Την ώρα που αρκετά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας αιδημόνως αποφεύγουν να ονομάσουν τη «γειτονική χώρα», η κυβέρνηση δεν συζητάει καν τη σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, παρά τα δύο χρόνια που έχουν περάσει, και ο κ. Μητσοτάκης συνεχίζει να αναβάλλει το πικρό ποτήρι της ψήφισης των μνημονίων της Συμφωνίας των Πρεσπών ενόψει των εσωκομματικών αναταράξεων, έσκασε η βόμβα του Προεδρικού Διατάγματος Μπάιντεν.
Λίγο πριν αναχωρήσει για το πρώτο του ταξίδι στην Ευρώπη, ο Αμερικανός Πρόεδρος επέκτεινε το πεδίο των κυρώσεων που ισχύουν από το 2001 για μια σειρά αποφάσεων και συνθηκών ειρήνευσης στα Βαλκάνια και σε όσους υπονομεύουν τις Πρέσπες.
Το διάταγμα θα ήταν αδιάφορο για τη χώρα μας, εάν δεν την κυβερνούσε μια παράταξη της οποίας πολλά στελέχη ακόμη θεωρούν ότι στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής η Ελλάδα θα πρέπει να δρα ως προκεχωρημένο φυλάκιο των ΗΠΑ, ανεξαρτήτως σύγκλισης ή αμοιβαιότητας συμφερόντων.
Εμείς συνήψαμε τη συμφωνία για να προωθήσουμε τα δικά μας συμφέροντα και για τον σκοπό αυτόν πρέπει να επιδιώκουμε την πιστή εκτέλεση της. Οι Πρέσπες δεν έλυσαν μόνον μια διαφορά δεκαετιών στη βάση της διαμορφωμένης από το 2005 τουλάχιστον εθνικής γραμμής, αλλά πάνω απ’ όλα ενίσχυσαν εκθετικά τη διπλωματική μας θέση στα Βαλκάνια ως χώρας που λύνει προβλήματα και εξάγει σταθερότητα.
Παράλληλα υποχρεώσαμε την Ευρωπαϊκή Ένωση να επανέλθει στην περιοχή και να δώσει πράσινο φως στη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία ύστερα από μία τραγική περίοδο (2014-2017) κατά την οποία είχε παγώσει η διεύρυνση και η περιοχή βυθιζόταν στις κρίσεις και στα παιχνίδια τρίτων δυνάμεων.
Θα μας ήταν, συνεπώς, παγερά αδιάφορος ο διχασμός προσωπικότητας και η κρίση συνείδησης των «μακεδονομάχων», των οποίων η αντίθεση στη Συμφωνία συγκρούεται με τον εκ γενετής φιλοατλαντισμό τους, εάν ο κ. Μητσοτάκης δεν ήταν δέσμιός τους και δεν εξακολουθούσε να ασκεί εξωτερική πολιτική με εσωτερικά κριτήρια.
Αυτό δεν αφορά μόνο την εφαρμογή της Συμφωνίας, όπου σημειώνονται σημαντικές καθυστερήσεις, ιδίως στο θέμα των σχολικών βιβλίων και των εμπορικών σημάτων, αλλά επηρεάζει γενικότερα τη στρατηγική της χώρας στα Βαλκάνια. Γιατί τόση αδιαφορία για την προώθηση των σχέσεων με τα Σκόπια και τόση ζέση για τη -θεμιτή, στον βαθμό που θα γινόταν με όρους που εξυπηρετούν τα συμφέροντά μας και την ειρήνη στην περιοχή- αναβάθμιση των σχέσεων με την Πρίστινα;
Μαθαίνουμε ότι θα αναβαθμιστεί το γραφείο του Κοσόβου στην Αθήνα. Ποιες εθνικές σκοπιμότητες εξυπηρετεί αυτή η ενέργεια; Αν έγινε για να ενισχύσει τη θέση μας στο Κόσοβο έναντι της τουρκικής επιρροής, γιατί το ίδιο κριτήριο δεν ισχύει και για τη Βόρεια Μακεδονία; Συνεισφέρει αυτή η πρωτοβουλία στον διάλογο Βελιγραδίου - Πρίστινας ή, αντιθέτως, υπονομεύει τη συμφωνίας τους να μην προβαίνουν σε διεθνείς καμπάνιες αναγνώρισης - αποαναγνώρισης;
Προωθούνται, παράλληλα, οι σχέσεις με τη Σερβία ή έχουμε εγκαταλείψει στην πράξη το σχήμα Ελλάδας - Βουλγαρίας - Ρουμανίας - Σερβίας και την προοπτική τριμερούς Ελλάδας - Σερβίας - Βόρειας Μακεδονίας; Πρόκειται για ερωτήσεις χωρίς απάντηση, διότι, δυστυχώς, χωρίς στρατηγική είναι η κυβέρνηση Μητσοτάκη και στα Βαλκάνια.
* Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Β1 Τομέα Αθήνας, καθηγητής Δημοσίου Δικαίου