Μία από τις προγραμματικά και εκτελεστικά πλέον ενδιαφέρουσες συναυλίες εισέφερε στον καλλιτεχνικό προγραμματισμό της τρέχουσας περιόδου η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, με την ευκαιρία της 200ής επετείου από την Ελληνική Επανάσταση να αξιοποιείται για μια όντως πνευματικά θρεπτική μουσική προσφορά στο κοινό της πρωτεύουσας.
Το ενδιαφέρον ενισχύθηκε και από τη φιλοξενία του Διονύση Γραμμένου στο πόντιουμ της Κρατικής, μουσικού με την ιδεοτυπικά τολμηρή πορεία των ανέκαθεν και απανταχού Ελλήνων της τιμώμενης Ιστορίας.
Τον Γραμμένο γνωρίσαμε, όπως εξάλλου εν μια νυκτί ολόκληρη η φιλόμουση Ευρώπη, ως τον νικητή του διαγωνισμού της ARD, της «Κοινοπραξίας των Δημοσίου Δικαίου Ραδιοφωνικών Ιδρυμάτων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας». Ωστόσο, ο τιμημένος με Έπαινο Κριτικών για Νέο ή Πρωτοεμφανιζόμενο Καλλιτέχνη κλαρινετίστας μεταπήδησε, υπερβολικά γρήγορα κατά την άποψή μας, στη διεύθυνση της ορχήστρας.
Με νεανικό δυναμισμό ο τριαντατριάχρονος εγκαινίασε τη συναυλία της 12ης Νοεμβρίου στην αίθουσα «Χρήστος Δ. Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, αφιερωμένη αποκλειστικά στην ελληνική μουσική δημιουργία.
Η επιβλητική, ευκρινής και ζωηρή ανάγνωση της «Εισαγωγής και Φούγκας πάνω σε δύο Ελληνικά Θέματα» ανέδειξε το εντόπιο αυτό αειθαλές του Διονυσίου Λαυράγκα, άξιο να φιλοξενείται συχνότερα σε συναυλιακά προγράμματα, ένα από τα λίγα λεβέντικα curtain raisers του εθνικού ρεπερτορίου, ευλογημένο με το επιπρόσθετο δώρο της βραχύτητας.
Μισό αιώνα μετά τον θάνατο του Λαυράγκα (1941) γεννήθηκε ο Ευριπίδης Μπέκος, με την «Palingenesis» του οποίου, παρεμπιπτόντως επετειακή παραγγελία της ΚΟΑ, βρεθήκαμε στην απρόσμενα ευχάριστη θέση να απολαύσουμε έργο περισσότερο ενδιαφέρον στην ανάκρουσή του από ό,τι υποσχόταν η παρουσίασή του στο συνοδευτικό έντυπο της εκδήλωσης.
Ενδιαφέρον για την ευφράδεια της σύλληψης, την ενορχήστρωση και, κυρίως, τη σύνθετη, αλλά μολαταύτα σφριγηλή αποτύπωση της επαναστατικότητας που οφείλει να χαρακτηρίζει την αναφορά στην Παλιγγενεσία. Αντίθετα μάλιστα με το συνήθως συμβαίνον στο πλαίσιο παρόμοιων παραγγελιών, επρόκειτο για πραγματική συμφωνική δημιουργία, δίκην συμφωνικού ποιήματος, και όχι απλώς για ολιγόλεπτη μουσική ατμόσφαιρα, έδωσε δε την ευκαιρία στον ευσταλή μαέστρο και τους προσηλωμένους μουσικούς του να καταγράψουν ευτυχή εκτελεστική σύμπραξη.
Με τη Σουίτα αρ. 1 για πιάνο και ορχήστρα προσθέσαμε μιαν ακόμη επαφή με την αδίκως αθέατη λόγια πλευρά του Μίκη Θεοδωράκη. Έργο που εξοστρακίζει ριζοσπαστικά από την πρωτοκαθεδρία τη μελωδία για χάρη του ρυθμού, η Σουίτα παραπέμπει στον ατσάλινο κόσμο της 2ης συμφωνίας του Προκόφιεφ και τον επαναστατικό χορευτικό πρωτογονισμό του Στραβίνσκι.
Η Τατιάνα Παπαγεωργίου ανέδειξε την αφόρητη ένταση του ομφάλιου γ' μέρους και διακρίθηκε για την αδιάπτωτη και φανατική προσήλωση στην άκαμπτη ρυθμική εμμονή της παρτιτούρας.
Η συναυλία ολοκληρώθηκε με τις «Παραλλαγές και φούγκα πάνω σε ένα ελληνικό δημοτικό τραγούδι» του Αντιόχου Ευαγγελάτου. Η λεπτής αισθητικής ερμηνευτική προσέγγιση δικαίωσε τη διήθηση του δημώδους θεματικού υλικού από το ευρωπαϊκό φίλτρο παιδείας του συνθέτη και απέδωσε εύστοχα το ευρύ φάσμα ατμόσφαιρας των παραλλαγών, μη εξαιρουμένης της χαμηλότονης με το μοναχικό φλάουτο είδει φλογέρας σε δροσοστάλαχτη σιγή ορεινού τοπίου...