Φτάνοντας στο Silvio Petirosi, το αεροδρόμιο της πόλης, καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για έναν αεροσταθμό που δεν είναι διόλου για τουρίστες, ούτε και μεγάλος. Βγαίνεις έξω και έρχεται το κύμα ζέστης να σου υπενθυμίσει ότι εν μια νυκτί έχεις αλλάξει εποχή. Η διαδρομή για το ξενοδοχείο είναι στην όχθη του μεγάλου νερού, του ποταμού Παρανά, που λάτρεψε η φυλή των γουαρανί, των ινδιάνων της περιοχής, οι οποίοι επί αιώνες κυριαρχούσαν σε πολύ μεγάλη έκταση γης. Η πόλη έχει κτίρια αποικιοκρατικά και μερικά πιο νέα, αλλά δεν φαίνονται μεγάλες επεμβάσεις στην παραλιακή λεωφόρο. Ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι οι μεγάλοι και μακριοί δρόμοι της Ευρώπης εδώ φαίνονται μικροί. Οδός τάδε, νούμερο 1566, και λες μέσα σου πόσο μακριά μπορεί να πάει ο δρόμος τούτος. Φτάνεις στο ξενοδοχείο και βλέπεις ότι είναι λίγο παλιομοδίτικο, αλλά καθαρό και οι άνθρωποι που δουλεύουν πολύ φιλικοί. Όπως και στην Ισπανία, έτσι και εδώ, όταν βλέπουν κάποιον και μιλά ισπανικά χαίρονται, αφού τα αγγλικά δεν είναι το φόρτε τους. Φυσικά, τα γουαρανί είναι για τους ντόπιους, και μάλιστα με τάσεις φυλετικών διακρίσεων εκ μέρους των «λευκών» ή των καταγόμενων από οικογένειες ευρωπαϊκές, κάτι που βέβαια δεν είναι τόσο έντονο στην Παραγουάη όσο στην Αργεντινή.
Μπαίνοντας στο ξενοδοχείο, αρχίζει η συζήτηση στα ισπανικά και, όταν ρωτάνε για την κράτηση και ζητάνε διαβατήριο, έρχεται η κλασική ερώτηση. Μα δεν είσαι Ισπανός; Η προφορά σου είναι ισπανική και μιλάς καλά! Είναι πολύ ωραία αίσθηση να σε επαινούν για μια γλώσσα που έμαθες με φίλους και δεν ακολούθησες τον δρόμο των ιδιαίτερων μαθημάτων, του φροντιστηρίου ή του duo lingo. Η συζήτηση πάει σε διάφορα θέματα και χαίρεσαι που μπορείς και μαθαίνεις τα νέα της χώρας από τους ανθρώπους της. Μια κυρία που σέρβιρε τα πρωινά, τις επόμενες μέρες σού εξομολογείται ότι πήγε στην Ισπανία αλλά γύρισε γιατί της φαινόταν ότι η ζωή εκεί δεν είναι ίδια. Αν και φτωχή η Παραγουάη, παραμένει ένας τόπος που όποιος γεννήθηκε τον αγαπά.
Περίπου 27 ώρες άυπνος, προσπαθείς να ξαπλώσεις, αλλά η βόλτα στη γύρω περιοχή σε κερδίζει, παρόλο που είναι στους 37-38 το θερμόμετρο. Τα γύρω τετράγωνα είναι με μικρά κτίρια, λίγα πολυτελή, τα περισσότερα παραμελημένα. Τα μαγαζιά μικρά και διόλου φαντεζί. Βλέπεις παντού δρόμους μακριούς με ανηφόρες και κατηφόρες, αλλά με προοπτική βάθους. Η αναμονή των φίλων είναι ο καλύτερος λόγος για να επιστρέψεις. Έχουν φύγει από την Clorinda της Αργεντινής, στα σύνορα των δύο χωρών, και έρχονται.
Γυρίζεις πίσω και σε λίγο εμφανίζεται το αυτοκίνητο με τις αργεντίνικες πινακίδες που παρκάρει δίπλα στο ξενοδοχείο. Βγαίνουν από το αυτοκίνητο και εκεί φαίνεται η χαρά της υποδοχής αλλά και ο χαρακτήρας πικ νικ το σαββατοκύριακο που είχε για εκείνους η εκδρομούλα. Μπιτόνι νερό, σάντουιτς και γλυκά για να έχουμε να τρώμε. Η έννοια τού αγοράζω τα πάντα από το σούπερ μάρκετ ή τρώω συνεχώς έξω είναι κάτι που εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι δεν ισχύει και πολύ εδώ στο Νότο της Αμερικής, σε αντίθεση με το Βορρά. Αν δεν έχεις την άνεση ενός ευρωπαϊκού, έστω και ελληνικού, μισθού δεν τα κάνεις αυτά, αν και στην Ελλάδα πλέον προς τα εκεί βαδίζουμε ολοταχώς.
Μόλις όλα τακτοποιήθηκαν και έγινε το πικ νικ, αποφασίζετε να κάνετε μια βόλτα στην πόλη, για εξερεύνηση και ίσως για έναν καφέ. Κατηφορίζοντας την calle Caballero με κατεύθυνση την Plaza de la Democracia η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική από τα γνωστά μας «δυτικά» μέρη, με τα πολλά καφέ και τα μπαρ. Δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο, αν και οι δρόμοι είναι σχετικά καθαροί. Παρατηρείς λίγο ψηλότερα και βλέπεις έκπληκτος πολλά καλώδια που συναντιούνται σε κάθε γωνία σε έναν κυκεώνα από τηλεφωνικές και ηλεκτρικές παροχές σε έναν ιστό σαν της αράχνης πυκνό και αδύνατο να ξεμπερδέψεις. Οι άνθρωποι λίγοι και τα αυτοκίνητα το ίδιο.
Είναι Παρασκευή απόγευμα και έχει πολλή ζέστη, οπότε όλοι έχουν φύγει. Τα περισσότερα μικρομάγαζα, τύπου μικρά παντοπωλεία, όπως συνηθίζεται εδώ, ακόμα και χωρίς ταμπέλες, είναι κλειστά. Φτάνοντας στην πλατεία της Δημοκρατίας, βλέπεις ένα είδος παζαριού με τοπικά προϊόντα και χειροτεχνήματα. Η τέχνη των γουαρανί είναι από τις πιο εντυπωσιακές: μάσκες-τοτέμ, βραχιολάκια πάνινα πολύχρωμα, μπλουζάκια με επιγραφές στα γουαρανί, Rohayhu Asuncion Paraguay (=Σε αγαπώ Ασουνσιόν Παραγουάη) και He’U Menta’I Tererepe Ha Eñe Kalmá (=Ηρέμησε και πιες τερερέ με μέντα), καπέλα και κεντήματα, αλλά κυρίως ποτήρια με τα καλαμάκια τους τα μεταλλικά για μάτε, το εθνικό τσάι της Παραγουάης και της Αργεντινής, ή για το τερερέ, την κρύα εκδοχή του μάτε. Φτωχοί άνθρωποι αλλά πολύ αξιοπρεπείς μαζεύονται περιμένοντας τουρίστες σαν εμάς, αν και όταν ακούν την προφορά των Αργεντίνων ξέρουν ότι πολλά λεφτά δεν έχουν, ενώ δεν δέχονται πέσος καθόλου από τότε που βγήκε ο Μιλέι και το αργεντίνικο νόμισμα έπεσε στα τάρταρα. Ποιος θα φανταζόταν έως πριν από έναν χρόνο περίπου ότι η Παραγουάη, πολύ φτωχότερη και μικρότερη χώρα από την Αργεντινή, θα θεωρούσε το πέσο κατώτερο από το γουαρανί (το νόμισμα της Παραγουάης);
Οι Αργεντίνοι δυσαρεστούνται αλλά γνωρίζουν τι συμβαίνει στη χώρα τους και έτσι είναι πολύ φιλικοί. Ψωνίζεις κάτι για συγγενικά πρόσωπα και φίλους, ενώ παρακολουθείς τον κόσμο που κάθεται στα παγκάκια, να πιει το μάτε του ή το τερερέ και να χαζέψει την πολυχρωμία. Η ζέστη είναι αρκετή και συνεχίζετε τη βόλτα περνώντας από το Panteon Nacional de los Heroes, όπου οι λεβέντες του ναυτικού της Παραγουάης κάνουν υποστολή της σημαίας στο μνημείο των ηρώων τους κατά τους πολέμους με την Αργεντινή και τη Βραζιλία. Αναρωτιέσαι γιατί έχει ναυτικό μια χώρα χωρίς θάλασσα, αλλά μετά σκέφτεσαι το μεγάλο νερό που την περιτριγυρίζει, τον πλωτό Παρανά, που ξεκινά από την Βραζιλία περνάει ως σύνορο την Παραγουάη και την Αργεντινή ως το Corrientes και μετά διασχίζει την Αργεντινή ως το Rosario για να καταλήξει στο Buenos Aires. Κάθε τόπος έχει και την περίεργη ιστορία του με πολέμους, παράδοξους για έναν ξένο, αλλά όχι για τους κατοίκους, και τις ιδιομορφίες του.
Μετά, κατηφορίζετε την calle Palma, και αρχίζουν να φαίνονται τα πρώτα σημάδια δυτικού «πολιτισμού». Ανεβαίνουμε λίγο στην calle Estrella για συνάλλαγμα και βλέπεις τα λίγα ανοιχτά καταστήματα που, αν και ντάλα μεσημέρι καλοκαιριού με ζέστη, ψάχνουν πελάτες. Οι Αργεντίνοι τα χάνουν με το πόσο πιο φτηνές είναι οι τιμές εδώ, σχεδόν μισές, αν και οι μισθοί, απ’ ό,τι ακούμε, δεν είναι πολύ πιο μικροί από την Αργεντινή. Λόγω ζέστης, προτείνεις να πάτε για καφέ. Η αντίδραση είναι θερμή, αν και βλέπεις ότι φοβούνται λίγο τις τιμές, μια και είστε στο κέντρο. Τα μικρά μπαράκια σε στενά σοκάκια φαίνονται λίγο παρακμιακά, αλλά ο κόσμος μπαίνει και βγαίνει. Με το google maps εντοπίζεις ένα καφέ που βρίσκεται εντός ενός πολιτιστικού κέντρου, ονόματι La Chispa (=Η φλόγα). Εκεί βρίσκεται ένα από τα πιο αξιόλογα μέρη πολιτισμού, με θέατρο, κινηματογράφο, μουσική και δρώμενα, αντιρατσιστικά (είμαστε σε ινδιάνικη περιοχή ελεγχόμενη από Δυτικούς, ας μην το ξεχνάμε), φεμινιστικά και έμφυλης ταυτότητας. Το καφέ «Μούσα» είναι μια πραγματική όαση, αν και οι τιμές είναι σχεδόν ευρωπαϊκές. Χωρίς να σκεφτείς δεύτερη φορά αποφασίζεις, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης που έκαναν έξι ώρες ταξίδι από το Corrientes ως την Asunciόn, να κεράσεις καφέ και τοστάκια.
Οι ανεμιστήρες δίνουν μια ανάσα στην ζεστή και υγρή ατμόσφαιρα. Έτσι απολαμβάνεις τον καφέ με δίπλα σου νέα παιδιά, εμφανώς όμως μέσης και όχι κατώτερης τάξης, σε σχέση με όσους βλέπεις στους δρόμους έξω. Η ανηφορική επιστροφή για το ξενοδοχείο είναι σχεδόν με αγκομαχητά, ενώ οι δρόμοι πια έχουν αδειάσει εντελώς. Απαραίτητη η siesta σε τούτους τους τόπους!
Νωρίς το βραδάκι αποφασίζει η παρέα να κατεβεί για μια βόλτα πάλι στο κεντρικό σημείο ανάμεσα στην Plaza de la Democracia και τις οδούς Estrella και Palma. Εκείνη την ώρα έχει λίγο κόσμο, οπότε αποφασίζετε να κατευθυνθείτε προς το καφέ Μούσα, το οποίο ήταν κλειστό αλλά στον ίδιο δρόμο έχει ένα αυτοσχέδιο ελευθεριακό πάρτι με ποτά και φαγητό τοπικό. Δυστυχώς τα γουαρανί είχαν τελειώσει, δεν δάχονταν συνάλλαγμα και φυσικά δεν είχαν POS. Είναι κλειστά τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος και μόνο αρκετοί γηραλέοι κυρίως άνθρωποι, οι λεγόμενα arbolillos στην Αργεντινή, έκαναν συνάλλαγμα, αλλά δε μπορείς να εμπιστευτείς. Στην πλατεία Δημοκρατίας έχει ένα φεστιβάλ με χορούς της περιοχής, πολύχρωμες φορεσιές και τραγούδια λαϊκά. Αν και ο κόσμος στους δρόμους ήταν λίγος, πουθενά δεν νιώθεις ανασφάλεια.
Η βόλτα την επόμενη μέρα, που είναι ζεστή πάλι, αλλά με ψιλόβροχο και λίγο αποπνικτική ατμόσφαιρα, καταλήγει σε ένα mall, και βλέπεις πόσο αταίριαστα και προκλητικά πολυτελές είναι, με τους σεκιουριτάδες να φυλάνε μέσα έξω για τον φόβο των «φτωχών».
Η έξοδος το βράδυ με αρκετή δροσιά οδηγεί το παρεάκι στην πλατεία Δημοκρατίας σε μια καντίνα που σερβίρει μια ισχνή πίτσα, όπως άξιζε στα λίγα γουαρανί που απέμεναν. Κερνάς χωρίς δισταγμό τα 8 ευρώ που είχαν δύο πίτσες και τέσσερα αναψυκτικά. Είναι εκπληκτικό πως όλη η Λατινική Αμερική πίνει μανιωδώς κόκα κόλα αντί για νερό. Η μπύρα που διαλέγεις δεν είναι και κάτι φοβερό, αλλά καλύτερη από το γνωστό αναψυκτικό...