Κυριακή, ημέρα γιορτής. Ολόκληρη η οικογένεια μαζεύτηκε από νωρίς στο σπίτι. Να ανάψουν τα κάρβουνα νωρίς στο μαγκάλι, να ετοιμαστούν οι σαλάτες και οι σάλτσες, να μαριναριστούν τα κρέατα που θα πέσουν στη φωτιά για το γιορτινό τραπέζι.
Μέσα στο σπίτι και έξω στην αυλή τα πιτσιρίκια έτρεχαν αλλόφρονα φωνάζοντας ανάμεσα στα τραγούδια του ραδιοφώνου και στις φωνές για τα έτοιμα κάρβουνα κάνοντας τον κόσμο άνω-κάτω - στιγμές αφότου έβγαιναν αγουροξυπνημένα από τα πίσω καθίσματα των αυτοκινήτων. Εκείνη η βανίλια υποβρύχιο, που στην πραγματικότητα είναι μαστίχα και κανείς δεν ξέρει γιατί σερβίρεται με άλλο όνομα τόσα χρόνια, τα φόρτισε με την απαραίτητη ενέργεια.
Οι γυναίκες έπλεναν τα λαχανικά και τα έκοβαν κομμάτια. Στροβίλιζαν μέσα στα μπολ τις κρέμες τα γιαούρτια και κουβαλούσαν τα σερβίτσια μέχρι το τραπέζι και οι άντρες του σπιτιού, με ένα μικρό ποτήρι μπίρας ο καθένας ανά χείρας, χάζευαν τα εδέσματα που ψήνονταν μοναχά τους. Αργότερα θα έλεγαν όλοι, και όχι μόνο οι άντρες, ότι έφαγαν ψητά στα κάρβουνα. Καμιά κουβέντα για τις σαλάτες και τα λοιπά. Αυτά αποτελούσαν απλώς τα συνοδευτικά.
Οι άντρες, αφού τελείωσαν τις μπιρίτσες τους, που τις συνόδευαν φυσικά με τους απαραίτητους καυτούς μεζέδες που μόλις έβγαιναν από τη σχάρα, θα κάθονταν στο τραπέζι να συνεχίσουν με κρασί όσο οι γυναίκες θα συνέχιζαν να κουβαλούν πιάτα και πιατέλες από την κουζίνα στο τραπέζι. Εκείνοι είχαν ήδη αποθέσει την κατσαρόλα με τα ψητά στη μέση του τραπεζιού άλλωστε. Αποστολή εξετελέσθη.
Ο οικοδεσπότης σηκώθηκε και με μια μεγάλη μυτερή πιρούνα σέρβιρε από ένα κομμάτι στο κάθε πιάτο και στρογγυλοκάθισε ξανά. Ό,τι απέμενε θα αποταμιευόταν για το βράδυ, το λεγόμενο και αποθεματικό. Οι γυναίκες γύριζαν τις πιατέλες και τα μπολ γύρω-γύρω στο τραπέζι, να σερβίρουν τους κουρασμένους ψήστες και τα άτακτα παιδιά, αφού πρώτα τα συμμάζεψαν ως παιδονόμοι.
Μετά τον πρώτο γύρο, οι άντρες του τραπεζιού απαίτησαν και δεύτερη μερίδα και οι γυναίκες αντέτειναν το επιχείρημα ότι δεν φτάνει το φαΐ και για το βράδυ, για να εισπράξουν την αφοπλιστική απάντηση ότι το βράδυ θα μαγειρέψουν εκείνες· αυγά.
Ετσι, οι άντρες του σπιτιού, αφού έτρωγαν όσο έψηναν και έφαγαν και στο τραπέζι, συνέχισαν να πίνουν και να τρώνε τις δεύτερες μερίδες και τις τρίτες προτού καταπιαστούν και με το καθιερωμένο παγωτό. Εκείνες τις δευτερότριτες μερίδες τις ονόμασαν μέρισμα και ως μέρισμα που ήταν, και όχι κυρίως πιάτο, δεν χρειαζόταν να μπούνε και σε λογαριασμό.