Σε μια μικρή πόλη της κατεχόμενης απ’ τους Γερμανούς Τσεχοσλοβακίας ένα δεκατριάχρονο αγόρι, μόνο αυτό από ολόκληρη την εβραϊκή κοινότητα, θα γλιτώσει την απέλαση, βρίσκοντας καταφύγιο σε μια σοφίτα. Θα είναι ένας απ’ τους χιλιάδες της φυλής του που θα περάσουν το υπόλοιπο του πολέμου σε κάποια κρύπτη, μόνο που το δικό του καταφύγιο είναι μια τεράστια, ξεχασμένη βιβλιοθήκη ενός γέρου επαναστάτη, από χρόνια νεκρού· κι ενώ ο Γιόσουα βαριόταν ως τότε αφόρητα το διάβασμα, δεν μπορεί πια να κάνει τίποτε άλλο απ’ το να διαβάζει. Σύντομα θα ανακαλύψει ότι ο νους μεταμορφώνεται σελίδα τη σελίδα, μπολιασμένος από λέξεις, ιδέες, σημασίες, ότι κάτι τόσο απλό όσο η ανάγνωση μπορεί να προσλάβει τον χαρακτήρα μιας μανίας ιερής, να γίνει μια πείνα ακόρεστη, και ότι η μοναξιά και οι λέξεις μπορούν να πλάσουν ένα κουκούλι, όπου μέσα του ο Χρόνος να μην κυλά, αλλά μονάχα να ανασαίνει.
Τα διαβάσματά του, μυθιστορήματα αρχικά, έπειτα ιστορία, δοκίμια, φιλοσοφία, τον οδηγούν σε μονοπάτια της σκέψης όλο και πιο απόκρημνα, όλο και πιο μοναχικά, για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτα το ιερό, τίποτα που να μην υπόκειται σε κριτική, σε αμφισβήτηση, πως ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα να αρνηθεί καθετί και να επινοήσει απ’ την αρχή τόσο τον κόσμο όσο και το νόημά του.
Πέρα απ’ τη γριά ράφτρα που τον φιλοξενεί, έχει μόνο δυο ανθρώπους που τον κρατάνε συνδεδεμένο με τον έξω κόσμο, δυο παιδικούς φίλους στους οποίους μεταφέρει όσα θαυμαστά εξορύσσει από τα βιβλία και, χρησιμοποιώντας τους σαν αποστόλους, διασπείρει στη νεολαία της πόλης τις ανατρεπτικές ιδέες και τους οραματισμούς, που στη μονιά της σοφίτας του μήνες και χρόνια εκκόλαψε. Οι νέοι της πόλης θα γοητευτούν από τα μανιφέστα και τα κατηγορώ του, καθώς νιώθουν να ασφυκτιούν τόσο κάτω απ’ το καθεστώς που οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους έχουν επιβάλει όσο και από τον έλεγχο και την καταπίεση των καθηγητών, των παπάδων, των γονιών τους. Όταν οι γερμανικές δυνάμεις εγκαταλείπουν την πόλη, κι ενώ όλοι περιμένουν την άφιξη του Κόκκινου Στρατού, ο Γιόσουα και οι οπαδοί του έρχονται να καλύψουν το κενό της εξουσίας, καταλαμβάνοντας την πόλη για να ανακηρύξουν την Κομμούνα του Νεμπόβιτσε, το πιο παράφορο επαναστατικό εγχείρημα στην Ιστορία της Ευρώπης, το πιο ονειροπαρμένο...
Μέσα στον επαναστατικό πυρετό τους θα καταργήσουν τον χρόνο και την ατομική ιδιοκτησία, θα κατάσχουν χρήματα και ρολόγια, θα κλείσουν τα σχολεία, θα ανοίξουν διάπλατα τις πύλες του τρελάδικου, θα απαγορεύσουν τη θρησκεία, μετατρέποντας τους ναούς σε αρένες, όπου θα δοξολογείται η σάρκα, θα διακηρύξουν την ελευθερία στον έρωτα, απαγορεύοντας τη ζήλια, καθιστώντας την ευτυχία υποχρεωτική…
«Σπάστε τα ξυπνητήρια!», «Κάτω ο Χρόνος!»*
«Θα ξεκινήσω με μια πρόταση καίρια για την ανατροπή των αντιλήψεων που τρέφουμε για τον κόσμο. Προτείνω την κατάργηση του Χρόνου!»
Οι ακροατές του γούρλωσαν τα μάτια, μέσα στην αίθουσα απλώθηκε απόλυτη σιγή, και ο Γιόσουα, απολαμβάνοντας για λίγο την κατάπληξη που δημιούργησαν τα λόγια του, συνέχισε έπειτα την αγόρευσή του.
«Δεν υπάρχει χρόνος, υπάρχει μόνο το ποτάμι των στιγμών, και τ’ όνομα αυτού του ποταμού είναι αιωνιότητα. Μπορείς μονάχα ν’ αφεθείς στο ατελεύτητο κύλισμά του… όμως ο άνθρωπος έχωσε μια δαχτυλήθρα μες στον ποταμό και όρισε με αυτήν πόσο χώρο καταλαμβάνει η στιγμή, κι έφτιαξε έπειτα τον πιο μισητό μηχανισμό, αυτόν που τσεκουρώνει τον ύπνο σας κάθε πρωί, αυτόν που ορίζει πόσο θα διαβάσετε, πότε θα φάτε, πότε θα ξαπλώσετε, πόσο θα παίξετε, δηλαδή πώς θα ζήσετε. Κι όταν πεθάνετε θα γράψουνε στο μνήμα σας πόσους κουβάδες απ’ αυτό το λασπόνερο προλάβατε να πιείτε! Όμως εμείς δεν θέλουμε να τσαλαβουτάμε στη βρόμικη μπανιέρα κάθε ημέρας! Θέλουμε ολόκληρο τον ποταμό δικό μας!»
«Ναι!», «ναι!», «σπάστε τα ξυπνητήρια!», «κάτω ο Χρόνος!», «κάτω ο Χρόνος!», ξέσπασε σε επευφημίες η σύναξη των αγοριών, εκφράζοντας με ιαχές και ποδοκροτήματα τον ενθουσιασμό τους μπρος στην ανακάλυψη ότι μ’ ένα τους μόνο νεύμα ήταν ικανοί να καταργήσουν μια Αρχή που ως τότε φάνταζε ακλόνητη κι αιώνια, ότι μπορούσαν να διεκδικήσουν ό,τι πιο εξωφρενικό και απίθανο, ότι μπορούσαν να απαιτήσουνε τα πάντα…
* Απόσπασμα από το βιβλίο «Η κατάλυση του χρόνου» του Μιχάλη Αλμπάτη, Εκδόσεις Νήσος