Υπάρχει μακρά ιστορία Χριστιανών που προέβησαν σε βανδαλισμούς καλλιτεχνικών έργων, είτε επειδή τα θεώρησαν βλάσφημα είτε επειδή αντιτάχθηκαν στην αισθητική ή ιδεολογική τους φύση. Χιλιάδες έργα τέχνης καταστράφηκαν και πολλοί καλλιτέχνες εκδιώχθηκαν. Μόνο την τελευταία δεκαετία Χριστιανοί επιτέθηκαν και βανδάλισαν έργα τέχνης σε τουλάχιστον δέκα περιστατικα σε μουσεία, εκθέσεις και φεστιβάλ.
Χριστιανικό «κύμα αγάπης»
Στη χώρα μας, η εισβολή του βουλευτή της Νίκης στην Εθνική Πινακοθήκη και ο βανδαλισμός των έργων του Κατσαδιώτη πυροδότησε ένα χριστιανικό «κύμα αγάπης» που εκφράστηκε από απειλές προς τον δημιουργό των έργων μέχρι και δημόσιους προπηλακισμούς σε υποστηρικτές της ελευθερίας της τέχνης και του πολιτισμού. Σε συγκέντρωση στην Εθνική Πινακοθήκη με αφορμή τον βανδαλισμό έργων τέχνης της έκθεσης «Η Σαγήνη του Αλλόκοτου», μέλη σωματείων από τον χώρο του πολιτισμού που διαδήλωναν υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης, δέχθηκαν τις λεκτικές «σφαλιάρες Χριστιανών» ρασοφόρων με εικόνες στα χέρια σε αντιδιαδήλωση.
Παράλληλα, πάρθηκε πρωτοβουλία συγκέντρωσης υπογραφών πολιτών από γνωστή προπαγανδιστική ιστοσελίδα χριστιανικού περιεχομένου με κύριο αίτημα την απομάκρυνση των έργων από την Εθνική Πινακοθήκη.
Αξιοσημείωτο είναι δε, ότι η Ιερά Σύνοδος εξεδωσε ανακοίνωση, έπειτα από συνεδρίαση υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, στην οποία η επίσημη θέση της Εκκλησίας συντάσσεται πλήρως με τη συλλογιστική του εν λόγω βουλευτή. Ειδικότερα, η Ιερά Σύνοδος «εκφράζει τη λύπη της για το περιεχόμενο συγκεκριμένων έργων» της έκθεσης, ενώ παράλληλα αποφεύγει οποιαδήποτε καταδίκη της ενέργειας του βουλευτή.
Επιπλέον, δηλώνει την πρόθεσή της, να «ενεργήσει τα δέοντα προς την Ελληνική Κυβέρνηση» ως προς το περιεχόμενο της έκθεσης, αναδεικνύοντας έτσι τη διάθεσή της να διαδραματίσει ρόλο ρυθμιστικού φορέα της καλλιτεχνικής έκφρασης. Φυσικά δεν έλειψαν οι τοποθετήσεις και οι αφορισμοί Μητροπολιτών, οι οποίοι έκαναν λόγο για «κατάπτωση της κοινωνίας μας, η οποία οδηγείται και μέσα και από τον εκφυλισμό της τέχνης, όχι απλώς στον κατήφορο, αλλά στον όλεθρο».
Περί ακτιβισμού
Η τέχνη έχει καταστεί ένα κατεξοχήν πεδίο ακτιβιστικής δράσης, λειτουργώντας ως στρατηγικό εργαλείο κοινωνικής αφύπνισης και διαμαρτυρίας. Ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια, ακτιβιστές επιχειρούν να αναδείξουν ζητήματα όπως η κλιματική κρίση μέσω παρεμβάσεων που αποσκοπούν στην πρόκληση δημόσιας συζήτησης. Ενδεικτικά, περιπτώσεις όπως οι δράσεις με μπογιές και υγρά σε εμβληματικά έργα τέχνης – συμπεριλαμβανομένων των Ηλιοτροπίων του Βαν Γκογκ και της Μόνα Λίζα του Λεονάρντο ντα Βίντσι – ή οι «εικαστικές παρεμβάσεις» σε αρχαιολογικά μνημεία, όπως το Stonehenge, δεν αποσκοπούν στον βανδαλισμό.
Αποτελούν καλά μελετημένες και σχεδιασμένες δράσεις, δεν προκαλούν μόνιμη φθορά στον εκάστοτε στόχο – παρά τις φωνές που ενίοτε διαστρεβλώνουν τη δράση τους – αλλά αποσκοπούν στη διεύρυνση του δημόσιου διαλόγου όσον αφορά την απειλή της κλιματικής κατάρρευσης και τη βιωσιμότητα του πλανήτη. Αντιθέτως, στην περίπτωση της επίθεσης στην Εθνική Πινακοθήκη, ο βανδαλισμός των έργων τέχνης από τον βουλευτή της Νίκης δεν μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο του πολιτικού ακτιβισμού, όπως επιχείρησε να την παρουσιάσει πολιτικός συνοδοιπόρος του. Πρόκειται για μια ενέργεια που εμφορείται από θρησκευτικό φανατισμό ενάντια στην καλλιτεχνική ελευθερία. Όπως ανέφερε και ο ίδιος ήθελε να εκπληρώσει την υπόσχεσή του στην Παναγία να κάνει ό,τι μπορεί για να αφαιρεθούν τα έργα.
Η συγκεκριμένη πράξη – μια δήθεν «ορθόδοξη» αντίδραση απέναντι σε έργα που κρίθηκαν «ανίερα» – δεν συνιστά αμφισβήτηση της εξουσίας, αλλά συνειδητή απόπειρα ιδεολογικής επιβολής, στοχοποιώντας την ίδια την καλλιτεχνική δημιουργία. Δεν πρόκειται για έναν ανατρεπτικό ή διαλογικό ακτιβισμό, αλλά για μια πράξη σκοταδισμού που επιδιώκει τον περιορισμό της ελεύθερης έκφρασης. Τον Δεκέμβρη του 2024 το κομμα Νίκη κατέθεσε πρόταση νόμου για την επαναφορά των αδικημάτων της βλασφημίας και της καθύβρισης θρησκεύματος (198, 199 ΠΚ), τα οποία είχαν καταργηθεί με τον ν.4619/2019.
Ο τέως Υπουργός Δικαιοσύνης της νεοεκλεγείσας κυβέρνησης Μητσοτάκη κ. Τσιάρας είχε προτείνει την επαναφορά των αδικημάτων αυτών στις 11/11/19, για να ανακαλέσει αργότερα λόγω σφοδρών αντιδράσεων από την αντιπολίτευση και την κοινωνία. Μάλιστα, είχε πει χαρακτηριστικά ότι «Η λογική με την οποία πρότεινα την τροπολογία είχε να κάνει με το γεγονός ότι έπρεπε να προστατεύσουμε όλους τους κατατρεγμένους που για διαφορετικούς λόγους μπορεί να βρεθούν σε πόλεις της Ελλάδας και δέχονται πίεση από ακραίους ανθρώπους».
Η τέχνη, ως αυτόνομη μορφή δημιουργικής έκφρασης, δεν υπόκειται σε εθνικά ή θρησκευτικά στεγανά, ούτε λειτουργεί υπό τη σκέπη κάποιας ιδεολογικής κανονιστικότητας. Από τις χαλκογραφίες του Φρανθίσκο Γκόγια στη συλλογή οι «Συμφορές του Πολέμου», που κατέγραψαν με ωμότητα τις θηριωδίες των συγκρούσεων, έως την Γκουέρνικα του Πάμπλο Πικάσο, η τέχνη αποτέλεσε διαχρονικά μέσο καταγραφής της ανθρώπινης συνθήκης, πράξη αντίστασης και κοινωνικού σχολιασμού. Δεν συνιστά απλώς αισθητική απόλαυση· είναι ένα εργαλείο αναστοχασμού, ένα κάλεσμα αφύπνισης, ένας μηχανισμός ανάδειξης των άβολων αληθειών, που συχνά απωθούνται από το συλλογικό ασυνείδητο.
Το κρίσιμο ερώτημα, επομένως δεν είναι εάν η τέχνη πρέπει να προσβάλλει – διότι η ικανότητά της να διαταράσσει τις συμβατικές αφηγήσεις είναι εγγενής στη φύση της – αλλά αν αναγνωρίζουμε την αξία της ως θεμελιώδες μέσο διαμόρφωσης πολιτικού και κοινωνικού διαλόγου.