Live τώρα    
21°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
19.3°C22.3°C
4 BF 62%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ασθενής ομίχλη
15 °C
13.6°C16.1°C
3 BF 88%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
19 °C
18.8°C27.0°C
6 BF 76%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
29 °C
27.1°C29.8°C
4 BF 33%
ΛΑΡΙΣΑ
Αυξημένες νεφώσεις
18 °C
17.9°C17.9°C
3 BF 84%
Οδοιπορικό στον Ασπρόπυργο / Το μόνο που έμεινε, η δικαιοσύνη
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Οδοιπορικό στον Ασπρόπυργο / Το μόνο που έμεινε, η δικαιοσύνη

Ασπροπύργος

Το χαλί τους μένει πάντα ανοικτό. Δεν είναι κάτω από κάποιο τραπεζάκι. Ούτε έχει πάνω τα βυθισμένα ίχνη από τα πόδια άλλων επίπλων. Είναι ανοικτό για τους ίδιους. Για να τους χωρίζει απ’ το τσιμέντο. Εκεί είναι που κάθονται τον περισσότερο απ’ τον χρόνο που περνούν στον καταυλισμό και στο σπίτι τους. Λίγα εκατοστά πάνω απ’ τη γη κι όχι ολόκληρα μέτρα, όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους στα διαμερίσματα. Κάνουν όμως ό,τι και οι άνθρωποι με τα έπιπλα. Συζητούν. Χαίρονται. Λυπούνται. Πενθούν.

Ένα χαλί ανοικτό, κόκκινο με χρυσαφένιους σχεδιασμούς είναι αυτό πάνω στο οποίο κάθεται και πενθεί η οικογένεια του Νίκου Σαμπάνη επτά και πλέον μερόνυχτα τώρα. Κλαίει μ’ ένα μακρόσυρτο «α».  Ένα μοιρολόι - κραυγή. Τ’ ακούς δυσκολότερα αλλού. Συνήθως το πένθος είναι βουβό στους Ρομά. Μέχρι τουλάχιστον να έρθει το οριστικό αντίο τη μέρα της κηδείας.

Στον καταυλισμό του Σοφού συναντήσαμε τους ανθρώπους του Νίκου λίγα 24ωρα μετά τη δολοφονία του. Στο ίδιο σπίτι χωρίς εκείνον. Αντί της φωνής του που λείπει, οδυρμός. Στον χώρο συρρέουν πολλοί. Είναι ένα ορθογώνιο μακρύ κτίσμα. Λευκό στα χρώματα του ξύλου και της τέντας που συνθέτουν σε κομμάτια τους τοίχους. Μπροστά, στο προαύλιο που έχει σε σχήμα χιαστί για κάγκελα κάποια ξύλα, κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλον τέσσερις ηλικιωμένοι. Ο ένας παππούς του Νίκου. Περιφρουρούν άγρυπνα τις κάμερες που έχουν καταφτάσει και βάζουν όρια.

Μπαίνοντας στο σπίτι η οικογένεια είναι με τα μικρά της κάτω. Η αδερφή, η σύζυγος, οι υπόλοιποι συγγενείς. Σπαράζουν. «Δικαιοσύνη θέλουμε! Να μπούνε μέσα!». Μπροστά από τα κοκκινισμένα πρόσωπα των ανθρώπων που κάθονται δίπλα - δίπλα στο πάτωμα, ξεχωρίζει η βαρύτερη φωνή του πατέρα. Κρατά μπροστά του, λίγο κάτω απ’ το δικό του πρόσωπο, το πρόσωπο του γιου του σε φωτογραφία. Την ίδια που θα κρατήσουν μετά και οι υπόλοιποι συγγενείς, μην μπορώντας να πιστέψουν ότι δεν υπάρχει πια κάποια άλλη απτή μορφή του.

«Ο γιος μου δεν ήταν κλέφτης. Κανένα παιδί μου δεν είναι κλέφτης. Είχα πέντε αγόρια κι ένα κορίτσι. Κανένα δεν κλέβει. Ο Νίκος ήταν άγγελος. Εκείνος που τον γνώριζε τον εμπιστευόταν και τον αγαπούσε» μας λέει ο πατέρας του και δίνει δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα.

«Πήγαινε και δούλευε σ’ ένα μηχανουργείο λίγο πιο κάτω απ’ τον καταυλισμό για 15 και 20 ευρώ. Κι όταν γυρνούσε έδινε τα λεφτά να πάρει γάλα και πάνες για τα μωρά (σ.σ.: έχει δύο μικρά παιδιά, ένα αγοράκι 3 ετών κι ένα κοριτσάκι 8 μηνών και η γυναίκα του είναι έγκυος 5 μηνών). Αν μια μέρα είχε κουραστεί σε άλλη εργασία και ζητούσε να μην πάει στο αφεντικό του, εκείνος το επέτρεπε κι έλεγε ‘κάτσε να ξεκουραστείς, αγόρι μου’».

«Πήγαινε και ψώνιζε ρούχα από έναν Ρομά όπως εμείς. Κάποιες φορές δεν είχε λεφτά να τα πάρει, είχαν όμως χτίσει καλή σχέση μεταξύ τους, κι εκείνος του έλεγε ‘διάλεξε και πάρε ό,τι θες. Θα μου τα δώσεις όταν θα τα έχεις’. Κι ο Νίκος τα έδινε πάντα».

Δεν τους θέλουν ακόμα και νεκρούς

Μια γυναίκα απ’ την κοινότητα περνά από μπροστά μας με δίσκο και προσφέρει στους παριστάμενους καφέδες σε πλαστικό ποτήρι και καλαμάκι, όπως συμβαίνει συνήθως σε αντίστοιχες περιστάσεις με τον ελληνικό. Ο πρώτος ξάδερφος του Νίκου ανάβει ένα τσιγάρο. Η φωτογραφία συνεχίζει να αλλάζει χέρια και τα μάτια να βουρκώνουν.

Ένας κόσμος που ζει όπως όλοι το δυσάρεστο, αλλά περιστοιχίζεται απ’ την εξαθλίωση της διαβίωσης. «Δεν φτάνει που ζούμε έτσι, μας σκοτώνουν κιόλας» λέει ο ξάδερφός του και παρακαλεί «να είναι το τελευταίο μας αντίο αυτό». Την απόγνωση την ακούς κι απ’ τον θείο του, αδερφό του πατέρα.

«Δεν μας άφησαν να τον θάψουμε κοντά μας. Ζητήσαμε να ταφεί στους Αγίους Αναργύρους, αλλά ήταν γεμάτο το νεκροταφείο. Ζητήσαμε μετά να ταφεί στον Ασπρόπυργο, αλλά ο δήμος είπε ότι δεν είναι δημότης και δεν γίνεται. Μίλησε άσχημα. Μας άφησαν να τον πάμε στον Σχιστό Κορυδαλλού, ούτε το καντήλι δεν θα μπορούμε να του ανάψουμε τόσο μακριά» ήταν τα λόγια που βγήκαν απ’ το πληγωμένο του στόμα.  Ένα στόμα με θρυμματισμένη οδοντοστοιχία, της οποίας η φροντίδα είναι απλησίαστη πολυτέλεια.

«Αν μπορέσουν να μου φέρουν το παιδί μου πίσω, δεν θα ζητήσω την τιμωρία τους. Από τη στιγμή όμως που αυτό δεν θα γίνει, τότε απαιτώ να υπάρξει δικαιοσύνη» λένε πατέρας και αδερφός του θύματος. Τον θέλουν κοντά τους. Πάνω στο κόκκινο χαλί που πέφτει το κλάμα τους. Εκεί που έπεφτε και του Νίκου μωρό. Και μετά, μεγάλος, ξαναγύρισε με τα δικά του μωρά πια για να τα καταφέρει.

«Το σπίτι του κανονικά είναι απέναντι, αλλά τον χειμώνα ειδικά μπαίνουν νερά» λέει ο πατέρας και δείχνει μια ακόμη παράγκα.  Έξω απ’ το «πατρικό» η κατάσταση δεν είναι καλύτερη. Ο κόσμος ζει πάνω σε θρύψαλα. Στα διάσπαρτα κομμάτια από σκουπίδια που παρατάνε εκείνοι που στο χαλί επάνω έχουν έπιπλα.

Ασπροπύργος

Η δύσκολη ζωή στον καταυλισμό

Πανιά, νάιλον και πόρτες από τα σκουπίδια είναι τα οικοδομικά υλικά που καταυλισμού στο Σοφό Ασπροπύργου. Οι λαμαρίνες έχουν ήδη πουληθεί για παλιοσίδερα ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες για διατροφή

Ισως τα μόνα που έχουν μείνει ανέγγιχτα από το βαρύ κλίμα στον καταυλισμό να είναι τα παιδιά. Ο δικός τους παιδότοπος δεν έχει αλογάκια, τσουλήθρες και χρώματα. Μόνο παλιοσίδερα και παιχνίδια που βαρέθηκαν (ή διέλυσαν) και πέταξαν στα σκουπίδια τα παιδιά των μπαλαμών.

Ψάχνουν τρόπο για να κεντρίσουν την προσοχή σου. Περικυκλώνουν με περιέργεια τους επισκέπτες με τις κάμερες, ζητούν επίμονα να τους βγάλεις φωτογραφία, σαν να ξέρουν ότι τα ΜΜΕ θα τους ξεχάσουν ξανά σε λίγες μέρες.  Έτσι συμβαίνει εδώ και χρόνια σ’ αυτόν τον σκουπιδότοπο που τους έλαχε να γεννηθούν. Με το σχολείο να μοιάζει για πολλά μακρινό όνειρο (το 36% των παιδιών Ρομά στην Ελλάδα δεν παρακολουθούν σχολείο, έναντι 2% των μη Ρομά) - ακόμα και όσα πηγαίνουν, έχασαν την περσινή χρονιά λόγω της τηλεκπαίδευσης. Για τα κορίτσια είναι ακόμα χειρότερα, γιατί στα 16 τους πιθανότατα θα έχουν ήδη τα δικά τους παιδιά.

Ακόμα και το να μελετήσουν φαντάζει ακατόρθωτο στο αυτοσχέδιο παράπηγμα από τέντες και λαμαρίνες, όπου ζουν με άλλα έξι-επτά άτομα. Στον καταυλισμό του Σοφού καμία οικογένεια δεν έχει ηλεκτρικό ρεύμα. Κάποιοι έχουν γεννήτρια, αλλά κοστίζει ακριβά («από τις 6 το απόγευμα μέχρι το βράδυ θες 8 ευρώ»), λάμπες λεντ, καντηλάκια, κεριά, ό,τι χρειαστεί για να βγει ακόμα μια μέρα. Σ’ αυτήν την κλίμακα μετριέται εδώ ο χρόνος των ανθρώπων.

Η ενηλικίωση ξεκινά πολύ νωρίς, το βλέπεις στα βλέμματα των λίγο μεγαλύτερων - η επιβίωση δεν μπορεί να περιμένει. Σκεφτείτε ότι ο οδηγός του οχήματος το οποίο γάζωσαν οι αστυνομικοί της ΔΙΑΣ στο Πέραμα δεν ήταν ούτε 15 χρόνων.

«Θα μπορούσες για μία ημέρα εσύ να ζήσεις εδώ;». Η αφοπλιστική ερώτηση στρέφεται στον δημοσιογράφο που ακόμα προσπαθεί να χωνέψει όσα αντικρίζει σ’ αυτή τη γωνιά του Ασπροπύργου που κυριολεκτικά δεν υπάρχει στον χάρτη.

Φτάνεις εκεί μόνο αν ξέρεις πού ξεκινάει ο χωματόδρομος, με οδοδείκτες τους ατελείωτους σωρούς από μπάζα και σκουπίδια. Η μυρωδιά από τα εργοστάσια της περιοχής ανακατεύεται με αυτήν του ΧΥΤΑ Φυλής ή των διυλιστηρίων. Εδώ ζουν, χωρίς ηλεκτρικό, νερό και αποχέτευση, πάνω από 600 Ρομά.

«Νερό μαζεύουμε από δεξιά κι αριστερά σε μπιτόνια. Υπάρχει και μια βρύση στα 500 μέτρα. Μπάνιο κάνεις μέσα στο σπίτι, τον χειμώνα με κρύο, ρίχνεις όσο μπορείς με τη λεκάνη» μας λέει ο Μπάμπης. Γελάει στην αφελή ερώτηση για το αν υπάρχει τουαλέτα. Δείχνει μια μικρή λίμνη με λασπόνερα. «Εκεί, κοίτα! Κι όταν χιονίζει, η τουαλέτα μας είναι έξω. Δεν υπάρχει αποχέτευση εδώ πάνω».

Τι να «σώζουν» άραγε οι «τοίχοι» από πανί και τζάμι τον χειμώνα; «Βρίσκουμε ξύλα και ανάβουμε ξυλόσομπες. Το καλοκαίρι ίσως είναι χειρότερα, γιατί έχει ζέστη και πολλή σκόνη κι όπως βλέπεις δεν υπάρχει air condition» μειδιά.

Διέξοδος, άραγε, υπάρχει; «Έχω ζητήσει να κάνω μια οποιαδήποτε δουλειά, καθαρίστρια, λάντζα, για να ταΐζω τα παιδιά μου. Γιατί μας λένε όχι; Γιατί ‘είμαστε γύφτοι’. Μας λένε να πηγαίνουν τα παιδιά μας σχολείο. Τα δικά μου πάνε και τα τέσσερα, αλλά τι θα τους δώσω να φάνε;» αναφέρει η Γιωργία Σαμπάνη, συγγενής του αδικοχαμένου Νίκου.

«Αν δεν έχεις να ταΐσεις τα μωρά, θα πρέπει να κλέψεις»

Αναγκαστικά, οι περισσότεροι γίνονται «παλιατζήδες» και πουλάνε υλικά σε σκραπατζίδικα για ένα μεροκάματο.

Αρκεί να μην πέσουν σε κάποιον έλεγχο: «Μας σταματάει ο αστυνομικός, ζητάει ταυτότητα και άδεια. Πού να τη βρούμε; Τελικά πάντα κάτι βρίσκει για να μας πάρει το εμπόρευμα και τις πινακίδες και να μείνουμε χωρίς μεροκάματο για μήνες. Αυτό λέγεται ρατσισμός».

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αφού κατήργησε την Ειδική Γραμματεία Ρομά, νομοθέτησε την απώλεια όλων των επιδομάτων (Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα - πρώην ΚΕΑ, επίδομα παιδιού και στέγασης) αν ένα από τα παιδιά της οικογένειας μείνει από απουσίες. Και θέσπισε ακόμα μία «φωτογραφική» τιμωρία για τους Ρομά: δεν αρκεί, πλέον, η βεβαίωση του (εκάστοτε) δήμου ότι μια οικογένεια κατοικεί στην περιοχή ώστε να λαμβάνει το ΚΕΑ, αλλά απαιτείται η δήλωση μόνιμης κατοικίας μέσω του λογαριασμού ρεύματος. Κακόγουστο αστείο για τους ανθρώπους στο Σοφό, που «επί Τσίπρα έπαιρναν τουλάχιστον αυτή τη βοήθεια και έβγαινε ο μήνας».

«Αν τα μωρά ζητάνε φαγητό, θα πρέπει τελικά να κλέψεις για να τα ταΐσεις»: ο τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα του κοινωνικού αποκλεισμού μοιάζει, πολλές φορές, αδύνατο να σπάσει…

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL