Η κυβέρνηση της ΝΔ επανειλημμένα παρουσιάζει την πορεία της ελληνικής οικονομίας ως επιτυχία, μιλώντας για πρωτογενή πλεονάσματα, διεθνείς αναβαθμίσεις και «μέτρα στήριξης» για τα νοικοκυριά. Πίσω όμως από τις θριαμβολογίες των αριθμών, η καθημερινότητα των πολιτών μαρτυρά μια εντελώς διαφορετική εικόνα: υπερφορολόγηση, μεγάλες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, ασφυκτικό κόστος ζωής και επιδοματική πολιτική με το σταγονόμετρο.
Θηριώδη υπερπλεονάσματα
Το πρωτογενές πλεόνασμα του 2024 αγγίζει το 4,8% του ΑΕΠ – ήτοι 11,6 δισ. ευρώ. Ένα ποσό που δεν προήλθε από «ανάπτυξη» αλλά από αφαίμαξη των εισοδημάτων μέσω άμεσων και κυρίως έμμεσων φόρων, με τη φορολογική βάση να συνθλίβει μισθωτούς, συνταξιούχους και μικρομεσαίους.
Η ΕΛΣΤΑΤ κατέγραψε αύξηση των εσόδων κατά 2,8 δισ. ευρώ το 2024, ενώ οι δαπάνες του κράτους μειώθηκαν κατά σχεδόν 2,75 δισ. ευρώ. Το λεγόμενο «υπερπλεόνασμα» δημιουργείται κυρίως από υπερφορολόγηση και λιγότερο από φορολογική «απόδοση», διαψεύδοντας την κυβερνητική αφήγηση περί πάταξης της φοροδιαφυγής.
Από τα 7,5 δισ. ευρώ που υπερκαλύπτουν τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος, η κυβέρνηση ανακοίνωσε μέτρα ύψους μόλις 1,1 δισ. για το 2025. Δηλαδή λιγότερο από το ένα έβδομο. Το επίδομα ενοικίου ανέρχεται στα 230 εκατ., ενώ τα ετήσια καταβαλλόμενα ενοίκια φτάνουν τα 8,5 δισ. ευρώ. Το επίδομα προς τους συνταξιούχους είναι 360 εκατ., όταν μόνο η «13η σύνταξη» του 2016-2017, εν μέσω μνημονίων, είχε καλύψει 1,6 εκατομμύρια χαμηλοσυνταξιούχους.
Δημόσιο χρέος
Παρά τους εντυπωσιακούς τίτλους για «αναβάθμιση της οικονομίας», το συνολικό δημόσιο χρέος αυξήθηκε στα 410 δισ. ευρώ – από 356 δισ. το 2019. Το 74% αυτού του χρέους (περίπου 303 δισ.) το χρωστάμε στους θεσμούς και δεν πληρώνουμε τόκους μέχρι το 2032. Οι τόκοι που σωρεύτηκαν από το 2013 φτάνουν ήδη τα 25 δισ. ευρώ, προμηνύοντας μια δύσκολη περίοδο.
Ακρίβεια και φτώχεια
Η Ελλάδα παραμένει σταθερά ανάμεσα στις τελευταίες χώρες της ΕΕ στον δείκτη κινδύνου φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Η εισοδηματική ανισότητα παραμένει από τις υψηλότερες στην Ευρώπη. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξακολουθούν να πλήττονται από το υψηλό λειτουργικό κόστος, την ακρίβεια και την απουσία ουσιαστικής στήριξης.
Η κυβέρνηση επιλέγει να στηρίζει τη «δημοσιονομική σταθερότητα» με κοινωνικό τίμημα, θυσιάζοντας κάθε προοπτική ενός παραγωγικού, βιώσιμου και κοινωνικά δίκαιου μοντέλου. Η επιστροφή της εμπιστοσύνης των αγορών δεν είναι απαραίτητα επιστροφή της ευημερίας στους πολίτες. Και όσο η κοινωνική πλειοψηφία συνεχίζει να πληρώνει το τίμημα για τα πλεονάσματα των στατιστικών, η αληθινή ανάπτυξη, εκείνη που μοιράζεται δίκαια , παραμένει μια μακρινή υπόσχεση.
Η Ιωάννα Λιούτα είναι πολιτική και οικονομική αναλύτρια