Μια μεγάλη έκπληξη επιφύλαξε η δύση του 1981 στον Ιωάννη Σκουλαρίκη, που λίγες εβδομάδες νωρίτερα είχε αναλάβει καθήκοντα υπουργού Δημόσιας Τάξης στην πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Τον κάλεσαν οι υφιστάμενοί του να παρευρεθεί σε εκδήλωση στην οποία ο τότε -διορισμένος από τη Ν.Δ.- αρχηγός της αστυνομίας Μιχαήλ Λάος θα απένειμε τιμητικό δίπλωμα σε έναν «εκπληρώσαντα το καθήκον του προς το Σώμα και την Πολιτεία» αστυνομικό που αποχωρούσε λόγω ηλικίας. Ο υπουργός «πάγωσε» όταν πληροφορήθηκε ότι το τιμώμενο πρόσωπο ήταν ένας από τους διαβόητους βασανιστές της Χούντας, ο Β. Κραββαρίτης, γνωστός και από τους «Ανθρωποφύλακες», το βιβλίο-μαρτυρία του Περικλή Κοροβέση. Φυσικά, δεν πήγε στην εκδήλωση.

Ναι, ο Κραββαρίτης στην υπηρεσία στις παραμονές του 1982… Είχε επανέλθει «διακριτικά» τον Αύγουστο του 1977, καθώς ανακλήθηκε προγενέστερο (18/5/1977) Διάταγμα που τον έθετε σε διαθεσιμότητα. Υπηρετούσαν όμως κανονικά το 1981 και άλλοι διάσημοι βασανιστές της επταετούς δικτατορίας. Μόλις την άνοιξη του 1982 θα τεθούν σε διαθεσιμότητα και κατόπιν θα αποταχθούν οι Δ. Λουκόπουλος, Χ. Παύλου, Οδ. Σπανός, Ευ. Γιαννικόπουλος της Ασφάλειας Αθηνών, ο Γ. Αδαμόπουλος της Ασφάλειας Πατρών και ο Αν. Χαλούλιας της Χωροφυλακής. Όλοι τους ξακουστοί.
Δεν υπήρχαν μόνο στα Σώματα Ασφαλείας (στο εξής Σ.Α.) χουντικοί «αδάμαντες» των οποίων οι καριέρες αποδείχθηκαν στη Μεταπολίτευση «εφτάψυχες» ή, ακριβέστερα, «επταετείς». Ίδια προνόμια είχαν και στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων (στο εξής Ε.Δ.). Για παράδειγμα, ήταν πια αρχές του 1982 όταν αποστρατεύθηκε ο ταξίαρχος Αρ. Ξηρός, που τη νύχτα της 16ης προς τη 17η Νοεμβρίου του 1973 είχε δράσει στο Πολυτεχνείο ως διοικητής του 505 Τάγματος Πεζοναυτών και μία εβδομάδα αργότερα συμμετείχε στο πραξικόπημα του Δ. Ιωαννίδη.
Αλλά πώς να φανεί εντελώς παράταιρη η παραμονή του Ξηρού στην υπηρεσία; Τον Σεπτέμβριο του 1978 το κεντροδεξιό περιοδικό Πολιτικά Θέματα όχι απλώς δημοσίευσε εκτενές ρεπορτάζ για 29 χουντικούς στρατιωτικούς που παρέμεναν «γαντζωμένοι» και ανενόχλητοι σε σημαντικές θέσεις (ακόμη και στο ΓΕΣ), αλλά «κάρφωσε» και τον ίδιο τον υπουργό ρωτώντας: «Είναι αλήθεια ότι σε φιλική συγκέντρωση αξιωματικών, κατόπιν πρόσκλησης του αντισυνταγματάρχη ε.α. Πηλιχού, προσήλθε και ο υπουργός Άμυνας κ. Αβέρωφ;».
Ο Μ. Πηλιχός, έμπιστος του Ιωαννίδη και στενός συνεργάτης του στο πραξικόπημα που έγινε στις 25/11/1973, είχε διατελέσει και επικεφαλής της Στρατιωτικής Αστυνομίας, της ΕΣΑ. Τυχόν συμμετοχή τού Αβέρωφ σε ζυμώσεις με ανθρώπους όπως ο Πηλιχός θα μπορούσε ίσως να αποδοθεί «στην ανάγκη» κατά το μεταβατικό, ρευστό 1974. Τότε που, σύμφωνα την κυβερνητική επιχειρηματολογία, χρειάζονταν ευελιξία και πανουργία, καθώς «ο Ιωαννίδης ήτο εις θέσιν, εκείνη την ώρα, να μας δέσει όλους», όπως χαρακτηριστικά είχε πει στη Βουλή (25/4/1975) ο Ευ. Αβέρωφ. Αλλά τέτοιες «κολιγιές» κατά το 1978 πολύ δύσκολα θα εύρισκαν αποδεκτές δικαιολογίες.
Ας επιστρέψουμε στη χαραυγή της Μεταπολίτευσης, στο καλοκαίρι και στο φθινόπωρο του 1974. Τότε γεννήθηκε και «θέριεψε» το λαϊκό αίτημα για αποχουντοποίηση επιμεριζόμενο σε τρεις κεντρικές αξιώσεις. Η πρώτη: Να «ξηλωθούν» από τον κρατικό μηχανισμό, τη Δημόσια Διοίκηση, τη Δικαιοσύνη, τα Σωματεία και την Εκπαίδευση τα ερείσματα του καθεστώτος των συνταγματαρχών. Δεύτερη, να καταλογιστούν ευθύνες, να υπάρξουν ποινές. Τρίτη: Να επιστρέψουν στις θέσεις τους οι διωχθέντες από τη Χούντα λειτουργοί. Ειδικά το πρώτο αιτούμενο φάνταζε όχι απλώς ηθική υποχρέωση αλλά και όρος εκ των ων ουκ άνευ για να εξασφαλιστεί κάποιο βάθος στην όποια Δημοκρατία θα ανέτειλε. Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή επεδίωκε μια όσο το δυνατόν πιο «μινιμαλιστική» κάθαρση για να μην διαρραγούν οι σχέσεις της με το «βαθύ κράτος» και με το σκληρότερο τμήμα των «εθνικοφρόνων» της κοινωνικής της βάσης.
Στο σημείωμα τούτο θα περιοριστούμε (στενότητα χώρου γαρ) στους δύο «περίκλειστους», στεγανοποιημένους τομείς που ενδιέφεραν άμεσα το «βαθύ κράτος». Τις Ε.Δ. και τα Σ.Α. Θα επικεντρωθούμε δε στην τύχη που είχε το πρώτο από τα τρία αιτήματα, τα οποία συνέθεσαν την αξίωση για αποχουντοποίηση, δηλαδή το κατά πόσο ξεριζώθηκαν και απομακρύνθηκαν τα ερείσματα του δικτατορικού καθεστώτος στις Ε.Δ. και στα Σ.Α. Έστω κι αν και τα άλλα δύο «παρακλάδια» -επάνοδοι διωχθέντων και τιμωρίες χουντικών- είναι πολύ σημαντικά και «πονεμένα» (ιδίως οι εξοργιστικές, στη συντριπτική πλειονότητά τους, δικαστικές αποφάσεις για τους βασανιστές).
Στις Ε.Δ. η «κάθαρση» γινόταν με ρυθμούς χελώνας ως και τον Φεβρουάριο του 1975, όταν και αποκαλύφθηκε ότι ετοίμαζαν κίνημα -αυτό που έμεινε γνωστό με τον σκωπτικό όρο «το πραξικόπημα της πιτζάμας»- στρατιωτικοί προσκείμενοι στον Δ. Ιωαννίδη. Στον απόηχο της αποκάλυψης της συνωμοσίας, μέχρι και τις αρχές Απριλίου αποστρατεύθηκαν 139 αξιωματικοί του Στρατού, 32 του Ναυτικού και 31 της Αεροπορίας. Έγιναν επίσης αθρόες δυσμενείς μεταθέσεις. Δεν ήταν ασήμαντα όλα αυτά, προφανώς όμως δεν συνιστούσαν επαρκές «ξερίζωμα» των χουντικών μηχανισμών.
Κάπου εκεί, την άνοιξη του 1975, έκλεισε και το κεφάλαιο «κάθαρση των Ε.Δ.». Τη διαβεβαίωση (προς κάθε… αγωνιούντα) έδωσε ο ίδιος ο Ευ. Αβέρωφ στη γνωστή δήλωσή του (25.4.1975), με την οποία ισχυρίστηκε πως μόνο κάποια ασήμαντα χουντικά «σταγονίδια» είχαν παραμείνει στις Ε.Δ.
Γ. Πολιτάκης, διοικητής της Ευελπίδων: Μια αποστράτευση με… πολύ νόημα
Αρκετές φορές επέκριναν τον Αβέρωφ για υπέρμετρη ανοχή στους «νοσταλγούς» της δικτατορίας τόσο τα Πολιτικά Θέματα όσο και η Καθημερινή, ναυαρχίδα του καραμανλικού Τύπου. Χωρίς αμφιβολία, στα κυβερνητικά επιτελεία ήταν ισχυρή η πεποίθηση ότι ο Αβέρωφ έπαιζε και δικά του «παιχνίδια» αξιοποιώντας την αποδοχή που είχε στο «βαθύ κράτος». Σύμφωνα μάλιστα με δημοσίευμα των Πολιτικών Θεμάτων (τ. 207, 29/7/1978), το καλοκαίρι του 1974 οι Ε.Δ. είχαν θέσει την ανάληψη του υπουργείου Εθνικής Άμυνας από τον Αβέρωφ ως όρο για να παραδώσουν ομαλά την εξουσία.
Ολα αυτά όμως δεν εξάλειφαν το «μεγάλο κάδρο». Ο Αβέρωφ παρέμεινε επικεφαλής του υπουργείου από τον σχηματισμό της κυβέρνησης «Εθνικής ενότητας» του 1974 μέχρι και την αποκαθήλωση της Ν.Δ. από την κυβέρνηση, το 1981. Εφαρμόστηκε η δική του στρατηγική και αυτή συνοψιζόταν -ανοιχτά- στα εξής δόγματα: Πρώτον, ήταν ευπρόσδεκτοι στις Ε.Δ. ακόμη και «αδάμαντες» που είχαν καταδικαστεί για βασανιστήρια, αρκεί να φαίνονταν πλέον «ανεπίληπτοι» (χαρακτηριστική η περίπτωση του Β. Ιωαννίδη, συνώνυμου του «αόρατου δικτάτορα», που όχι μόνο παρέμενε εν ενεργεία, αλλά διοικούσε και ολόκληρη μεραρχία). Δεύτερον, ούτε η ανάμειξη στο πραξικόπημα στην Κύπρο για την ανατροπή και δολοφονία του Μακαρίου ήταν «κόκκινη γραμμή». Τρίτον, θα κέρδιζαν απόλυτη νομιμοποίηση ακόμη και υψηλόβαθμα στελέχη της Χούντας στις Ε.Δ., όσο πιστά κι αν την είχαν υπηρετήσει, εφόσον το καλοκαίρι του 1974 είχαν δείξει την απαιτούμενη ευελιξία και «προσαρμοστικότητα» διευκολύνοντας την παράδοση της εξουσίας στον πολιτικό κόσμο. Αρκεί να μην ανήκαν στους σχεδιαστές και εκτελεστές του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967.
Ετσι, «με το καλημέρα» της Μεταπολίτευσης έγινε αρχηγός στρατού ο έως τότε διοικητής του Γ΄ Σώματος Ιωάννης Ντάβος. Ο Αγαμέμνων Γκράτσιος, που επί κυριαρχίας Ιωαννίδη είχε οριστεί διοικητής της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης (ΑΣΔΕΝ), έφτασε να γίνει αρχηγός ΓΕΕΘΑ το 1980. Εντυπωσιακότερη ήταν η περίπτωση του Λάμπρου Σταθόπουλου, που είχε διατελέσει αρχηγός της ΚΥΠ επί Ιωαννίδη (1973-1974). Και τούτο διότι τον Σταθόπουλο βάραινε, μεταξύ άλλων, η παταγώδης αποτυχία του στη διάγνωση των προθέσεων της Άγκυρας πριν από τον «Αττίλα». Ήταν εκείνος που διαβεβαίωνε: «Οι Τούρκοι πάνε για ασκήσεις. Θα φτάσουν μέχρι έξω από τα χωρικά ύδατα και θα γυρίσουν πίσω». Κι όμως, επί Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας ο Σταθόπουλος πρώτα έγινε διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού και κατόπιν διοικητής Στρατιάς. Τερμάτισε «ευδοκίμως» τη σταδιοδρομία του με τον βαθμό του αντιστράτηγου στις πρώτες μέρες του 1978.
Ακριβώς τότε, τον Ιανουάριο του 1978, συνέβη κάτι που έδειξε την ισχύ ορισμένων «άγραφων νόμων». Σε ημερήσια διαταγή του ο διοικητής της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων Γεώργιος Πολιτάκης ανέφερε ότι οι αξιωματικοί όφειλαν απόλυτη πίστη στο σύνταγμα και στο πολίτευμα της χώρας. Κάλεσε δε τους ευέλπιδες να γίνουν «αμείλικτοι διώκτες» κάθε ενδεχόμενης κίνησης για νέα εκτροπή. Λόγω της… υπερβολικά αντιχουντικής ημερήσιας διαταγής, μέσα στον μήνα ο Πολιτάκης αποστρατεύθηκε!
Οπως είδαμε στην αρχή του κειμένου, το… βάθος της «κάθαρσης» και στα Σ.Α. ήταν τέτοιο ώστε ακόμη και την περίοδο 1981-1982 να υπηρετούν διάσημοι βασανιστές. Κι αν στον τομέα των Ε.Δ. η απροθυμία για ουσιαστική «κάθαρση» αντλούσε «δικαιολογία» από το επιχείρημα ότι η κρισιμότητα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις απαιτούσε «αποφυγή μεγάλων ανακατατάξεων στον στρατό» (ως «αναταραχή» εκλαμβανόταν, έστω και αν δεν ομολογείτο, και η ενδεχόμενη μαζική επάνοδος δημοκρατών αξιωματικών), τέτοια εξήγηση δεν μπορούσε να προβληθεί για τα Σ.Α.
Μια χαρακτηριστική συζήτηση έγινε στη Βουλή στις 29.3.1979. Ο βουλευτής της ΕΔΗΚ Κ. Μπαντουβάς επέκρινε την κυβέρνηση για την απροθυμία της να επαναφέρει στα Σ.Α. αξιωματικούς τους οποίους είχε εκδιώξει η δικτατορία. Στην απάντησή του ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης Αν. Μπάλκος αφενός αμφισβήτησε ότι νοούνται «πολιτικώς διωχθέντες» σε αστυνομία και χωροφυλακή και αφετέρου έσπευσε να προσδώσει… ιστορική διάσταση στο δόγμα «κάνουν απλώς ό,τι διαταχθούν». Είπε: «Τα Σώματα Ασφαλείας έχουν παράδοση να μένουν στη θέση τους και να κάνουν αστυνόμευση είτε ο κατέχων είναι Γερμανός είτε ο κατέχων είναι η Χούντα». Άρα τα Σ.Α. ανέκαθεν έκαναν συγκεκριμένη δουλειά («αστυνόμευση») χωρίς να νοιάζονται για τίποτε άλλο.
Στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια αυτή η «δουλειά» περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, την αστυνομική «κάλυψη» στους τραμπουκισμούς νεοφασιστών στο κέντρο της Αθήνας (25.3.1975), τη συμμετοχή πολλών αστυνομικών στα άγρια, εκτεταμένα επεισόδια που προκάλεσαν χουντικοί και νεοφασίστες στην κηδεία του βασανιστή Μάλλιου (16.12.1976), τις φιλικές επισκέψεις που έκανε -για κουβέντα και καφέδες- στο Αστυνομικό Τμήμα της συνοικίας του ο νεοφασίστας βομβιστής Αριστοτέλης Καλέντζης ενώ εκκρεμούσαν σε βάρος του τρία εντάλματα σύλληψης (τελικά συνελήφθη τον Φεβρουάριο του 1977, όταν ανακαλύφθηκε τεραστίων διαστάσεων οπλοστάσιο στα Πατήσια).
Αλλος «αστέρας» του εθνικιστικού-εθνικοσοσιαλιστικού χώρου, ο Κωνσταντίνος Πλεύρης, διηγείται σε βιβλίο του τι έγινε όταν επισκέφθηκε τη Γενική Ασφάλεια λίγα χρόνια μετά την πτώση της Χούντας: «Χαμός κατά το κοινώς λεγόμενον. Αξιωματικοί με χαιρετούν εγκαρδίως. Με περιφέρουν από το ένα γραφείο στο άλλο. Τελικώς φθάνω στον Καραθανάση (σ.σ.: αστυνομικός διευθυντής), που χαίρεται που με βλέπει. Από λόγο σε λόγο τον ερωτώ: “Σκοπεύετε να με συλλάβετε;”. Βάζει τους γέλωτας (…). Πριν αποχωρήσω, φίλοι αξιωματικοί μου δίδουν τα τηλέφωνά τους. Φεύγω ικανοποιημένος ότι στην Αστυνομία άφησα καλό όνομα».
Για κάτι τέτοια ουδείς υπουργός (Μπάλκος ή άλλος) είπε ποτέ ποιων «κατεχόντων» οδηγίες εκτελούνταν…
* Ο Διονύσης Ελευθεράτος είναι δημοσιογράφος. Από τις εκδόσεις Τόπος έχουν κυκλοφορήσει, επίσης, το βιβλίο "Λαμόγια στο χακί" (2015), που αναφέρεται στη Χούντα, και άλλα δύο βιβλία