Live τώρα    
28°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
28 °C
26.2°C29.1°C
3 BF 41%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
26 °C
25.2°C27.1°C
3 BF 53%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
27 °C
26.0°C26.6°C
1 BF 70%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αίθριος καιρός
27 °C
26.6°C26.9°C
4 BF 57%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
27 °C
26.9°C26.9°C
2 BF 44%
ΗΠΑ / Εκατό μέρες Τραμπ, εκατό μέρες άνω-κάτω...
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

ΗΠΑ / Εκατό μέρες Τραμπ, εκατό μέρες άνω-κάτω...

135404738aaaaa.jpg
ΑΝΑΛΥΣΗ

Δεν υπάρχει πιο άβολη στιγμή για έναν Αμερικανό Πρόεδρο από τον απολογισμό των πρώτων 100 ημερών της θητείας του. Τα μάτια είναι στραμμένα πάνω του, η «αξιολόγηση» είναι αυστηρή. Δεν έχει μεσολαβήσει μεγάλο διάστημα από τις εκλογές και οι ψηφοφόροι θέλουν να βεβαιωθούν ότι έκαναν τη σωστή επιλογή. Βέβαια, αυτός ο απολογισμός είναι περισσότερο συμβολικού χαρακτήρα, έχει όμως και σημασία για έναν κυρίως λόγο: Αποτυπώνει τον «τόνο» των πεπραγμένων στο «πρελούδιο» της θητείας ενός Προέδρου.

«Οι πρώτες 100 ημέρες» είναι σαφώς μια λεζάντα, αλλά και μια εικόνα. Είναι το πρώτο πεδίο «δοκιμών» της πολιτικής βούλησης, της αποτελεσματικότητας και της διαχειριστικής επάρκειας κάθε κυβέρνησης και του επικεφαλής της, ακόμη κι αν το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα είναι αυθαίρετα καθορισμένο και μπορεί να μην σημαίνει τίποτα στην τρομακτική μεταβλητότητα της πολιτικής ατμόσφαιρας. Προς επιβεβαίωση των προηγούμενων, αρκεί να κοιτάξει κάποιος τι συνέβη στις εκλογές στον Καναδά. Εκεί που οι Φιλελεύθεροι του «αποδιωγμένου» Τριντό ήταν καταδικασμένοι στη συνείδηση των ψηφοφόρων και όδευαν προς συντριβή, η επιθετική ρητορική του Τραμπ κατά του Καναδά και ο εμπορικός πόλεμος που του κήρυξε τους βοήθησαν όχι μόνο να ανανήψουν πολιτικά, αλλά και να επικρατήσουν -άνετα- εκλογικά. Από την άλλη, οι 100 ημέρες λειτουργούν και ως δείκτης του γενικού βαθμού ικανοποίησης του εκλογικού σώματος. Εφαρμόζει, εντέλει, ο Πρόεδρος όσα υποσχόταν προεκλογικά; Και για τους εκτός Αμερικής, οι πρώτες 100 ημέρες του νέου Προέδρου αποτελούν σίγουρα ένα ορόσημο, καθώς ο κόσμος ανυπομονεί να δει πώς συμπεριφέρεται ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου από την αρχή της θητείας του.

Για την ιστορία, η αξιολόγηση των 100 πρώτων ημερών της θητείας ενός Προέδρου «θεσμοθετήθηκε» επί προεδρίας Φραγκλίνου Ρούσβελτ το 1933. Αναλαμβάνοντας τα ηνία της χώρας στο κάδρο της Μεγάλης Ύφεσης, ο ιστορικός Δημοκρατικός Πρόεδρος προώθησε ένα άνευ προηγουμένου πακέτο δεκαπέντε σημαντικών νομοθετημάτων στο Κογκρέσο στο διάστημα των πρώτων 100 ημερών της θητείας του, θέτοντας ένα ιστορικό προηγούμενο που έμελλε να γίνει το σημείο σύγκρισης για οποιονδήποτε Πρόεδρο στο μέλλον ως απόδειξη βούλησης και πολιτικής τόλμης. Έκτοτε το ορόσημο των συνολικών επιδόσεων των πρώτων 100 ημερών της θητείας τους αντιπροσωπεύει ένα είδος stress test για τους Προέδρους των ΗΠΑ.

Τα αποτελέσματα του τεστ…

Για τον Ντόναλντ Τραμπ τα αποτελέσματα αυτού του τεστ ήρθαν, επίσης, στην ώρα τους...

Και έχουν τη σημασία τους αρκεί να μην υποκύψει κάποιος στον πειρασμό της εύκολης ερμηνείας τους. Μόνο και μόνο η ιδιαιτερότητα της περσόνας του και το «ανεπανάληπτο», σαρωτικό στιλ της δεύτερης προεδρίας του «απαιτούν» έναν ξεκάθαρο απολογισμό. Το χαρακτηριστικό μότο της κυβέρνησής του «υποσχέσεις που δόθηκαν, υποσχέσεις που τηρήθηκαν» δεν επιτρέπει επιείκεια.

Θα μπορούσε, όμως, κανείς να είναι σχετικά επιεικής μαζί του. Η «ευθύνη» για ορισμένες από τις υποσχέσεις που δόθηκαν αλλά… δεν τηρήθηκαν ανήκει στα ομοσπονδιακά δικαστήρια. Οι δικαστές φρέναραν τις πιο επιθετικές προεδρικές αποφάσεις και πάγωσαν το ξήλωμα ομοσπονδιακών οργανισμών, υπηρεσιών, νομοθεσιών και κανονισμών στο όνομα του «συμμαζέματος» της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Όμως άλλες υποσχέσεις, όπως εκείνη του τερματισμού εδώ και τώρα -ίσως με κάποιου είδους μαγικά- των πολέμων σε Ουκρανία και Γάζα ή του εξαναγκασμού των εμπορικών ανταγωνιστών των ΗΠΑ να πέσουν στα γόνατα και να εκλιπαρούν για νέες συμφωνίες ύστερα από την επιβολή σαρωτικών δασμών στα προϊόντα τους, αναζητούν ακόμη την εκπλήρωσή τους.

Το οργισμένο tweet του Τραμπ την προπερασμένη εβδομάδα, ότι για τον πόλεμο στην Ουκρανία ευθύνεται ο «κοιμισμένος Μπάιντεν» και πως «εγώ απλώς προσπαθώ να συμμαζέψω το χάος που μου άφησαν ο Ομπάμα και ο Μπάιντεν», αν μη τι άλλο ομολογεί την αδυναμία του να αντιμετωπίσει μια πολυσύνθετη κρίση, στην οποία η τακτική του επιχειρηματικού ντιλ που διατυμπανίζει ως πανάκεια δεν έχει καμία τύχη. Κι όμως, πολλές φορές στη διάρκεια της εκστρατείας του το 2023 και το 2024 ο Ντ. Τραμπ είχε υποσχεθεί, σε πολύ σοβαρό τόνο και ύφος μάλιστα, πως όταν θα επιστρέψει στον Λευκό Οίκο θα τελειώσει τον πόλεμο στην Ουκρανία μέσα σ’ ένα εικοσιτετράωρο, και ίσως ακόμη συντομότερα! «Όταν η διπλωματία α λα Τραμπ συγκρούεται επανειλημμένα με την πραγματικότητα, τα αποτελέσματα σε τρία κρίσιμα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, στην Ουκρανία, στη Γάζα και στο ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, είναι πολύ φτωχά στην αρχή της θητείας του Προέδρου» σχολίασε σκωπτικά η γαλλική Le Monde. Για πολλούς αναλυτές εντός και εκτός Αμερικής οι πρώτες 100 ημέρες της δεύτερης διακυβέρνησης Τραμπ δεν έχουν προηγούμενο στην ιστορία των αμερικανικών κυβερνήσεων. Χαρακτηρίστηκαν τόσο από την επιθετική χρήση της εκτελεστικής εξουσίας όσο και από τη σπουδή να ξηλωθούν πολιτικές των προηγούμενων κυβερνήσεων, όχι απλώς να διαφοροποιηθούν ή να εγκαταλειφθούν.

Από Διάταγμα σε Διάταγμα

Ο Τραμπ υπέγραψε 143 εκτελεστικά Διατάγματα κατά τις πρώτες 100 ημέρες της δεύτερης θητείας του, ξεπερνώντας το μέχρι πρότινος ρεκόρ των 99 του Ρούσβελτ το 1933. Μόλις την πρώτη ημέρα της επιστροφής του στον Λευκό Οίκο υπέγραψε έναν αριθμό ρεκόρ 26 εκτελεστικών Διαταγμάτων. Μεταξύ αυτών, διατάγματα που στόχευαν στην κατάργηση πολυάριθμων εκτελεστικών Διαταγμάτων της προεδρίας Μπάιντεν, στην εκ νέου αποχώρηση των ΗΠΑ από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, στην αναίρεση της ομοσπονδιακής αναγνώρισης της έμφυλης ταυτότητας, στην κήρυξη κατάστασης εθνικής έκτακτης ανάγκης για το Μεταναστευτικό, στην προσπάθεια τερματισμού του δικαιώματος απόκτησης ιθαγένειας για τα παιδιά μεταναστών με βάση το δίκαιο του εδάφους και, φυσικά, στη χορήγηση αμνηστίας σε περισσότερα από 1.500 άτομα που καταδικάστηκαν για τη βίαιη εισβολή στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021.

Θα ήταν εν μέρει αναμενόμενο για έναν Πρόεδρο με τέτοια «υπερδραστηριότητα» στα εκτελεστικά Διατάγματα να διαθέτει και μια κυβέρνηση ανάλογων προσόντων στο νομοθετικό έργο. Όμως κάτι τέτοιο απέχει μίλια από την πραγματικότητα. Και ο λόγος είναι προφανής: Τον πρώτο λόγο έχει πάντα ο Πρόεδρος... Παρά τον πλήρη έλεγχο του Κογκρέσου από τους Ρεπουμπλικάνους, τα νομοθετικά επιτεύγματα της κυβέρνησης Τραμπ στις πρώτες 100 ημέρες της θητείας της είναι εξαιρετικά περιορισμένα. Μόλις πέντε νομοσχέδια έχουν ψηφιστεί ως τώρα, τα λιγότερα για οποιαδήποτε κυβέρνηση οποιουδήποτε νέου Προέδρου εδώ και επτά δεκαετίες (!), ακόμη και από την πρώτη του μεγιστάνα, όταν στις πρώτες 100 ημέρες της το Κογκρέσο είχε εγκρίνει 24 νομοσχέδια. Η πολύ χαμηλή νομοθετική παραγωγή θα μπορούσε να αποδοθεί στην πλήρη ευθυγράμμιση της κοινοβουλευτικής ηγεσίας των Ρεπουμπλικάνων με τον Τραμπ, και φυσικά με την τακτική των Προεδρικών Διαταγμάτων.

Σε πολλούς αναλυτές είναι ξεκάθαρο ότι η νομοθετική αδράνεια της κυβέρνησης Τραμπ δεν υποδηλώνει τίποτε άλλο πέρα από την προτεραιότητα που δίνεται στην εξουσία του Προέδρου έναντι οποιουδήποτε κυβερνητικού νομοθετικού έργου. Αυτή η τακτική έχει πυροδοτήσει ένα διογκούμενο κύμα αντιδράσεων κατά της κυβέρνησης Τραμπ από τη δικαστική εξουσία, και όχι μόνο, με αποτέλεσμα την κατάθεση συνολικά 255 (!) αγωγών μέχρι στιγμής εναντίον της για μέτρα και αποφάσεις που αφορούν από την οικονομία και το εμπόριο ως τη μετανάστευση και την κλιματική κρίση.

Σκόρπια κομμάτια

Αφήνοντας στην άκρη τις δημοσκοπήσεις για τον βαθμό αποδοχής του, που για ακόμη μία φορά δεν κάνουν κάτι περισσότερο από το να καταγράφουν βαθιές διαιρέσεις και περιχαρακώσεις πρωτίστως γύρω από φυλετικά και δευτερευόντως γύρω από ταξικά χαρακτηριστικά, εκεί που αντικειμενικά αναδείχθηκε το μεγαλύτερο πρόβλημα συνοχής στο σύστημα εξουσίας Τραμπ κατά τις πρώτες 100 ημέρες ήταν η πολυδιαφημισμένη «κυβερνητική μεταρρύθμιση».

Η εκστρατεία του Προέδρου να πατάξει αυτό που αποκαλεί «ομοσπονδιακή γραφειοκρατία» στο όνομα του περιορισμού των δημόσιων δαπανών πήρε χαοτική τροπή. Διορισμένος από τον Τραμπ και αναλαμβάνοντας το νεοσύστατο υπουργείο Αποδοτικότητας της Κυβέρνησης, το αφεντικό της Tesla Ίλον Μασκ εξαπέλυσε κύμα μαζικών απολύσεων εργαζομένων σε ομοσπονδιακούς οργανισμούς και υπηρεσίες, ενώ οι βοηθοί του απέκτησαν πρόσβαση σε τεράστιους όγκους προσωπικών δεδομένων. Όλο το εγχείρημα κατέληξε σε φιάσκο, πυροδοτώντας μια ακολουθία αγωγών κατά της κυβέρνησης που σωρευτικά προκάλεσαν πολύ μεγάλο και δύσκολα διαχειρίσιμο αντίκτυπο στη δημοφιλία της, ακόμη και μεταξύ των υποστηρικτών της. Πόσο μάλλον όταν αρκετοί από τους απολυμένους επιθεωρητές, ειδικούς, εμπειρογνώμονες, τεχνογνώστες σε υπηρεσίες-κλειδιά που εποπτεύουν κρίσιμους τομείς, όπως η ασφάλεια τροφίμων ή η ασφάλεια των μεταφορών, επανήλθαν στις θέσεις τους καθώς διακυβευόταν η λειτουργικότητα ζωτικών τομέων του κρατικού μηχανισμού. Άλλοι εργαζόμενοι επαναπροσλήφθηκαν ύστερα από προσφυγές τους στη Δικαιοσύνη, με τα δικαστήρια να κρίνουν καταχρηστικές τις απολύσεις τους. Ιθύνοντες ομοσπονδιακών οργανισμών ελέγχου και εποπτείας, των οποίων οι βαθμίδες μειώθηκαν με Διατάγματα του Τραμπ, ανέφεραν συρρίκνωση και όχι βελτίωση της αποδοτικότητάς τους, καθώς η εξέταση των αιτημάτων παίρνει περισσότερο χρόνο, με αποτέλεσμα να καθυστερεί η λήψη αποφάσεων και ο χρόνος αναμονής για το κοινό να είναι μεγαλύτερος.

Η επιχείρηση «νοικοκύρεμα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης» ήταν ένα βατερλό για την εικόνα της κυβέρνησης Τραμπ. Παρά τον ορυμαγδό απολύσεων, ο στόχος χάθηκε στην πορεία… Ο Μασκ είχε δεσμευτεί στην αρχή ότι θα μείωνε το λειτουργικό κόστος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης κατά 2 τρισ. δολάρια, αργότερα ωστόσο ανέκρουσε πρύμναν και παραδέχθηκε ότι ο στόχος αυτός είναι… άπιαστος. Αρκετά από τα πρώτα εκτελεστικά Διατάγματα του Τραμπ είχαν στόχο και το πρόγραμμα «DEI» της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για την προώθηση της «ποικιλομορφίας, της ισότητας και της ένταξης» που στόχευε και πέρα από τα προφανή σε σχέση με το Μεταναστευτικό, στα ευρύτερα δικαιώματα των κοινοτήτων και στις έμφυλες ταυτότητες. Αυτή η πίεση επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα, με εταιρείες-κολοσσούς, όπως η Citigroup και η PepsiCo, να δέχονται να τροποποιήσουν τη σχετική προσέγγισή τους σε θέματα προσλήψεων και κατάρτισης. Έχουν, επίσης, απειληθεί πανεπιστήμια, κολέγια αλλά και δικηγορικά γραφεία με τιμωρητικά μέτρα εάν δεν απαλλαγούν από τις πρακτικές του προγράμματος «DEI».

Ο Τραμπ προχώρησε, επίσης, στην προσπάθειά του να καταργήσει ή να μειώσει δραστικά τις αρμοδιότητες του υπουργείου Παιδείας, κατηγορώντας το ότι προωθεί τη φιλελεύθερη ατζέντα στα σχολεία της χώρας. Για την ώρα οι προσπάθειες να εξαναγκαστούν τα δημόσια σχολεία να εγκαταλείψουν τα προγράμματα «DEI» μέσω της διακοπής της ομοσπονδιακής χρηματοδότησης έχουν μπλοκαριστεί από τα δικαστήρια. Ωστόσο, το όπλο αυτό έχει χρησιμοποιηθεί με σχετική επιτυχία σε πανεπιστήμια, οι πρυτανικές Αρχές των οποίων κατηγορούνται από την κυβέρνηση για «αντισημιτισμό». Περικοπές χρηματοδότησης έχουν εφαρμοστεί σε κορυφαία πανεπιστήμια της χώρας και μια νέα κυβερνητική ομάδα εργασίας για τον αντισημιτισμό έχει «εντοπίσει» τουλάχιστον 60 πανεπιστήμια «προς επιθεώρηση». Ο Αμερικανός Πρόεδρος κατηγορεί τις πρυτανικές Αρχές ότι δεν προστάτευσαν τους Εβραίους φοιτητές στη διάρκεια των περσινών διαμαρτυριών στις πανεπιστημιουπόλεις κατά του πολέμου στη Γάζα και της υποστήριξης των ΗΠΑ προς το Ισραήλ. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η κόντρα του με το Χάρβαρντ, η οποία τελευταία φαίνεται να παίρνει απρόβλεπτη τροπή μετά την αγωγή που κατέθεσε κατά της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ο εβραϊκής καταγωγής πρόεδρός του Άλαν Γκάρμπερ.

Δημοκρατία ή αυταρχισμός

Σε μια μερίδα του αντι-Τραμπ στρατοπέδου τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: Δεν είναι τόσο η ολιγαρχία των δισεκατομμυριούχων που απειλούν την Αμερική όσο η σπουδή του Τραμπ να υποτάξει την αμερικανική Δημοκρατία στον αυταρχισμό. Θεωρούν, ωστόσο, πως αυτή είναι η αχίλλειος πτέρνα του και η αξιοποιήσιμη διαφορά του σε σχέση με άλλους αυταρχικούς ηγέτες σε άλλα μέρη του κόσμου. «Ο Τραμπ δεν έχει επιδείξει την υπομονή ή τη στρατηγική οξυδέρκεια που χρειάζεται κάποιος για να συσσωρεύσει εξουσία χωρίς να γίνει αντιληπτός. Αντί να αφιερώσει χρόνο για να αποδυναμώσει αθόρυβα τα δικαστήρια και να περιθωριοποιήσει συστηματικά τον Τύπο, προχώρησε με φανταχτερές κινήσεις, όπως η αφαίρεση δισεκατομμυρίων δολαρίων για την έρευνα από τα ιδιωτικά κολέγια του Ivy League και η αποστολή φερόμενων ως εγκληματιών σε γκουλάγκ στο Ελ Σαλβαδόρ. Ενεργούσε σαν να είχε ήδη αποκτήσει απόλυτη εξουσία, δείχνοντας ότι τίποτε από όσα μπορούσαν να πουν ή να κάνουν τα δικαστήρια, ο Τύπος ή οι Δημοκρατικοί δεν είχε πια σημασία. Αυτό το στρατηγικό σφάλμα της συνολικής εικόνας -μια εκδοχή τού να βάζουμε το αυταρχικό κάρο μπροστά από το άλογο- επιδεινώθηκε από κακές επιλογές τακτικής» γράφει χαρακτηριστικά στην επιθεώρηση Vox ο Ζακ Μπίτσαμπ.

Υπάρχει, επίσης, ένα πρόβλημα απλής ανικανότητας, σύμφωνα με τον αρθρογράφο. Μπορεί η ηγεσία του Χάρβαρντ να ήθελε απεγνωσμένα να κάνει μια συμφωνία με την κυβέρνηση Τραμπ στα πρότυπα του Πανεπιστημίου Κολούμπια, αλλά στη συνέχεια οι άνθρωποι του Προέδρου έστειλαν στη διοίκηση του πανεπιστημίου μια λίστα με τόσο ακραίες απαιτήσεις, που ισοδυναμούσαν με την άμεση ανάληψη του ελέγχου του από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, κάτι που η ηγεσία του Χάρβαρντ δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδεχθεί και δεν είχε άλλη επιλογή από το να αντισταθεί στην κυβέρνηση.

«Είναι πιθανό -ίσως όχι πιθανό, αλλά πιθανό- ο Τραμπ να γίνει πιο έξυπνος καθώς προχωρά η θητεία του» επισημαίνει ο Μπίτσαμπ. «Θα μπορούσε να διορθώσει μερικά από τα πιο προφανή λάθη του, για παράδειγμα υποχωρώντας πλήρως στο θέμα των δασμών. Υπάρχει, επίσης. η πιθανότητα να κάνει μια απροκάλυπτη προσπάθεια επίδειξης δύναμης, όπως, π.χ., περιφρονώντας μια δικαστική εντολή, κάτι που λειτουργεί. […] Ωστόσο, η αποτυχία της επίθεσης Τραμπ στην αμερικανική Δημοκρατία δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη. Οι αναποδιές που αντιμετωπίζει τελευταία το κυβερνητικό στρατόπεδο είναι αποτέλεσμα, σε μεγάλο βαθμό, της προθυμίας της αμερικανικής κοινωνίας να αγωνιστεί. Της αίσθησής της ότι η αντίσταση δεν είναι μόνο εφικτή, αλλά και απαραίτητη. Οι αδυναμίες του Τραμπ μπορούν να αξιοποιηθούν, αλλά αυτό εξαρτάται αποκλειστικά από τη δέσμευση της αμερικανικής κοινωνίας να το πράξει».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL