Για πολλά χρόνια δίνουμε ως Ελλάδα μάχες στις Βρυξέλλες για την Προστασία της Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) για αγροτικά προϊόντα ποιότητας που παράγονται 100% στον τόπο μας, χρησιμοποιούν ντόπια υλικά και τα χαρακτηριστικά τους οφείλονται σε ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό περιβάλλον. Έχουμε καταφέρει να πιστοποιήσουμε 100 και πάνω ελληνικά προϊόντα ως ΠΟΠ, μεταξύ των οποίων 33 είδη κρασιών, 20 διαφορετικά τυριά και 19 ποικιλίες ελαιόλαδου. Το ερώτημα που τίθεται είναι: γιατί δεν έχουμε φροντίσει να προστατεύσουμε έως σήμερα ένα από πιο πολύτιμα πολιτισμικά μας αγαθά, το ελληνικό τραγούδι; Μέσα από το τραγούδι διατηρούνται η γλώσσα μας, η πολιτιστική μας κληρονομιά, η εθνική μας ταυτότητα, τα ήθη και τα έθιμα κάθε περιοχής. Το τραγούδι γίνεται βάλσαμο ψυχής στις δύσκολες ώρες του καθενός μας και αστείρευτη πηγή ανάτασης στις ευτυχισμένες και σημαντικές στιγμές της ζωής μας. Συγχρόνως, αποτελεί σημαντικό συνδετικό δεσμό της κοινωνίας μας, που καλλιεργεί τόσο την εθνική μας ταυτότητα όσο και την ποικιλομορφία της μουσικής δημιουργίας ανάλογα με τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε γεωγραφική περιοχή (π.χ., νησιώτικα, κρητικά, ηπειρώτικα κ.λπ.).
Για όλους τους παραπάνω λόγους το ελληνικό τραγούδι είναι δημόσιο αγαθό που παρέχει οφέλη για ολόκληρη την κοινωνία, ανήκει και μοιράζεται σε όλους με την άδεια των δημιουργών του. Τα οφέλη μοιράζονται στον «δήμο». Γι’ αυτό και η προστασία των δημόσιων αγαθών, η προστασία της ελληνικής μουσικής δημιουργίας και των δημιουργών είναι ζήτημα δημοκρατίας. Η προστασία επιβάλλεται για λόγους διατήρησης της γλώσσας, της πολιτισμικής ταυτότητας, της οικονομικής στήριξης των δημιουργών, της συνέχειας της ελληνικής μουσικής δημιουργίας, της κοινωνικής συνοχής.
Στη σημερινή εποχή της αρρύθμιστης παγκοσμιοποίησης και εμπορευματοποίησης, οι ισχυροί της Γης δεν είναι πλέον μόνο τα κράτη, αλλά κυρίως λίγοι μεγάλοι πολυεθνικοί όμιλοι που κατέχουν σημαντικά μερίδια σχεδόν σε όλες τις αγορές, κυρίως δε στην ψηφιακή, στη χρηματοπιστωτική, στην ενέργεια, στη φαρμακοβιομηχανία κ.α. Το ίδιο συμβαίνει στην αγορά πνευματικών δικαιωμάτων, που αποτελεί μια προσοδοφόρα δυναμική αγορά για παγκόσμιους επενδυτές και ψηφιακούς παρόχους. Το μέγεθος της μουσικής βιομηχανίας αυξάνει συνεχώς. Το 2022 ήταν 85,9 δισ. δολάρια και αναμένεται να ξεπεράσει τα 150 δισ. το 2030. Μόνο τα έσοδα από την αγορά ψηφιακής μετάδοσης (streaming) έχουν αυξηθεί, από 4,7 δισ. δολάρια το 2016, σε 17,5 δισ. το 2022 και θα ξεπεράσουν τα 52 δισ. το 2030 (Goldman Sachs, Music in the Air, 2023). H εξαγορά, επομένως, εθνικών ρεπερτορίων, μεμονωμένων ή συλλογικών, από μεγάλους πολυεθνικούς παρόχους θα ενταθεί. Ακόμα ένας σημαντικός λόγος για να προστατευθεί το ελληνικό τραγούδι και να μην καταστεί χρηματιστηριακό προϊόν που θα αποφέρει κέρδη μόνο στους επενδυτές, μειώνοντας τη διαπραγματευτική δύναμη των ίδιων των δημιουργών για μια δίκαιη αμοιβή.
Η Γαλλία, η Ισπανία, η Γερμανία και πρόσφατα η Βουλγαρία έχουν πάρει σημαντικά μέτρα. Η υπουργός Πολιτισμού πριν από μερικούς μήνες εξέφρασε τη βούλησή της να προωθήσει νομοθετική πρωτοβουλία για την προστασία και την ενίσχυση του εθνικού ρεπερτορίου. Ως ΕΔΕΜ (Ένωση Δικαιούχων Έργων Μουσικής), που εκπροσωπεί πάνω από 3.600 μέλη και δικαιούχους, έχουμε καταθέσει συγκεκριμένη πρόταση κατά τα πρότυπα των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ώστε οι ενημερωτικοί και μη ενημερωτικοί σταθμοί να μεταδίδουν μουσικά έργα Ελλήνων δημιουργών ή/και έργα με στίχο στην ελληνική γλώσσα σε ποσοστό τουλάχιστον 30% του συνόλου των μουσικών έργων που μεταδίδουν στη διάρκεια του προγράμματός τους. Αν θέλουμε να υπάρχει ελληνικό τραγούδι, πρέπει να το προστατεύσουμε, πρέπει να βιαστούμε.
Η Λούκα Τ. Κατσέλη είναι γενική διευθύντρια της ΕΔΕΜ, ομότιμη καθηγήτρια ΕΚΠΑ, πρώην υπουργός