Μόνιμες γίνονται οι επιβαρύνσεις στους λογαριασμούς ρεύματος των νοικοκυριών από τις χρεώσεις χρήσης του δικτύου διανομής, όπως δείχνουν οι υπολογισμοί σχετικά με το ρυθμιζόμενο έσοδο του ΔΕΔΔΗΕ για την επόμενη τετραετία, καθώς ξεπερνά το 1 δισ. ετησίως.
Οπως είναι γνωστό, οι λογαριασμοί ρεύματος, ιδίως τα τελευταία τρία χρόνια, έχουν διογκωθεί υπερβολικά από τις αυξήσεις στα τέλη χρήσης των δικτύων μεταφοράς (ΑΔΜΗΕ) και διανομής (ΔΕΔΔΗΕ) ηλεκτρικής ενέργειας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, μετά τη χρέωση προμήθειας για το ακριβό ρεύμα (πάγιο, τιμή κιλοβατώρας), η μεγαλύτερη επιβάρυνση των οικιακών καταναλωτών προέρχεται από τις ρυθμιζόμενες χρεώσεις (ΑΔΜΗΕ, ΔΕΔΔΗΕ, ΥΚΩ, ΕΤΜΕΑΡ), οι οποίες συνδέονται άμεσα με την ενέργεια που καταναλώνεται (χρεώνονται με ορισμένη τιμή ανά κιλοβατώρα) αλλά και με βάση την ισχύ στην περίπτωση του δικτύου διανομής.
Θυμίζουμε ότι όταν άλλαξε η μεθοδολογία υπολογισμού των ρυθμιζόμενων χρεώσεων για το δίκτυο διανομής (που τέθηκε σε ισχύ από τον Μάιο του 2023), αν και υπήρχε η διαβεβαίωση ότι δεν θα αλλάξει το ποσό που εισπράττει ο ΔΕΔΔΗΕ, εντέλει προέκυψε επιβάρυνση για έναν μέσο καταναλωτή κατά 75%, με αποτέλεσμα μια μέση αύξηση κοντά στο 8% στο σύνολο του λογαριασμού ρεύματος.
Φουσκωμένο έσοδο
Σύμφωνα με την εισήγηση (για τη δεύτερη ρυθμιστική περίοδο 2025-2028) που υπέβαλε ο ΔΕΔΔΗΕ στη Ρυθμιστική Αρχή (ΡΑΑΕΥ), και για την οποία η σχετική διαβούλευση έληξε προχθές, το επιτρεπόμενο έσοδο για φέτος ανέρχεται σε 1,162 δισ. (από 908 εκατ. το 2024 και αρχικό υπολογισμό στα 776 εκατ.), ενώ στην τετραετία βαίνει αυξανόμενο κάθε έτος και σωρευτικά σχεδόν αγγίζει τα 5 δισ. (4,983 δισ.).
Το επιτρεπόμενο έσοδο επιμερίζεται κατά 89% στους πελάτες του δικτύου διανομής στη χαμηλή τάση, δηλαδή στα νοικοκυριά, και κατά 11% στους πελάτες του δικτύου μέσης τάσης, ήτοι σε επιχειρήσεις. Για το 2025 στη χαμηλή τάση αντιστοιχούν 1,034 δισ. και στη μέση τάση 128 εκατ. Η δε κατανάλωση ενέργειας των πελατών μέσης τάσης εκτιμάται πως θα αυξηθεί ετησίως κατά 3,3% και των πελατών χαμηλής τάσης κατά 1,8%.
Με βάση τις παραπάνω εκτιμήσεις για το επιτρεπόμενο έσοδο και για την κατανάλωση, ο διαχειριστής υπολογίζει πως οι μέσες χρεώσεις δικτύου θα διαμορφωθούν το 2025 σε 3,28 λεπτά/κιλοβατώρα στη χαμηλή τάση και σε 1,06 λεπτά/κιλοβατώρα στη μέση τάση.
Σημειώνεται ότι η ΡΑΑΕΥ αποφασίζει για το τελικό ρυθμιζόμενο έσοδο, που πάντως είναι δυνατό να αναθεωρηθεί ενδιάμεσα και το οποίο στη συνέχεια επιμερίζεται επιβαρύνοντας τους λογαριασμούς των καταναλωτών.
Κερδοφορία και μερίσματα η προτεραιότητα
Κλειδί θεωρείται η ισορροπία ανάμεσα στη μικρότερη δυνατή επιβάρυνση των καταναλωτών και στη βιωσιμότητα των επενδύσεων του διαχειριστή. Βασικό μέλημα του τελευταίου όμως, ιδίως μετά την ιδιωτικοποίησή του (σ.σ.: το 49% του ΔΕΔΔΗΕ εξαγόρασε το 2021 το γνωστό αυστραλιανό fund Macquarie Asset Management, ενώ το υπόλοιπο 51% ανήκει στη ΔΕΗ με μόλις περίπου 35% συμμετοχή του Δημοσίου πλέον), αποτελεί η κερδοφορία και βεβαίως τα παχυλά μερίσματα των μετόχων, που μάλλον είναι δεδομένα, αφού πρόκειται για φυσικό μονοπώλιο στον χώρο, με σταθερό έσοδο που αποφασίζεται και μετακυλίεται στους καταναλωτές.
Αλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια το περίφημο μεσοσταθμικό κόστος κεφαλαίου (WACC), πάνω στο οποίο βασίζεται και ο υπολογισμός του ρυθμιζόμενου εσόδου, έχει καταστεί μήλον της έριδος με τη ΡΑΑΕΥ, η οποία κάπως το συγκρατεί. Πάντως, στην εισήγησή της η εταιρεία έχει υπολογίσει ως «εύλογη απόδοση» για το WACC ποσοστό 8,2%, από το προηγούμενο 7,66%.
Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για επιβαρύνσεις που, όπως κι αν κατανεμηθεί η απόδοσή τους, έρχονται να προστεθούν στις ανατιμήσεις που πέρασαν ήδη στους λογαριασμούς από τον Μάιο του 2023 και εντέλει παγιώνονται, ενώ τα κέρδη του διαχειριστή (καθαρά κέρδη 140,5 εκατ. το 2023, έναντι 17,87 εκατ. το 2022) όπως και τα μερίσματα προς τους μετόχους (133 εκατ. το 2023, 85 εκατ. το 2022) εκτινάσσονται.
Εξυπνοι μετρητές και απώλειες
Αξίζει, τέλος, να γίνει αναφορά σε δύο σημαντικά στοιχεία: στο ακριβό έργο των έξυπνων μετρητών, που περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του ρυθμιζόμενου εσόδου, και στη μείωση των απωλειών στο δίκτυο (τεχνικές και μη τεχνικές, όπως οι ρευματοκλοπές), που άμεσα ή έμμεσα επιβαρύνουν τους καταναλωτές.
Μεταξύ των μεγάλων και υψηλού κόστους έργων που προβλέπονται στο στρατηγικό σχέδιο του ΔΕΔΔΗΕ βρίσκονται η προμήθεια και η εγκατάσταση 7,3 εκατ. έξυπνων μετρητών για το σύνολο των καταναλωτών χαμηλής τάσης και η σύνδεσή τους σε ένα κέντρο τηλεμέτρησης χωρητικότητας τουλάχιστον 8 εκατ. μετρητών. Αυτό χαρακτηρίζεται ύψιστης σημασίας, αφού, όπως αναφέρεται, θα επιτρέψει τη δυναμική τιμολόγηση της ενέργειας, την αύξηση της διείσδυσης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο σύστημα, βελτιωμένη γνώση της κατάστασης του δικτύου και μείωση μη τεχνικών απωλειών.
Οι κεφαλαιουχικές δαπάνες (CaPex) για το έργο αυτό υπολογίζονται σε 1,16 δισ. συνολικά (1,132 δισ. προϋπολογισμός) μέχρι την πλήρη εφαρμογή του το 2030, ενώ η υλοποίησή του εκτιμάται πως θα οδηγήσει σε συνολικά οφέλη ύψους 674 εκατ. έως το 2030.
Παράλληλα, θεωρείται πως η ευφυής μέτρηση αποτελεί σημαντική ευκαιρία περιορισμού των μη τεχνικών απωλειών, που περιλαμβάνουν και τις ρευματοκλοπές, κατά 40% στη χαμηλή τάση, δεδομένου ότι οι συνολικές απώλειες δικτύου έχουν αυξηθεί κατά περίπου 8% ανά έτος μεταξύ 2010 και 2018. Μάλιστα, στην πρότασή του για τον μηχανισμό κινήτρου απωλειών στην τετραετία ο ΔΕΔΔΗΕ εκτιμά μείωση απωλειών με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,5% ως το 2028 και προτείνει συμμετρικά όρια πληρωμών και μοναδιαία ρήτρα απωλειών 79,28 ευρώ/μεγαβατώρα.
Οι προμηθευτές πάντως διαπιστώνουν ότι, επειδή η προμήθεια επιβαρύνεται με την ανάκτηση του κόστους των απωλειών, που έμμεσα επηρεάζει τους λογαριασμούς ρεύματος, και δεν ενσωματώνεται στο επιτρεπόμενο έσοδο, δηλαδή δεν μετακυλίεται απευθείας στους καταναλωτές, ο ΔΕΔΔΗΕ δεν έχει κίνητρο για τον περιορισμό τους, όπως οφείλει έτσι κι αλλιώς.