Live τώρα    
19°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
18.0°C20.1°C
1 BF 47%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
15 °C
11.9°C17.0°C
2 BF 52%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
15 °C
14.9°C17.6°C
1 BF 77%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
18.3°C19.8°C
0 BF 68%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
15 °C
14.9°C18.0°C
0 BF 58%
Ταϊβάν / Στην καρδιά της σύγκρουσης μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ταϊβάν / Στην καρδιά της σύγκρουσης μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου

ΤΑΙΒΑΝ

Το 1979, γνωρίζοντας ότι βρίσκεται σε θέση ισχύος, η ΛΔΚ αλλάζει στρατηγική, περνώντας από την «απελευθέρωση» του νησιού με τα όπλα στην προώθηση της ειρηνικής ενοποίησης μέσω της ενίσχυσης των οικονομικών και των ανθρώπινων δεσμών. Το ενδεχόμενο της χρήσης βίας δεν εγκαταλείφθηκε, αλλά υποβαθμίστηκε σε έσχατη λύση και, δύο χρόνια αργότερα, η Κίνα προχώρησε ακόμα περισσότερο, διατυπώνοντας τη συνταγή «μία χώρα, δύο συστήματα».

Επιμέλεια: Βασίλης Παπακριβόπουλος

Τι επιφυλάσσει το μέλλον για την Ταϊβάν; Όσο κι αν το Πεκίνο ελπίζει να την ενσωματώσει στην επικράτειά του, είτε ειρηνικά είτε ασκώντας (και στρατιωτική) πίεση, ολοένα περισσότεροι Ταϊβανέζοι αμφιβάλλουν για το σύνθημα «μία χώρα, δύο συστήματα» και η Ουάσιγκτον εκμεταλλεύεται αυτούς τους φόβους. Αποτέλεσμα: το νησιωτικό κράτος με την ονομασία «Δημοκρατία της Κίνας» αυτή τη στιγμή αποτελεί το πιο εύφλεκτο σημείο στον πρόσφατα οξυμένο ανταγωνισμό ΗΠΑ - Κίνας.

«Το πλέον επικίνδυνο μέρος του κόσμου»: αυτός ήταν ο τίτλος του «Economist» στις αρχές του περασμένου Μαΐου. Στο εξώφυλλο του περιοδικού υπήρχε μια εικόνα της Ταϊβάν στην οθόνη ενός ραντάρ, σαν να αποτελούσε τον στόχο ενός υποβρυχίου. Το αφιέρωμα αυτό αποτελεί τη συνέχεια μακράς σειράς άρθρων με παρόμοιους τίτλους, που με τη σειρά τους αποτελούν την αντήχηση μιας χιονοστιβάδας κινδυνολογικών δηλώσεων για το μέλλον της χώρας.1 Σε μια έκθεση που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2021, η σημαίνουσα αμερικανική δεξαμενή σκέψης Council for Foreign Relations θεωρούσε ότι η Ταϊβάν είχε αρχίσει να «μετατρέπεται στο πλέον εκρηκτικό σημείο του κόσμου, που μπορεί να οδηγήσει σε έναν πόλεμο μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, και πιθανόν και άλλων μειζόνων δυνάμεων».2 Την ίδια στιγμή, ο ναύαρχος Φίλιπ Ντάβιντσον, διοικητής των αμερικανικών δυνάμεων του Ινδοειρηνικού, δήλωνε, σε ακρόασή του από τη Γερουσία, ότι «κατά τη διάρκεια της παρούσας δεκαετίας» θα μπορούσε να συμβεί μια σύγκρουση στα στενά της Φορμόζας.3

Αν και οι δηλώσεις που προέρχονται από τα στρατιωτικά επιτελεία δεν στερούνται δημοσιονομικών υστεροβουλιών (καθώς ο φόβος ανοίγει τους κρουνούς της χρηματοδότησης), οι ανησυχίες βασίζονται σε μια πραγματικότητα: την αυξανόμενη στρατιωτική πίεση της Κίνας απέναντι στους γείτονές της, και ιδίως στην Ταϊβάν. Το Πεκίνο αρχικά έκοψε όλους τους διαύλους συνομιλιών με την κυβέρνηση της Προέδρου Τσάι Ινγκ Βεν, που εξελέγη τον Ιανουάριο του 2016 και υποστηρίζει την ανεξαρτησία του νησιού.4 Η πίεση εντάθηκε ακόμα περισσότερο μετά την επανεκλογή της, τέσσερα χρόνια αργότερα. Σύμφωνα με τον Αντουάν Μποντάζ, ερευνητή του Ιδρύματος για την Στρατηγική Έρευνα, κατά τη διάρκεια του 2020 καταγράφηκαν 380 παραβιάσεις της Ζώνης Αναγνώρισης Αεράμυνας της Ταϊβάν από την κινεζική αεροπορία.5 Η συχνότητα αυτών των πτήσεων αυξήθηκε ακόμα περισσότερο το 2021.

Οι πρόσφατες εντάσεις έχουν διπλή αφετηρία. Η μία έχει τις ρίζες της στη γεωπολιτική ιστορία των σχέσεων ανάμεσα στις δύο ακτές των Στενών της Φορμόζας, ενώ η άλλη συνδέεται με τη θέση που κατέχει το νησί στην αντιπαλότητα μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών.

Το 1945, μετά από πενήντα χρόνια ιαπωνικής αποικιοκρατίας, το κόμμα Κουομιντάνγκ (ΚΜΤ), που κυβερνούσε τότε την Κίνα, παίρνει τον έλεγχο της Ταϊβάν. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ηττημένο στον εμφύλιο πόλεμο από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, μεταφέρει στο νησί τους θεσμούς της Δημοκρατίας της Κίνας, που είχε ιδρυθεί το 1912, μετά την ανατροπή της δυναστείας Τσινγκ. Το ΚΜΤ, αντιμέτωπο με μια επικείμενη εισβολή των κομμουνιστικών δυνάμεων, οφείλει την επιβίωσή του στο ξέσπασμα του πολέμου της Κορέας τον Ιούνιο του 19506 και στην αμερικανική προστασία της Ταϊβάν, στο πλαίσιο της πολιτικής για την ανάσχεση του κομμουνισμού στην Ασία. Έτσι, η κατάσταση στα Στενά της Φορμόζας πάγωσε για δύο δεκαετίες.

Με την υποστήριξη των ΗΠΑ, η Δημοκρατία της Κίνας, την οποία διοικεί με σιδηρά πυγμή ο Τσανγκ Κάι Σεκ, διατηρεί την έδρα του εκπροσώπου της Κίνας στον ΟΗΕ, εις βάρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΛΔΚ) που έχει αποκλειστεί από τον διεθνή οργανισμό. Όμως, το 1971, το ψήφισμα 2758 του ΟΗΕ παραχωρεί την έδρα στο Πεκίνο και εκδιώκει τους «εκπροσώπους του Τσανγκ Κάι Σεκ».7 Ως επακόλουθο, η Ταϊβάν βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα κύμα διακοπής διπλωματικών σχέσεων, ώσπου και η Ουάσιγκτον θέτει τέλος στις σχέσεις της με την Ταϊπέι προκειμένου να αναγνωρίσει το Πεκίνο, την 1η Ιανουαρίου 1979. Έκτοτε, η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Ταϊβάν κινείται στη βάση πέντε μειζόνων κειμένων (του Taiwan Relations Act, των τριών «κοινών σινοαμερικανικών ανακοινωθέντων» και των «Έξι Διασφαλίσεων»). Οι ΗΠΑ θεωρούν ότι υπάρχει μία μόνο Κίνα, η ΛΔΚ, αλλά δεν παίρνουν θέση όσον αφορά το «ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας της Ταϊβάν» και επιμένουν στην «ειρηνική επίλυσή του». Στην πραγματικότητα, αυτά τα κείμενα απλώς καταγράφουν τη θέση του Πεκίνου, σύμφωνα με την οποία η Ταϊβάν αποτελεί τμήμα της ΛΔΚ, χωρίς ωστόσο και να την υιοθετούν ρητά.

Το 1979, το νησί δεν διαθέτει πλέον παρά μόνο είκοσι τέσσερις διπλωματικούς συμμάχους, αριθμός που δεν διαφέρει ιδιαίτερα από τις δεκαπέντε χώρες που αναγνωρίζουν σήμερα την ύπαρξη κράτους στην Ταϊβάν. Γνωρίζοντας ότι βρίσκεται σε θέση ισχύος, η ΛΔΚ αλλάζει τότε στρατηγική, περνώντας από την «απελευθέρωση» του νησιού με τα όπλα στην προώθηση της ειρηνικής ενοποίησης μέσω της ενίσχυσης των οικονομικών και των ανθρώπινων δεσμών. Σε ένα «μήνυμα προς τους συμπατριώτες της Ταϊβάν» που απηύθυναν οι κομμουνιστικές αρχές την ημέρα της σύναψης επίσημων σχέσεων με την Ουάσιγκτον, πρότειναν την έναρξη συναλλαγών σε όλους τους τομείς. Το ενδεχόμενο της χρήσης βίας δεν εγκαταλείφθηκε, αλλά υποβαθμίστηκε σε έσχατη λύση.

Δύο χρόνια αργότερα, η Κίνα προχώρησε ακόμα περισσότερο, διατυπώνοντας τους όρους της ειρηνικής ενσωμάτωσης του νησιού: η Ταϊβάν θα μπορεί να διατηρήσει «υψηλό βαθμό αυτονομίας ως ειδική διοικητική περιφέρεια» και το Πεκίνο δεν θα αναμειχθεί σε οτιδήποτε αφορά τις «τοπικές υποθέσεις». Με άλλα λόγια, οι Ταϊβανέζοι θα μπορέσουν να διατηρήσουν το οικονομικό σύστημα και τον τρόπο ζωής τους. Αυτές οι προτάσεις αποτελούν τη ληξιαρχική πράξη γέννησης της συνταγής «μία χώρα, δύο συστήματα», που τελικά εφαρμόστηκε στο Χονγκ Κονγκ. Η θέση του Πεκίνου δεν άλλαξε στη συνέχεια. Στον λόγο που εκφώνησε με την ευκαιρία της τεσσαρακοστής επετείου του «μηνύματος προς τους συμπατριώτες της Ταϊβάν», ο Πρόεδρος Σι Ζιπίνγκ υπενθύμισε και πάλι ότι η μοναδική προοπτική για την Ταϊβάν είναι η ενσωμάτωση στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, στο πλαίσιο του «μία χώρα, δύο συστήματα», με την Ταϊπέι να μην μπορεί να διεκδικήσει κάτι περισσότερο από το καθεστώς μιας τοπικής διοικητικής αρχής.

Η αδιαλλαξία αυτή έχει τις ρίζες της στην εμμονή σε μια ουσιοκρατική αντίληψη για το έθνος, που θεωρεί πρωταρχικούς τους δεσμούς του αίματος: καθώς κατάγονται από την ηπειρωτική Κίνα, οι Ταϊβανέζοι είναι αναγκαστικά Κινέζοι. Οι ίδιοι δεν έχουν λόγο περί του ζητήματος, η Ιστορία και οι πρόγονοί τους μιλούν για λογαριασμό τους. Και η Ιστορία, σύμφωνα με τον Σι Ζιπίνγκ και το «κινεζικό όνειρό» του, που διατύπωσε το 2012, μετά την άνοδό του στην ηγεσία του ΚΚΚ, ωθεί το σύνολο των Κινέζων να ξαναδώσουν στη χώρα τη χαμένη περηφάνεια της, διαγράφοντας τον «αιώνα των ταπεινώσεων» που υπέστη μετά το τέλος του πρώτου πολέμου του οπίου (1842).8 Μετά την επιστροφή του Μακάο και του Χονγκ Κονγκ, η Ταϊβάν απομένει το τελευταίο χαμένο έδαφος, η τελευταία «ταπείνωση».

Παρ’ όλες τις ιδεολογικές διαφορές που τον χώριζαν με το ΚΚΚ, ο Τσανγκ Κάι Σεκ και το ΚΜΤ συμμερίζονταν αυτόν τον ουσιοκρατικό εθνικισμό, που ανάγει την αναγέννηση του μεγαλείου του έθνους σε ιερή αποστολή, και τον είχαν επιβάλει στην Ταϊβάν. Κάτι που διευκολυνόταν από το γεγονός ότι πάνω από ένα εκατομμύριο άτομα από την ηπειρωτική χώρα, που ισοδυναμούσαν με το 15% του πληθυσμού του νησιού, είχαν βρει καταφύγιο στην Ταϊβάν. Όμως, στον απόηχο του εκδημοκρατισμού του νησιού που δρομολογήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο κινεζικός εθνικισμός υφίσταται τον ανταγωνισμό μιας ολοένα ισχυρότερης ταύτισης με ένα ταϊβανέζικο έθνος, το οποίο, όσο κι αν οι πολιτισμικές ρίζες του ανατρέχουν στην Κίνα, έχει πλέον τη δική του ιστορική και πολιτική τροχιά. Αυτή η δυναμική της ιδιαίτερης εθνικής ταυτότητας οδήγησε για πρώτη φορά στην εναλλαγή κομμάτων στην εξουσία και στον σχηματισμό κυβέρνησης από υπερμάχους της ανεξαρτησίας του νησιού το 2000.

Μετά την ήττα του ΚΜΤ, η συντηρητική ηγεσία του κόμματος, θεωρώντας πλέον κυριότερο αντίπαλό της τον ταϊβανέζικο αυτονομισμό, δρομολόγησε μια προσέγγιση με το ΚΚΚ στο όνομα της κοινής προσκόλλησής τους στο ιδεώδες της «Μεγάλης Κίνας». Το ΚΜΤ επανήλθε στην εξουσία το 2008, υποστηριζόμενο από επιχειρηματικούς κύκλους και από μέσα ενημέρωσης που είχαν στρατευθεί έντονα υπέρ του, χρησιμοποιώντας διπλή γλώσσα σε ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και προβάλλοντας τις λαμπρές οικονομικές προοπτικές της προσέγγισης με την ηπειρωτική Κίνα. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Μα Γινγκ Tζέου υπογράφηκαν 19 συμφωνίες με το Πεκίνο, που κυρίως θέτουν τις βάσεις για μια «κοινή αγορά στις δύο ακτές των Στενών». Οι πάσης φύσεως συναλλαγές πολλαπλασιάστηκαν και η -ήδη σημαντική- οικονομική εξάρτηση της Ταϊβάν από την Κίνα έλαβε ανησυχητικές διαστάσεις στα μάτια των υπερμάχων της ανεξαρτησίας: το 40% των εξαγωγών κατευθύνονται στην Κίνα. Ο δρόμος που είχε χαραχθεί πριν από 30 χρόνια από τις κινεζικές αρχές προκειμένου να επιτευχθεί η ειρηνική ενοποίηση δείχνει να έχει μετατραπεί σε λεωφόρο.

Ωστόσο, το «κινεζικό όνειρο» παίρνει τέλος το 2014. Η κυβέρνηση του ΚΜΤ βρίσκεται τότε αντιμέτωπη με μια πανεθνική κινητοποίηση ενάντια σε μια συμφωνία απελευθέρωσης των υπηρεσιών που προσπαθεί να περάσει πραξικοπηματικά στο Κοινοβούλιο. Η συμφωνία, επιτρέποντας τις κινεζικές επενδύσεις στον κλάδο των εκδόσεων, των μέσων ενημέρωσης και του πολιτισμού, αλλά και το άνοιγμα της εγχώριας αγοράς εργασίας στους Κινέζους εργαζόμενους, πυροδότησε τους πιο μεγάλους φόβους. Η κατάληψη του Κοινοβουλίου και των τριγύρω δρόμων επί τρεισήμισι εβδομάδες κατά τη διάρκεια του «κινήματος των ηλιοτρόπιων»9 αποκρυστάλλωσε μια πολυετή δυσαρέσκεια και σηματοδότησε μια στροφή στις σχέσεις με την Κίνα. Προκάλεσε επιπλέον την αφύπνιση της πολιτικής συνείδησης στους νεώτερους των 40 ετών, που έχουν γνωρίσει μονάχα τη δημοκρατία, και έφερε στο προσκήνιο μια νέα γενιά ακτιβιστών και πολιτικών, πολύ πιο δύσπιστων απέναντι στις πολιτικές συνέπειες της επιδίωξης για οικονομική ενσωμάτωση των δύο ακτών.

Οι έρευνες της τελευταίας δεκαπενταετίας δείχνουν τη διαρκή ενίσχυση της ταύτισης με ένα ανεξάρτητο και κυρίαρχο «ταϊβανέζικο έθνος». Το 2020, σύμφωνα με το Κέντρο Μελέτης Εκλογών του Εθνικού Πανεπιστημίου Τσενγκτσί της Ταϊπέι, τα δύο τρίτα του πληθυσμού δήλωναν «αποκλειστικά Ταϊβανέζοι», έναντι λιγότερων από το ένα πέμπτο το 1992. Μια έρευνα δημοσιευμένη στο περιοδικό «CommonWealth» επιβεβαιώνει αυτόν τον αριθμό και δίνει μια ακόμα πιο ακριβή εικόνα της κατάστασης από την οπτική γωνία της Ταϊβάν.10 Δύο τάσεις διαγράφονται. Από τη μία πλευρά, οι σχέσεις με την Κίνα δεν μπορούν πλέον να εξελίσσονται σύμφωνα με τον οδικό χάρτη του Πεκίνου. Η οικονομική ελκυστικότητα της ηπειρωτικής Κίνας κατρακυλάει και το 90% του πληθυσμού απορρίπτει τη συνταγή «μία χώρα, δύο συστήματα». Από την άλλη, για τους κάτω των 30 ετών, το «κινεζικό όνειρο» έχει πλέον τελειώσει ολοκληρωτικά. Ανάμεσά τους, πάνω από τα τέσσερα πέμπτα θεωρούν τον εαυτό τους «αποκλειστικά Ταϊβανέζο», τα δύο τρίτα πιστεύουν ότι το όνομα της χώρας τους θα έπρεπε να είναι «Ταϊβάν» και όχι «Δημοκρατία της Κίνας», ενώ αντίστοιχο ποσοστό τάσσεται υπέρ της ανεξαρτησίας.

Καθώς οι Ταϊβανέζοι κωφεύουν στις σειρήνες της κινεζικής συν-ευημερίας, το Πεκίνο κραδαίνει και πάλι την στρατιωτική απειλή. Όμως, αυτή η αλλαγή προσέγγισης προσκρούει στις ραγδαίες εξελίξεις στις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Από την εποχή της διακοπής των διπλωματικών σχέσεών τους, η Ουάσιγκτον δεν συνδέεται πλέον με συνθήκη αμυντικής συνεργασίας με την Ταϊπέι. Ο Taiwan Relations Act, ο νόμος που υιοθετήθηκε τον Απρίλιο του 1979, υπογραμμίζει ωστόσο τη σημασία μιας ειρηνικής επίλυσης της διαφοράς που φέρνει αντιμέτωπες τις δύο ακτές των Στενών, προβλέπει την προμήθεια των όπλων που είναι αναγκαία για την άμυνα της Ταϊβάν και δεσμεύεται «να διατηρήσει την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να αντισταθούν στη χρήση βίας ή άλλων μορφών καταναγκασμού που θα έθεταν σε κίνδυνο την ασφάλεια ή το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα» του νησιού. Αποφεύγοντας να αναφερθεί ρητά στο ενδεχόμενο στρατιωτικής επέμβασης σε περίπτωση κινεζικής επίθεσης, η συγκεκριμένη διατύπωση την καθιστά εντούτοις πιθανή: αποτελεί το θεμέλιο της «στρατηγικής αμφισημίας» που συντηρεί η Ουάσιγκτον.

Στην πραγματικότητα, για τις ΗΠΑ, η Ταϊβάν ανέκαθεν αποτελούσε ένα πιόνι, του οποίου η σχετική στρατηγική αξία υπολογίζεται ανάλογα με τις επιταγές της ρεαλπολιτίκ στη Νοτιοανατολική Ασία και τον Ειρηνικό. Και αυτή η αξία βρίσκεται σε ανοδική τροχιά εδώ και μερικά χρόνια. Ενώ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου το νησί αποτελούσε απλώς έναν πλίνθο στο ανάχωμα απέναντι στην εξάπλωση του κομμουνισμού, τώρα έχει μετατραπεί στο υπόδειγμα καπιταλιστικής και δημοκρατικής κοινωνίας το οποίο η Ουάσιγκτον θα ήθελε να μεταλαμπαδεύσει στην Κίνα, μέσω μιας πολιτικής επικεντρωμένης στη «δέσμευση». Επί τρεις δεκαετίες, αυτή η προσέγγιση, συνδυασμένη με τις ορέξεις των πολυεθνικών, που ξεφορτώνονταν στην Κίνα τις ρυπογόνες βιομηχανίες τους και έβρισκαν εκεί άφθονο εργατικό δυναμικό για απασχόληση σε ελεεινές συνθήκες, άσκησε αποφασιστική επιρροή στην αισιοδοξία των Αμερικανών ηγετών σχετικά με την ενσωμάτωση της Κίνας στον «κόσμο τους». Η προσέγγιση αυτή, κυρίαρχη ακόμα στην κυβέρνηση Ομπάμα, υποχώρησε εν όψει μιας πιο συγκρουσιακής προοπτικής κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων Τραμπ και Μπάιντεν - στην οποία η Ταϊβάν διαδραματίζει έναν διόλου αμελητέο ρόλο.

Σε γεωστρατηγικό επίπεδο, αποτελεί έναν σημαντικότατο κρίκο της νησιωτικής αλυσίδας που εκτείνεται από την Ιαπωνία ώς την Ινδονησία και φράζει στον κινεζικό στόλο την πρόσβαση προς τον δυτικό Ειρηνικό Ωκεανό. Σε οικονομικό επίπεδο, η Ταϊβάν έχει καταλήξει να διαδραματίζει καίριο ρόλο στη βούληση της Ουάσιγκτον να αναχαιτίσει την κινεζική άνοδο - ιδίως στο σχέδιο της κυβέρνησης Μπάιντεν να συγκροτήσει μια συμμαχία «τεχνο-δημοκρατιών». Πράγματι, τα χυτήρια του νησιού παράγουν το μεγαλύτερο μέρος των ημιαγωγών (chip) τελευταίας γενιάς, εξαρτήματα απαραίτητα για την παγκόσμια ψηφιακή οικονομία (έξυπνα τηλέφωνα, αντικείμενα με διαδικτυακή σύνδεση, τεχνητή νοημοσύνη κ.ο.κ.).11 Και οι ΗΠΑ επιθυμούν να εξασφαλίσουν ότι αυτό το παραγωγικό δυναμικό θα παραμείνει στο στρατόπεδό τους.

 

1 Βλ. για παράδειγμα, Gilles Paris και Frédéric Lemaître, «Taïwan, au cœur des tensions entre la Chine et les États-Unis», «Le Monde», 15 Απριλίου 2021, ή Brendan Scott, «Why Taiwan is the biggest risk for a US-China clash», Bloomberg, Νέα Υόρκη, 27 Ιανουαρίου 2021 (με πρόσφατες ενημερώσεις στο bloomberg.com), και «Washington Post», 5 Μαΐου 2021.

2 Robert D. Blackwill και Philip D. Zelikow, «The United States, China, and Taiwan - a strategy to prevent War», έκθεση του Council on Foreign Relations, Νέα Υόρκη, Φεβρουάριος 2021.

3 «China could attack by 2027: US admiral», AFP και «Taipei Times», 11 Μαρτίου 2021.

4 Βλ. «Η Ταϊβάν σε αναζήτηση οικονομικής ανεξαρτησίας», «Le Monde diplomatique - ελληνική έκδοση», 18 Σεπτεμβρίου 2016, monde-diplomatique.gr.

5 Nathalie Guibert, «Taïwan: des incursions aériennes chinoises sans précédent», «Le Monde», 25 Ιανουαρίου 2021.

6 Βλ. Philippe Pons, «L’engrenage de la guerre», στο «Corées. Enfin la paix ?», «Manière de voir», Νο 162, Δεκέμβριος 2018 - Ιανουάριος 2019.

7 «Rétablissement des droits légitimes de la République populaire à l’Organisation des Nations unies», ψήφισμα 2758, 1976η ολομέλεια του ΟΗΕ, Νέα Υόρκη, 25 Οκτωβρίου 1971.

8 Βλ. Alain Roux, «Les guerres de l’opium revisitées», «Le Monde diplomatique», Οκτώβριος 2004.

9 Βλ. Jérôme Lanche, «À Taïwan, les étudiants en lutte pour la démocratie», Lettres de..., 28 Μαρτίου 2014, blog.mondediplo.net

10 «Taiwan vs. République de Chine, le conflit de générations surpasse la division sud-nord», Common Wealth, No 689, Ταϊπέι, 31 Δεκεμβρίου 2019 (στα κινεζικά).

11 Βλ. Evgeny Morozov, «Doit-on craindre une panne électronique?», «Le Monde diplomatique», Αύγουστος 2021.

* Ο Tanguy Lepesant είναι επίκουρος καθηγητής στο Κεντρικό Εθνικό Πανεπιστήμιο της Ταογιουάν (Ταϊβάν) και συνεργαζόμενος ερευνητής του Γαλλικού Κέντρου Μελέτης της Σύγχρονης Κίνας (CEPC) της Ταϊπέι

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL