Το αναπτυξιακό υπόδειγμα της χώρας βασίζεται ως προς την προσφορά κυρίως στον τουρισμό, στο real estate και γενικά στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών χαμηλής και μέσης προστιθέμενης αξίας και ως προς τη ζήτηση σε υπερκατανάλωση ιδίως εισαγόμενων και πολυτελών αγαθών. Ένα υπόδειγμα που έχει επανειλημμένα οδηγήσει τη χώρα στα βράχια και δεν προέκυψε τυχαία. Στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία που ζούμε, ο διεθνής καταμερισμός εργασίας διαμορφώνεται με τις χώρες εκείνες που προσφέρουν φθηνά προϊόντα και τις άλλες που παράγουν ποιοτικά τεχνολογικά προϊόντα. Οι όροι ανταλλαγής είναι άνισοι. Με συνέπεια ένα υψηλότατο ποσοστό της τελικής τιμής ενός προϊόντος να το καρπώνονται αυτοί που διαθέτουν την τεχνολογία, ενώ ένα ελάχιστο ποσοστό καταλήγει στη φθηνή εργασία. Επομένως, για μια χώρα όπως η Ελλάδα, η στόχευση της βελτίωσης της θέσης της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας μέσω της «φθηνής ανάπτυξης» αφενός είναι αδύνατη και αφετέρου δεν πρέπει να είναι επιθυμητή!
Κι όμως, αυτό είναι το αναπτυξιακό υπόδειγμα που ακολουθούμε διαχρονικά. Δηλαδή χαμηλό κόστος εργασίας, χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές για τις επιχειρήσεις, περιορισμένη προστασία περιβάλλοντος και πολιτιστικής κληρονομιάς, περιορισμένη έρευνα, ανάπτυξη και καινοτομία κ.ά. Η επιλογή για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω της φθηνής εργασίας έχει ως αποτέλεσμα η οικονομία να διολισθαίνει σε δραστηριότητες που χρειάζονται κυρίως αυτό το είδος εργασίας, οι οποίες, όντας συγχρόνως λιγότερο ανταγωνιστικές, την παγιδεύουν σε έναν φαύλο κύκλο.
Η παγίδα των χωρών μεσαίου εισοδήματος
Δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε ούτε τις φτωχές χώρες παράγοντας φθηνά προϊόντα, αλλά ούτε και τις αναπτυγμένες παράγοντας ποιοτικά προϊόντα με ενσωματωμένη τεχνολογία. Έχουμε πέσει στην παγίδα των χωρών μεσαίου εισοδήματος (middle income trap) και είναι βέβαιο ότι όσοι πόροι κι αν μας δοθούν, δεν θα μας βγάλουν από το αδιέξοδο. Η μόνη λύση είναι να αλλάξουν τα βασικά δεδομένα που μας ωθούν στην παγίδα αυτή, δηλαδή να αλλάξει το αναπτυξιακό υπόδειγμα.
Οντας μια χώρα με τεράστιο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, δεν επαρκούν απλώς κάποιοι σχετικά καλοί ρυθμοί ανάπτυξης, οι οποίοι θα αρκούσαν για μια αναπτυγμένη χώρα. Χρειάζονται πολύ υψηλότεροι ρυθμοί, ένα «αναπτυξιακό άλμα» που θα προκύψει από μια τολμηρή αλλαγή κοινωνικοοικονομικού παραδείγματος και θα στοχεύει στην «οικονομία της γνώσης», με παράλληλη μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων, με μια νέα βιώσιμη ισορροπία μεταξύ κατανάλωσης, αποταμίευσης και επένδυσης και μια νέα δημογραφική προοπτική. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί κυρίως μέσα από μια επιθετική πολιτική καινοτομίας και αύξησης του αριθμού και της συνθετότητας των παραγομένων εγχωρίως προϊόντων.
Η αλλαγή του αναπτυξιακού υποδείγματος ως προς τη ζήτηση ισοδυναμεί με δραστική μείωση στην κατανάλωση πολυτελών, επιδεικτικών, αντιοικολογικών και εν γένει εισαγόμενων ειδών και με στροφή στην εγχώρια ζήτηση αλλά και στα δημόσια αγαθά (π.χ., μαζικές συγκοινωνίες αντί για νέους γύρους εισαγωγής αυτοκινήτων και κατασκευής δρόμων). Ως προς την παραγωγή, σημαίνει στροφή στην «ποιοτική ανάπτυξη», η οποία θα στηριχθεί στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και στην καινοτομική δυνατότητά του, καθώς θα έχει ως στόχο τη σταδιακή αύξηση της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, με αύξηση ιδίως της βιομηχανικής παραγωγής, αλλά και των εξαγωγών, και βέβαια με σεβασμό στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον.
Η πρόταση για σταδιακή αύξηση της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας σημαίνει έμφαση σε τρεις κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Αφενός παραγωγή κάποιων προϊόντων και υπηρεσιών που θα επιλεγούν να ενισχυθούν ιδιαίτερα γιατί εκτιμάται πως έχουν έναν δυναμισμό στο πλαίσιο της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, με την οποία η χώρα μπορεί να δομήσει πλεονεκτήματα. Αφετέρου έμφαση σε προϊόντα και υπηρεσίες στα οποία έχουμε ήδη ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, με στόχο τη μετακίνηση στην αλυσίδα αξίας. Τέλος, καθώς παρατηρείται μεγάλη γεωπολιτική αναταραχή και επαναπροσδιορισμός των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας προς «γεωπολιτικά φιλικές περιοχές» (friend shoring), απαιτείται σχεδιασμός προσέλκυσης μερών τους με γνώμονα κυρίως το υψηλό επιστημονικό μας δυναμικό.
Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις
Η πορεία προς την «ποιοτική ανάπτυξη» δεν θα προκύψει αυτόματα μέσα από τους μηχανισμούς των αγορών. Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Απαιτούνται μεταρρυθμίσεις και κοινωνικές συμμαχίες. Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις, π.χ., στη Δημόσια Διοίκηση, στη Δικαιοσύνη, στα ζητήματα χρήσεων γης. Κυρίως χρειάζεται ριζική αναβάθμιση του ελεγκτικού/εποπτικού ρόλου του κράτους, με άσκηση αναπτυξιακής /βιομηχανικής πολιτικής (industrial policy), όπως κάνουν πολλές χώρες (ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία, χώρες της Ασίας κ.ά.). Το κράτος πρέπει να γίνει αναπτυξιακό (developmental state) και να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες που περιέχουν λελογισμένο ρίσκο. Όμως μόνο λίγα εργαλεία έχουν απομείνει πλέον στη διάθεση του κράτους για άσκηση πολιτικής. Απαιτείται επιστροφή στο κράτος μεγάλου μέρους της κοινής ωφέλειας, των τραπεζών, της Υγείας, της ασφάλισης, της Παιδείας κ.τ.λ., αλλά με νέα οπτική.
Οι ευρείες και σοβαρές κοινωνικοοικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα απαιτούν την ολιστική τους αντιμετώπιση. Απαιτείται ολοκληρωμένος μακροπρόθεσμος σχεδιασμός για να επιτευχθεί ένα «αναπτυξιακό άλμα». Για τον σχεδιασμό, την επαναχάραξη και την υλοποίηση της αναπτυξιακής στρατηγικής, χρειάζεται μια «δομή παραγωγής ολοκληρωμένου αναπτυξιακού σχεδιασμού». Η στρατηγική αυτή θα προκύψει μέσα από τη θεωρητική γνώση, την ανάλυση των δεδομένων αλλά και τον ευρύτατο κοινωνικό και πολιτικό διάλογο, ώστε να διαμορφωθεί σε κοινοβουλευτικό επίπεδο ο «καταστατικός χάρτης αναπτυξιακού προγραμματισμού» για το μέλλον. Η στρατηγική αυτή θα επιτρέψει την ανάδειξη των μεγάλων κοινωνικοοικονομικών προκλήσεων (missions) που αποτελούν τη βάση για μια βιώσιμη πορεία της χώρας στον 21ο αιώνα και την επιλογή των τομέων με δυνατότητα «παραγωγικού άλματος» που στη συνέχεια θα υποστηριχθούν πολλαπλά (χρηματοδοτικά, ερευνητικά κ.τ.λ.).
Η δομή θα στελεχωθεί με υψηλής κατάρτισης και συναφούς εμπειρίας δημόσιους υπαλλήλους, ακαδημαϊκούς, ειδικούς από τον ιδιωτικό τομέα και από την Κοινωνία των Πολιτών. Τα στελέχη της θα κληθούν να συντονίζουν και να καθοδηγούν ένα πλήθος υπηρεσιών για την επιτέλεση των αποστολών τους. Είναι εξαιρετικά κρίσιμο λοιπόν να διαθέτουν γνώσεις, κύρος αλλά και πολιτική ισχύ, γι’ αυτό η ευθύνη της διαχείρισής της θα πρέπει να τελεί υπό την άμεση εποπτεία του πρωθυπουργού ή του αντιπροέδρου της κυβέρνησης.
Συμμαχίες σε εθνικό και διεθνές επίπεδο
Τέλος, χρειάζονται κοινωνικές, πολιτικές αλλά και κομματικές συμμαχίες σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Σε εθνικό, για να χτιστεί ένας σταθερός συσχετισμός παραγωγικών και κοινωνικών δυνάμεων, που θα μπορέσει να ηγεμονεύσει για διάστημα πολύ μεγαλύτερο από έναν εκλογικό κύκλο. Ο συσχετισμός αυτός θα προκύψει από τις κοινωνικοοικονομικές εκείνες ομάδες που συμμερίζονται σε μεγάλο βαθμό τη διάγνωση αλλά και τους τρόπους επίλυσης των ευρύτερων κοινωνικών προκλήσεων. Δυνάμεις που θα συμφωνούν στην ανάγκη για μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, αναζωογόνηση της ελληνικής περιφέρειας, βελτίωση της ζώνης των κοινών, παραγωγική αναβάθμιση, διακοπή της πορείας απαξίωσης του Δημοσίου σε Υγεία και Παιδεία, επαναφορά του κρατικού ελέγχου σε στρατηγικούς τομείς. Σε διεθνές επίπεδο, για υπέρβαση του τρέχοντος νεοφιλελεύθερου αδιεξόδου με τις τεράστιες ανισότητες που έχει δημιουργήσει και την υπέρμετρη χρηματιστικοποίησή του, την απροθυμία του να επενδύσει παραγωγικά και οικολογικά για αντιμετώπιση των πολλαπλών σύγχρονων αδιεξόδων.
* Ο Λόης Λαμπριανίδης είναι οικονομικός γεωγράφος, καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας, πρώην γενικός γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων, υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης