- Πόση σύνταξη παίρνεις;
- 440 ευρώ και δίνω 300 ευρώ για ενοίκιο.
- Αν είστε στο ενοίκιο, δεν βγαίνει.
- Αυτή τη στιγμή πεινάω.
- Σας στηρίζει η Εκκλησία;
- Κανένας.
- Ευχαριστώ που ήρθατε.
Ο παραπάνω διάλογος δεν είναι αποτέλεσμα μυθοπλασίας. Δεν αποτελεί απόσπασμα από κάποιο κείμενο ακραίου σουρεαλισμού. Δεν είναι ούτε καν μέρος ενός κακόγουστου αστείου. Είναι ο διάλογος μεταξύ μιας ηλικιωμένης γυναίκας που αναζητά λύσεις στα προβλήματα που την βασανίζουν και του εκλεγμένου πρωθυπουργού της χώρας στην οποία έχει την ατυχία να ζει. Γιατί περί ατυχίας πρόκειται όταν έχεις να κάνεις με έναν πρωθυπουργό που όχι μόνο δεν κάνει το παραμικρό ώστε να ανακουφίσει τους πολίτες από την ακρίβεια και τη φτώχεια αλλά κάνει και πως δεν καταλαβαίνει όταν οι πολίτες τού περιγράφουν τα προβλήματά τους. Περί ατυχίας πρόκειται και μάλιστα καταραμένης όταν ο πρωθυπουργός της χώρας σου αφού ακούει πως δεν έχεις στον ήλιο μοίρα σού λέει «ευχαριστώ που ήρθατε να με ακούσετε». Περί ατυχίας πρόκειται όταν έχεις να κάνεις με έναν πρωθυπουργό που ούτε για τα μάτια του κόσμου δεν δείχνει έστω και μια στοιχειώδη συμπάθεια στον πόνο του συνανθρώπου του και απλώς τον ξεφορτώνεται με ένα τυπικό χτύπημα στην πλάτη και ένα «ευχαριστώ που ήρθατε». Ή μήπως τελικά δεν είναι ατυχία όλο αυτό που βιώνουμε επί πρωθυπουργίας Μητσοτάκη;
Μήπως τελικά δεν πρέπει να τα φορτώνουμε όλα στην τύχη μας τη μαύρη και στο κακό μας το ριζικό με αυτούς που πήγαμε και μπλέξαμε; Μήπως τελικά δεν φταίει ο Μητσοτάκης και οι συν αυτώ παρατρεχάμενοι αλλά εμείς που στον βαθμό που καθενός τού αναλογεί έχουμε μερίδιο ευθύνης για όλα αυτά που ζούμε ή μάλλον όλα αυτά που ανεχόμαστε; Και ένα γαμώ την ατυχία μας δεν αρκεί, μιας και είμαστε κι εμείς κάπου υπεύθυνοι.