Τη θέση ότι η νέα Πρόεδρος της Βόρειας Μακεδονίας «μας προσφέρει μια νέα διπλωματική δυνατότητα να φωτίσουμε μέσω των παραβιάσεων από την πλευρά των γειτόνων μας τις αδυναμίες μιας πολύ κακής συμφωνίας» εκφράζει στην ΑΥΓΗ της Κυριακής ο Γιώργος Μουρούτης. Υποστηρίζει δε ότι η Συμφωνία των Πρεσπών είναι «ετεροβαρής» καθώς η Ελλάδα παραχώρησε ταυτοτικά χαρακτηριστικά χωρίς να παίρνει απολύτως τίποτα. Σύμφωνα με τον υποψήφιο ευρωβουλευτή της Ν.Δ., «είναι προφανές ότι σε αυτό το περιβάλλον η κύρωση των μνημονίων δεν θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα». Αναφορικά με την ακρίβεια, ο Γ. Μουρούτης υποστηρίζει ότι, παρά τις στρεβλώσεις στην αγορά και τα φαινόμενα αισχροκέρδειας, «ο πληθωρισμός δεν είναι αποκλειστικά εθνικό φαινόμενο» και προτάσσει την ανάγκη «να είμαστε σε συνεχή εγρήγορση και να παρακολουθούμε την αγορά καθημερινά».
Κύριε Moυρούτη, σας προβληματίζουν οι διαρροές της Ν.Δ. προς τα δεξιά της ή προς τη ζώνη των αναποφάσιστων;
Εχοντας μια μεγάλη εμπειρία στον χώρο της πολιτικής ανάλυσης, και ειδικότερα στην ανάγνωση των δημοσκοπήσεων, θα ήθελα να επισημάνω ότι η Ν.Δ. αυτή την περίοδο φαίνεται να κυμαίνεται στα ποσοστά των ευρωεκλογών του 2019, οι οποίες σας θυμίζω ότι είχαν διεξαχθεί υπό συνθήκες υψηλής πόλωσης. Ως εκ τούτου δεν διαπιστώνω μεγάλες διαφοροποιήσεις από την εκλογική συμπεριφορά των προηγούμενων ευρωεκλογών. Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι εμείς στη Ν.Δ. θα πρέπει να εφησυχάσουμε. Αντίθετα, στον δρόμο προς τις κάλπες οφείλουμε όχι μόνο να επαναπροσεγγίσουμε όλους όσοι μας εμπιστεύτηκαν στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά να απευθυνθούμε και σε νέους ψηφοφόρους οι οποίοι θα μπορούσαν να ταυτιστούν με τη μεταρρυθμιστική μας ατζέντα. Όπως καλά γνωρίζετε, οι ευρωεκλογές, μιας και δεν κρίνεται η κυβέρνηση, έχουν πάντα χαρακτήρα πιο χαλαρής ψήφου, με τους πολίτες να επιλέγουν μικρότερα κόμματα ή να απέχουν από την κάλπη. Όμως η ευθύνη μας έναντι αυτών των ψηφοφόρων είναι μεγάλη, προκειμένου να τους πείσουμε αφενός να φτάσουν στην κάλπη και αφετέρου να ψηφίσουν με θετική διάθεση, επιβραβεύοντας τη μεταρρυθμιστική μας ατζέντα αλλά και την πρότασή μας για την Ευρώπη.
Χρειάζονται περαιτέρω πρωτοβουλίες για την ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος και την τιθάσευση των ανατιμήσεων;
Θέλω να είμαι ειλικρινής. Όσοι ερχόμαστε σε καθημερινή επαφή με τους πολίτες γνωρίζουμε ότι η ακρίβεια είναι ένα από τα βασικά ζητήματα τα οποία απασχολούν το ελληνικό νοικοκυριό την περίοδο αυτή. Αλλά θέλω να είμαι και δίκαιος. Παρά τις στρεβλώσεις στην αγορά, παρά τα φαινόμενα αισχροκέρδειας, ο πληθωρισμός δεν είναι αποκλειστικά εθνικό φαινόμενο. Το αντίθετο θα έλεγα! Η κρίση στην αγορά ενέργειας, οι πόλεμοι στην αυλή της Ευρώπης, η αύξηση του κόστους των μεταφορών, η γενικότερη γεωπολιτική αστάθεια έχουν εκτοξεύσει τις τιμές των προϊόντων παγκοσμίως αλλά προφανώς και εδώ. Δεν θα σταθώ όμως στους εξωγενείς παράγοντες. Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, η προσπάθεια είναι, και πρέπει να είναι, συνεχής προκειμένου να αυξηθεί η αγοραστική δύναμη των πολιτών. Μέχρι σήμερα έχουν εφαρμοστεί μια σειρά μέτρων και πολιτικών, όπως τα «καλάθια του νοικοκυριού» για τους πιο αδύναμους, τα πρόστιμα σε μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες όπου για πρώτη φορά «κρεμάστηκαν στα μανταλάκια» οι πρακτικές αυτές, τα πλαφόν σε τιμές προϊόντων κ.ά. Το βασικό όμως μέτρο που υιοθέτησε η κυβέρνηση είναι η αύξηση του βασικού μισθού που συμπαρέσυρε και όλα τα υπόλοιπα μισθολογικά κλιμάκια, η αύξηση των μισθών στο Δημόσιο, η αύξηση των συντάξεων και η μείωση μιας σειράς φόρων, πολιτικές οι οποίες εφαρμόζονται για πρώτη φορά μετά την οικονομική κρίση του 2010 και που στοχεύουν στην κάλυψη των απωλειών στο συνολικό εισόδημα των πολιτών. Ως μέτρα αυτά ήδη αποδίδουν και οι αυξήσεις στις τιμές πολλών βασικών προϊόντων άρχισαν να υποχωρούν. Από κει και πέρα, είναι προφανές ότι θα πρέπει να είμαστε σε συνεχή εγρήγορση, να παρακολουθούμε την αγορά καθημερινά και να υιοθετούμε όλα τα εργαλεία που απαιτούνται προκειμένου να διασφαλίζουμε την πρόσβαση και των πιο αδύναμων οικονομικά πολιτών στο σύνολο των απαραίτητων αγαθών.
Η στάση της νέας Προέδρου της Βόρειας Μακεδονίας κατά την ορκωμοσία της σωστά επικρίθηκε ως «ανεπίτρεπτη» από τον πρωθυπουργό; Ποια είναι η θέση σας απέναντι στο αίτημα της αντιπολίτευσης για την άμεση κύρωση των μνημονίων συνεργασίας με τη γειτονική χώρα;
Οσοι έχουμε γνώση και παρακολουθούμε το ζήτημα είχαμε από την αρχή προβλέψει ότι θα ζούσαμε αντίστοιχες προκλήσεις όπως αυτή της Προέδρου της γειτονικής χώρας και υποστηρίζαμε ότι η συμφωνία των Πρεσπών ήταν μια ετεροβαρής συμφωνία, όπου η Ελλάδα παραχωρούσε ταυτοτικά χαρακτηριστικά, όπως την εθνότητα, το όνομα και τη γλώσσα, χωρίς να παίρνει απολύτως τίποτα. Και λέγαμε επίσης ότι αν υπογραφεί, θα δεσμεύει τη χώρα απολύτως, δένοντας τα χέρια της ελληνικής διπλωματίας για πάντα. Η τοποθέτηση, λοιπόν, της νέας Προέδρου ήταν αναμενόμενη και έρχεται να προστεθεί σε σειρά θεσμικών παραβιάσεων της Συμφωνίας από την πλευρά των γειτόνων, και ως εκ τούτου κακώς πέσαμε από τα σύννεφα. Όμως, παρά τη συναισθηματική φόρτιση που μας προκαλεί η νέα αυτή πρόκληση, ένα είναι βέβαιο: Ότι η νέα Πρόεδρος μας προσφέρει μια νέα διπλωματική δυνατότητα να φωτίσουμε μέσω των παραβιάσεων από την πλευρά των γειτόνων μας τις αδυναμίες μιας πολύ κακής Συμφωνίας. Είναι προφανές ότι σε αυτό το περιβάλλον η κύρωση των μνημονίων δεν θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα ούτε θα πρέπει να εμφανιστεί η χώρα μας επισπεύδουσα την ώρα που το άλλο μέρος συμπεριφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Η πρόσφατη συνάντηση του πρωθυπουργού με τον Τ. Ερντογάν είχε θετικό πρόσημο;
Κάθε σοβαρό κράτος και κάθε σοβαρή ηγεσία οφείλει να συνομιλεί με όλους, με συμμάχους και αντιπάλους, ακόμα και αν διαφωνεί. Αυτή τη στρατηγική εφάρμοσαν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, ακόμα και σε περιόδους πολύ υψηλότερης έντασης στις σχέσεις με την Τουρκία. Θυμίζω ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή συναντήθηκε και συνομίλησε με τον Ινονού, διαμορφώνοντας τότε ένα νέο πλαίσιο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στην αυτονόητη αυτή διαπίστωση είναι προφανές ότι αξία έχει η στοχοπροσήλωση στους εθνικούς στόχους και οι απαντήσεις που θα πρέπει να δίνονται σε προκλήσεις όπως αυτές που αναφέρετε. Και στα δύο ζητήματα οι απαντήσεις που πήρε ο κ. Ερντογάν από τον Έλληνα πρωθυπουργό ήταν ξεκάθαρες και αποφεύχθηκαν διπλωματικές παγίδες, όπως για παράδειγμα να καταστεί το ζήτημα της Μονής της Χώρας αποκλειστικά διμερές, αδυνατίζοντας τον χαρακτήρα του μνημείου ως μνημείου Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Γι’ αυτό και θα πρέπει ορισμένες φορές στη διπλωματία να λειτουργούμε όχι με βάση το θυμικό, αλλά με βάση τη λογική και την εθνική στρατηγική, κάτι που -συγχωρέστε με- δεν κάνει η αντιπολίτευση.