Όθωνα (1862), τις ιδεολογικές ζυμώσεις του 1908-1910 που οδήγησαν στην έλευση του Ελευθέριου Βενιζέλου κ.λπ. Πρόκειται για την κρυφή «λαϊκιστική» μας παράδοση.

Το έργο του Ε.Π. Τόμσον για την ηθική οικονομία έχει επαρκώς καταδείξει την κρίσιμη λειτουργία τέτοιων αξιών. Ο Τόμσον εναντιώθηκε στις απλουστευτικές συλλήψεις της εξεγερσιακής δράσης των πληβειακών στρωμάτων του 18ου αιώνα. Στη «σπασμωδική» οπτική αντέτεινε τη «νομιμοποιητική ιδέα» που ενέπνεε την δράση του πλήθους, που της έδινε νόημα και δύναμη. Χωρίς να είναι ευθέως πολιτική, τούτη η άτυπη «ηθική οικονομία» διέθετε πολιτικές λειτουργίες στον βαθμό που ενεργοποιούσε σαφείς και παθιασμένες προσδοκίες της κοινής μοίρας.

Στο σήμερα η αναφορά του διεκδικητικού δημοκρατικού δυναμικού γίνεται πλέον στη συνταγματικά κατοχυρωμένη «λαϊκή κυριαρχία» και όχι μόνο σε κάποια εθιμική ηγεμονική συναίνεση σαν αυτή που περιγράφει ο Τόμσον. Κάθε καταπάτηση του εν λόγω συμβολαίου προκαλεί δυσανεξία και την προσδοκία επιστροφής στην προηγούμενη κατάσταση, ενίοτε και την «αλλαγή».

Κάπως έτσι η λαϊκή κυριαρχία, ένα ρυθμιστικό ιδεώδες που εισάγεται καταρχήν με την επανάσταση του 1821 και εδραιώνεται μέχρι και τη μεταπολίτευση, δημιουργεί το πλαίσιο που επιτρέπει την περιοδική ανανέωση του κοινωνικού δεσμού, συγκροτεί και επιτρέπει την εξισωτική εμβάθυνση του εκάστοτε «κοινωνικού συμβολαίου».

Η πολιτισμική σημασία του «λαϊκού»

Και δεν πρόκειται για μία αρχή που ενέχει αποκλειστικά πολιτικές συνεπαγωγές. Η δημοκρατική αρχή εμπλέκεται εξαρχής και σε μία σειρά κοινωνικο-πολιτισμικά ζητήματα. Κάθε πολιτική ηγεμονία προϋποθέτει την πολιτισμική ηγεμονία. Παράδειγμα το «γλωσσικό ζήτημα». Από τα χρόνια της επανάστασης μέχρι και τη μεταπολίτευση, ο ανταγωνισμός καθαρεύουσας/δημοτικής θα σημαδέψει τη ζωή του τόπου. Και δεν είναι ένα ζήτημα άσχετο με την πάλη για την «λαϊκή κυριαρχία» και τη δημοκρατία, με την διαρκή πάλη για την προτεραιότητα του «λαϊκού» στη σύγχρονη Ελλάδα.

Ο λογιοτατισμός, που θέλει να επιβάλει την καθαρεύουσα, είναι το πολιτισμικό συμπλήρωμα των «ολιγαρχικών», που εξαρχής επιθυμούν να νοθεύσουν και να περιορίσουν τη λαϊκή κυριαρχία -καταλήγοντας στους γλωσσικούς ακροβατισμούς της χούντας του 1967. Ο ίδιος ο Διονύσιος Σολωμός συνθέτει μάλιστα έναν Διάλογο μεταξύ ενός ποιητή και ενός σοφολογιότατου, που ενσαρκώνει με μεγάλη δεξιοτεχνία αυτή την πάλη:

ΠΟΙΗΤΗΣ: Τι λες; Ώς πότε θα πηγαίνει εμπρός αυτή η υπόθεση;  Ένας λαός από το ένα μέρος να ομιλεί σ' έναν τρόπο, ολίγοι άνθρωποι από το άλλο να ελπίζουν να κάμουν τον λαό να ομιλεί μια γλώσσα δική τους! [...] Σοφολογιότατε, τες λέξες ο συγγραφέας δεν τες διδάσκει, μάλιστα τες μαθαίνει από του λαού το στόμα˙ αυτό το ξέρουν και τα παιδιά. [...] η ευγένεια των γλωσσών είναι ωσάν την ευγένεια των ανθρώπων˙ ευγενής εσύ, ευγενής ο πατέρας σου, ο πάππος σου ευγενής, αλλά πηγαίνοντας εμπρός βρίσκεις βέβαια τον άνθρωπον όπου έπαιζε τη φλογέρα βόσκοντας πρόβατα.

Είναι άραγε τυχαίο το ότι ακόμα και σήμερα η γλώσσα αποτελεί κεντρικό πολιτικό διακύβευμα και ότι, ως εκ τούτου, οι διάφορες εκφάνσεις του ελληνικού «λαϊκισμού» έχουν κατηγορηθεί ότι εκμαυλίζουν και διαφθείρουν τη γλώσσα;

Η δημοκρατική πολιτική και το αντίπαλον δέος

Κάπως έτσι έρχεται η ίδια η πολιτική στο προσκήνιο. «Η τοιαύτη εξαιρετική και εις την οικουμένην μοναδική σημασία παρ' ημίν της πολιτικής επόμενον ήτο να καταστήση αυτήν αποκλειστικόν μέλημα πάντων των Ελλήνων» παρατηρεί ο Ροΐδης.

Κάποιες φορές η υπερπολιτικοποίηση οδηγεί και σε στρεβλώσεις, γνωστές σε όλους: κομματισμός, διαπλοκή κ.λπ. Αυτό εξηγεί μάλλον και τη σκωπτική στάση του Ροίδη: «Ο σημερινός  Έλλην εξαγόμενος της πολιτικής ομοιάζει οψάριον εκτός του ύδατος. [...] πλην ικανού αριθμού ρητόρων, ουδέν άλλον άξιον συγκρίσεως προς τα των άλλων έθνη έχει σήμερον η Ελλάς να επιδείξει».

Ωστόσο οι παρενέργειες αυτές οφείλονται κυρίως στις κυρίαρχες θεσμικές αποκρυσταλλώσεις του πολιτικού. Και, παραδόξως, μόνο η ίδια η πολιτική μπορεί να τις αναδείξει, να τις καυτηριάσει και να τις υπερβεί. Γιατί καθιστά προσιτό σε όλους έναν μηχανισμό διαρκούς εκδημοκρατισμού.

Ένα διαρκές διακύβευμα που εγκαινιάζει, μαζί με πολλά άλλα, η επανάσταση του 1821 είναι λοιπόν η νομιμοποίηση του πολιτικού ανταγωνισμού και η δυνατότητα επίκλησης της λαϊκής κυριαρχίας σε μια προοπτική συνεχούς εκδημοκρατισμού, με πολλά πισωγυρίσματα, αλλά και κατακτήσεις. Υπό την έννοια αυτή, η επανάσταση δεν είναι ένα στιγμιαίο συμβάν, αλλά ενέχει μία αλλαγή πλαισίου που ανοίγει μπροστά μας μια πολιτική χορογραφία διαρκούς ανανέωσης της δημοκρατίας.

Δεν θα πρέπει, βέβαια, να νομισθεί ότι επενεργεί στο σημείο αυτό κάποια νομοτέλεια.  Όπως ξέρουμε από την ίδια τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, η δημοκρατία -και η ίδια η νομιμοποίηση της πολιτικής- διακυβεύονται διαρκώς και απειλούνται είτε από την ευθεία κατάλυση (π.χ. 1936 και 1967) είτε από τον προκρούστιο περιορισμό σε ένα καλούπι «καχεκτικής δημοκρατίας».

Ποια είναι, στο συμβολικό επίπεδο, η αρχή εκείνη που απειλεί τη (δημοκρατική) πολιτική και θέτει σε προκρούστια κλίνη τη λαϊκή κυριαρχία; Ο Ρανσιέρ, και πάλι, δίνει μια απάντηση που ίσως αρχικά προκαλεί έκπληξη: «Η πολιτική αντιδιαστέλλεται ειδικώς προς την αστυνομία».

Δεν πρόκειται, φυσικά, για την αστυνομία ως κρατική λειτουργία, ως διακριτό σώμα της κρατικής μηχανής. Εδώ αναφερόμαστε σε κάτι περισσότερο πρωταρχικό, σε μια «συμβολική συγκρότηση» που διαπλάθει την αντίληψή μας για την ίδια την κοινωνική πραγματικότητα: «Η ουσία της αστυνομίας δεν είναι η καταστολή. [...] Η ουσία της είναι ένας ορισμένος μερισμός του αισθητού».

Σύμφωνα με τη λογική αυτή, «η κοινωνία αποτελείται από ομάδες αφοσιωμένες σε προσίδιους τρόπους δράσης η κάθε μια, σε θέσεις όπου ασκούνται αυτές οι ενασχολήσεις». Κάτι, βέβαια, εξαιρείται από αυτήν την τακτοποίηση, από αυτό το «νοικοκύρεμα»: η διερώτηση, η ασυμφωνία, το άνοιγμα εναλλακτικών, η αναμόρφωση, η αλλαγή. Εκείνο δηλαδή που ήρθε στο προσκήνιο με την (και λαϊκή) επανάσταση του 1821 και την ισχυρή παράδοση που δημιούργησε στην ελληνική πολιτική κουλτούρα.

«Η πολιτική αντιδικία είναι αυτό που κάνει να υπάρχει η πολιτική διακρίνοντάς την από την αστυνομία» προσθέτει ο Ρανσιέρ. Και καταλήγει: «Η αστυνομία λέει ότι δεν υπάρχει τίποτα να δούμε σε ένα οδόστρωμα. [...] Η πολιτική συνίσταται στο να μετασχηματίζουμε αυτόν το χώρο κυκλοφορίας σε χώρο εκδήλωσης ενός υποκειμένου: του λαού, των εργαζομένων, των πολιτών. [...]. Είναι η αντιδικία που εγκαθιδρύεται γύρω από τον μερισμό του αισθητού [...]».

Η ιδέα ότι η αστυνόμευση και η πειθάρχηση αποτελούν τη μόνη απάντηση, όποια και αν είναι η ερώτηση, εδράζεται επομένως σε μια μάλλον ουτοπική προσδοκία ότι είναι δυνατή μία οριστική (ιεραρχική) αποκρυστάλλωση των κοινωνικών σχέσεων (ένα νέο δυστοπικό «τέλος της ιστορίας») που θα αποκλείει οποιαδήποτε περαιτέρω διερώτηση και αμφισβήτηση, κάθε δυνητικό επανα-μερισμό του αισθητού, απωθώντας τελικά την πολιτική και τη δημοκρατική «λαϊκή κυριαρχία».

Ασφαλώς η θεσμική μέριμνα και η οργανωτική βελτίωση έχουν ρόλο στην κοινωνική διάδραση. Αλλά εις βάρος της δημοκρατικής πολιτικής; Μήπως, επιμένοντας στην απολυτοποίηση της λογικής της «αστυνομίας», απαρνούμαστε, τελικά, την ίδια την ελληνική επανάσταση και την δυναμική πολιτική χορογραφία που εγκαινίασε; Με τι κόστος;

* Ο Γιάννης Σταυρακάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, ΑΠΘ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL