Με το μανίκι το γαλάζο
Πέρα από τα γενικά ζητήματα θεσμικής υφής, δημοκρατικών και δικαιοκρατικών αντιβάρων, συνταγματικών νομιμοτήτων και πολιτικής ορθότητας κ.λπ., οι παρακολουθήσεις και η μπαρόκ διακόσμησή τους με τις loud παραιτήσεις φόβισαν και πιο πρακτικά: ρε μπας και παρακολουθεί κι εμένα η ΕΥΠ, και άντε τώρα και να τα βγάλεις πέρα με τον όποιο εκβιαστάκο «έτυχε» να έχει πρόσβαση στο υλικό της παρακολούθησής μου (λέτε να συμβαίνει;). Άντε να εξηγώ στη γυναίκα ή στον άντρα μου (ή και στους δυό, ταυτοχρόνως και επαλλήλως), στον επαγγελματικό συνεργάτη, τον πολιτικό ή κοινωνικό μου «φίλο» χίλια-δυό ανεξήγητα: σ΄ αγαπάω, αλλά έχω και τις αδυναμίες μου, για τα λεφτά τό 'κανα, δεν είναι προσωπικό - καταραμένη φτώχεια, κάθαρμα ο κύριος, αλλά θα βγει βουλευτής, κι έχω κόρη, κάπου πρέπει να τη βολέψω, ας μένει η δική σου λίγο παραπίσω κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ. Εύλογοι φόβοι και ανθρώπινοι.
Εμένα πάντως με κατέλαβε και ένας διαφορετικός φόβος. Πολύ μεγαλύτερος. Αφορά στην ίδια την εθνική μας ασφάλεια. Οι παρακολουθήσεις και οι επακόλουθες παραιτήσεις του διευθυντή του γραφείου του πρωθυπουργού (κάτι σαν Ρόμπερτ ντε Νίρο έφερνε) και του διοικητή της ΕΥΠ (αυτός με βλέμμα κάπως σαν του Κλουζώ) με κατατρομοκράτησαν. Έτσι εύκολα σας τσάκωσαν, καϊνάρια μου, με τέτοια αξιοθρήνητη έλλειψη ψυχραιμίας θα το βάζατε στα πόδια αν σας μαγκώναν και να συλλέγετε (αν, όπως ελπίζω, το κάνετε) πληροφορίες για τα όπλα, τις προθέσεις ή την οικονομία του εχθρού, για τη βαθιά εγκληματικότητα, την ακεραιότητα της πατρίδας μου, τις ζωές των στρατιωτών, των ναυτών, των αεροπόρων μας;
Η ειλικρινής διαγγελματική παραδοχή και εξήγηση του πρωθυπουργού ωστόσο με ανακούφισε: επιχείρησα να σας παρακολουθώ, αλλά, νά, τελικά, δεν μου βγήκε. Καλύτερα πάντως θα τα έλεγε με τα λόγια του μεγάλου Βάρναλη:
Κάποτε σήκωσα το λάζο
με το μανίκι το γαλάζο
για να σκοτώσω το Τζανή
τον άντρα της Κωσταντινιάς
μα σκόνταψα σ΄ ένα σκαμνί
κι έτσι δεν έγινα φονιάς.
Κανένα νομικό θέμα δεν είναι σημαντικότερο του πολιτικού
Οι παρακολουθήσεις έβγαλαν από τη σιωπή τους όχι λίγες συνταγματικές συνειδήσεις. Συχνά μάλιστα εμφανίστηκαν φωνές με μια έντονη κριτική διάθεση που άλλοτε ή καταπίναν αμάσητα θέματα βαριάς θεσμικής περιωπής -η δημιουργία αηδιαστικά καθεστωτικών μέσων μαζικής ενημέρωσης από διάφορους glamorous εξωνούντες ή εξωνημένους είναι ένα από αυτά- ή, γενικώς, συμφωνούσαν μεταξύ τους πως οτιδήποτε έκανε η παρούσα κυβέρνηση ήταν καλώς καμωμένο, θεσμικώς κομψό, πολιτικώς ορθό και συνταγματικώς επιβαλλόμενο. Γιατί όμως τώρα να εγείρεται, και μάλιστα δυναμικά, η νομική τους συνείδηση; Μήπως επειδή αν συνεχίσουν να σιωπούν, κινδυνεύουν να γίνουν -και να φαίνονται- κομμάτι του βόρβορου που άνοιξε με τις παρακολουθήσεις; Μήπως επειδή πήρε να μπάζει νερά το σκάφος;
Παράλληλα, η οξύτητα του θέματος φώτισε έντονα τη βαθιά σιγή αρκετών ακαδημαϊκών νομικών. Τρόμαξαν; Περιμένουν να σταθεροποιηθούν τα πράγματα; Ετοιμάζουν τα μαθηματάκια τους;
Στον νομικό αυτόν διάλογο μετέχουν πάντως και πρόσωπα που δεν μασούσαν τα λόγια τους, που έπαιρναν θέση στα δύσκολα, άλλοτε επικροτώντας, άλλοτε αποδοκιμάζοντας από συνταγματική σκοπιά τις διάφορες κυβερνητικές επιλογές.
Σε κάθε περίπτωση, ο δημόσιος λόγος για τις παρακολουθήσεις κατακλύσθηκε από αναλύσεις: άρθρο 19, άρθρο 61, λεπτοί συλλογισμοί περί νομιμότητας και πολιτικώς ορθού, διαφάνεια!, ποιες οι εγγυήσεις υπέρ τού υπό παρακολούθηση πολίτη και ποιες υπέρ τής εθνικής ασφάλειας; Ακόμη και από το ανώτατο πολιτειακό επίπεδο εκτοξεύθηκαν εκλαϊκευμένα μαθήματα συνταγματικής θεωρίας, με υπενθύμιση πάντοτε της προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας ως θεμελιώδους συνθήκης μιας δημοκρατικής και φιλελεύθερης κοινωνίας, με σκέψεις για τον δείκτη της ποιότητας της Δημοκρατίας μας, με πρακτικές οδηγίες για το κράτους δικαίου και την αρχή της αναλογικότητας.
Δεν παραγνωρίζω τη νομική διάσταση του πράγματος, και ιδίως την σε πολλά επίπεδα καταδολίευση ή και ευθεία παραβίαση του συντάγματος, όπως και της ΕΣΔΑ. Όμως το ζήτημα στον πυρήνα του δεν είναι νομικό. Γι’ αυτό και η πλησμονή του νομικού λόγου συσκοτίζει. Ενδεχομένως δε, από ορισμένες πλευρές (από αμηχανία, αφέλεια ή και συνειδητά), να εκνομικεύεται το πράγμα ώστε να καταγραφεί σαν ένα κυρίως θεσμικής και όχι πολιτικής φύσης ζήτημα. Βομβαρδίζοντάς το με νομικά εξοντώνεται η πολιτική του ουσία, η ύπαρξη δηλαδή ενός επικίνδυνου ιδιοτελούς ημικόσμου, που ασχημονούσε ασύδοτα υπό την έμπρακτη πρωθυπουργική αιγίδα.
Το ότι ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι δεν γνώριζε όσα δήλωσε ότι δεν γνώριζε κάνει τα πράγματα χειρότερα. Αν ο πρωθυπουργός δεν γνωρίζει από ποιον, πώς και γιατί ξαμολήθηκε η ΕΥΠ να παρακολουθεί τον αρχηγό του κεντροαριστερού και τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος (περιορίζομαι σε αυτήν την παρακολούθηση), τότε κανείς δεν γνωρίζει ποιος πραγματικά ελέγχει την ΕΥΠ - αυτόν τον και καταστατικά βαθύ αρμό της εξουσίας, καίριο τόσο για την εθνική μας ασφάλεια όσο και για τις δημόσιες ελευθερίες και τα ατομικά μας δικαιώματα. Πέρα από ζήτημα δημοκρατίας, ελευθεριών και εθνικής ασφάλειας, πρόκειται για το κεντρικό ζήτημα του ποιος και για ποιον σκοπό κυβερνά. Αυτό ακριβώς συσκοτίζει η καταφυγή στην υπερβολή του νομικού λόγου.
*Ο Γιάννης Ζ. Δρόσος είναι ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών