Είναι μια πραγματικότητα, ένα τεκμηριωμένο γεγονός, ή μήπως το τελευταίο φαρμακερό βέλος στον “ανανήψαντα” Τραμπ που πήρε τη ρεβάνς στις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου και τώρα ετοιμάζεται να επιστρέψει θριαμβευτικά στον Λευκό Οίκο; Πάντως η επίσημη αφήγηση απορρίπτει κάθε υπόνοια πολιτικής σκοπιμότητας.
Ό,τι και να είναι φαίνεται πως λίγο θα επηρεάσει την κατάσταση των πραγμάτων:
Τη διάχυτη ευφορία και τις μεγάλες προσδοκίες στην Αμερική, το μούδιασμα, την αβεβαιότητα και την ανησυχία στον υπόλοιπο κόσμο σε σχέση με τις επόμενες επιλογές του μεγιστάνα και τον δρομολογημένο επαναπροσδιορισμό του στίγματος των ΗΠΑ στον παγκόσμιο στρατηγικό χάρτη.
Ωστόσο, η “ενοχοποίηση” ενός προέδρου, με έμμεση απαγγελία ποινικών κατηγοριών εναντίον του τη στιγμή που επίκειται η ορκωμοσία του, δεν παύει να δημιουργεί προβληματισμό για το επίπεδο της οξύτητας του αντιπολιτευτικού λόγου και γενικότερα της κριτικής που θα πρέπει να αναμένονται κατά τη νέα θητεία Τραμπ.
Σύμφωνα με το πόρισμα του ειδικού εισαγγελέα Τζακ Σμιθ που δημοσιοποιήθηκε νωρίτερα, ο Τραμπ θα περνούσε σήμερα από δίκη κατηγορούμενος για «άνευ προηγουμένου εγκληματική προσπάθεια» να παραμείνει στην εξουσία μετά την ήττα του στις εκλογές του 2020 αν στο μεταξύ δεν είχε επανεκλεγεί πρόεδρος. Μ’ άλλα λόγια, η επιστροφή του μεγιστάνα στον Λευκό Οίκο και η ασυλία που απολαμβάνει ως Αμερικανός πρόεδρος, καθιστούν νομικά ανεφάρμοστη μια τέτοια δίωξη.
Πολωτική «παραμόρφωση»
Το γεγονός φαντάζει σχεδόν σουρεαλιστικό, είναι ωστόσο ενδεικτικό της πολωτικής “παραμόρφωσης” της εικόνας και της λειτουργίας του αμερικανικού πολιτικού συστήματος στην εποχή του τραμπισμού αλλά και των αντιδράσεων που αυτή η κατάσταση προκαλεί σε διάφορα επίπεδα, κοινωνίας, θεσμών και πολιτικής “ρουτίνας”.
Στην επίσημη έκθεση του ειδικού εισαγγελέα που δημοσιοποιήθηκε χθες, ο Ντόναλντ Τραμπ κατηγορείται ότι συμμετείχε σε μια «άνευ προηγουμένου εγκληματική προσπάθεια» να παραμείνει στην εξουσία το 2020 αφότου έχασε τις εκλογές από τον Τζο Μπάιντεν. Στην έκθεση Σμιθ περιγράφεται λεπτομερώς η απόφαση της εισαγγελίας να προχωρήσει στην άσκηση ποινικής δίωξης κατά του Τραμπ για την εν λόγω υπόθεση, με κεντρική κατηγορία ότι σχεδίαζε να εμποδίσει την συλλογή και καταμέτρηση ψήφων όταν είχε διαφανεί ότι επρόκειτο να χάσει τις εκλογές.
Ο συντάκτης της έκθεσης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα υπάρχοντα στοιχεία θα ήταν αρκετά για να καταδικαστεί ο Τραμπ σε μια υποτιθέμενη δίκη, ωστόσο η επιστροφή του στην προεδρία, που έχει προγραμματιστεί για τις 20 Ιανουαρίου, καθιστά αδύνατη την ποινική δίωξή του.
Ο Σμιθ, ο οποίος έχει αντιμετωπίσει αμείλικτη κριτική από τον Τραμπ, υπερασπίστηκε με σθένος την έρευνά του και τους εισαγγελείς που εργάστηκαν γι’ αυτήν. «Ο ισχυρισμός του κ. Τραμπ ότι οι αποφάσεις μου ως εισαγγελέα επηρεάστηκαν ή κατευθύνθηκαν από την κυβέρνηση Μπάιντεν ή άλλους πολιτικούς παράγοντες είναι, με μια λέξη, γελοίος», έγραψε χαρακτηριστικά ο Σμιθ. Από την πλευρά του ο Τραμπ με ανάρτησή του στην “ιδιόκτητη” πλατφόρμα του Truth Social χαρακτήρισε τον Σμιθ έναν “βλάκα εισαγγελέα αφού δεν κατόρθωσε να τον δικάσει πριν από τις εκλογές”.
Οι δικηγόροι του Τραμπ, με επιστολή τους προς τον υπουργό Δικαιοσύνης Μέρικ Γκάρλαντ η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα, χαρακτήρισαν την έκθεση Σμιθ «επίθεση με πολιτικά κίνητρα» υποστηρίζοντας ότι η δημοσιοποίησή της πριν από την επιστροφή του μεγιστάνα στον Λευκό Οίκο είναι επιζήμια για την διαδικασία μεταβίβασης της προεδρικής εξουσίας.
«Νομικοί κίνδυνοι»
Σύμφωνα με το Reuters, πολλά από τα στοιχεία που περιέχονται στη συγκεκριμένη έκθεση έχουν δημοσιοποιηθεί κατά το παρελθόν, ωστόσο περιλαμβάνονται και ορισμένες νέες λεπτομέρειες όπως, για παράδειγμα, ότι οι εισαγγελείς εξέτασαν το ενδεχόμενο να κατηγορήσουν τον Τραμπ για υποκίνηση της επίθεσης της 6ης Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο βάσει ενός νόμου που είναι γνωστός ως Insurrection Act και αναφέρεται στο αδίκημα της εξέγερσης. Ωστόσο, οι εισαγγελείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μια τέτοια κατηγορία εγκυμονούσε “νομικούς κινδύνους” ενώ έκριναν πως δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία ότι ο Τραμπ επεδίωκε πράγματι μια έκρηξη γενικευμένης βίας στην αποτυχημένη προσπάθεια του όχλου των υποστηρικτών του να εμποδίσουν το Κογκρέσο να επικυρώσει το αποτέλεσμα των εκλογών του 2020.
Στο υπό εξέταση κατηγορητήριο της εισαγγελικής ομάδας Σμιθ περιλαμβάνονταν κατηγορίες κατά του Τραμπ για “συνωμοσία”, “παρεμπόδιση επικύρωσης εκλογικών αποτελεσμάτων”, “εξαπάτηση” σε σχέση με την διάδοση ανακριβειών για τα εκλογικά αποτελέσματα και “στέρηση του δικαιώματος ψήφου” σε Αμερικανούς πολίτες.
Η ομάδα Σμιθ έκρινε ότι οι κατηγορίες μπορεί να ήταν δικαιολογημένες εναντίον ορισμένων “συν-συνωμοτών” που θεωρείται ότι βοήθησαν τον Τραμπ να εκτελέσει το σχέδιο του αλλά τα στοιχεία δεν ήταν επαρκή για να εξακριβωθεί ο βαθμός ενοχής τους. Ως “συν-συνωμότες” χαρακτηρίζονται αρκετοί από τους πρώην δικηγόρους του Τραμπ.
Μια δεύτερη ενότητα της έκθεσης αναφέρεται στο “κατηγορητήριο” Σμιθ για την υπόθεση της παράνομης κατακράτησης εγγράφων εθνικής ασφάλειας από τον Τραμπ μετά την αποχώρησή του από τον Λευκό Οίκο, το 2021. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει δεσμευτεί να μην δημοσιοποιήσει στοιχεία γι’ αυτή την υπόθεση όσο συνεχίζονται οι νομικές διαδικασίες εναντίον δύο συνεργατών του Τραμπ οι οποίοι κατηγορούνται για εμπλοκή, οπότε τα όσα περιλαμβάνονται στην έκθεση του ειδικού εισαγγελέα είναι περιορισμένα.
Ο Σμιθ, ο οποίος αποχώρησε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης την περασμένη εβδομάδα, ουσιαστικά έβαλε στο αρχείο και τις δύο υποθέσεις κατά του Τραμπ επικαλούμενος την άτυπη ασυλία του και την δεδομένη πολιτική να μην ασκούνται διώξεις σε βάρος εν ενεργεία προέδρων. Ο Τραμπ έχει ήδη δηλώσει “αθώος” για όλες τις κατηγορίες και έχει επιτεθεί πολλάκις στον Σμιθ χαρακτηρίζοντάς τον «διαταραγμένη προσωπικότητα», το δε κατηγορητήριο εναντίον του ως επιχείρηση με πολιτικά κίνητρα με στόχο να προκληθεί ζημιά στη εκστρατεία και το πολιτικό κίνημα του.
Μετ' εμποδίων
Ο Τραμπ και οι δύο πρώην συγκατηγορούμενοι του στην υπόθεση των διαβαθμισμένων εγγράφων προσπάθησαν να εμποδίσουν τη δημοσίευση της έκθεσης Σμιθ λίγες μέρες πριν ο μεγιστάνας επιστρέψει στα καθήκοντά του στις 20 Ιανουαρίου. Περιφερειακό δικαστήριο απέρριψε τα αιτήματά τους και άναψε το πράσινο φως για τη δημοσιοποίησή της.
Ωστόσο, η περιφερειακή δικαστής Άιλιν Κάνον η οποία προήδρευσε στην υπόθεση, διέταξε το Υπουργείο Δικαιοσύνης να παγώσει προς το παρόν τα σχέδια του να επιτρέψει σε ορισμένα μέλη του Κογκρέσου να εξετάσουν ιδιωτικά την ενότητα της έκθεσης που αναφέρεται στα διαβαθμισμένα έγγραφα που πήρε μαζί του ο Τραμπ φεύγοντας από τον Λευκό Οίκο το 2021.
Υπενθυμίζεται ότι επιτροπή του Κογκρέσου δημοσίευσε το 2022 τη δική της έκθεση, έκτασης 700 σελίδων, για τις ενέργειες του Τραμπ μετά τις εκλογές του 2020. Τόσο εκείνη όσο και η έκθεση Σμιθ καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο Τραμπ διέδωσε ψευδείς ισχυρισμούς για εκτεταμένη νοθεία μετά τις εκλογές και ότι πίεσε το Κογκρέσο να μην επικυρώσει το εκλογικό αποτέλεσμα. Η όλη προσπάθεια του κορυφώθηκε με την επίθεση στις 6 Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο όταν ο όχλος των υποστηρικτών του με κεντρικό σύνθημα “σταματήστε την κλοπή” εισέβαλε στο Κογκρέσο σε μια αποτυχημένη προσπάθεια του να εμποδίσει την επικύρωση της νίκης Μπάιντεν.
Η δικαστική έρευνα του εισαγγελέα Σμιθ αντιμετώπισε σωρεία εμποδίων πολύ πριν από την επανεκλογή του Τραμπ και διακόπηκε επί μήνες καθώς ο μεγιστάνας επέμενε στον ισχυρισμό του ότι δεν μπορούσε να διωχθεί για ενέργειες που είχαν γίνει όταν ήταν πρόεδρος. Η συντηρητική πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου τάχθηκε σε μεγάλο βαθμό στο πλευρό του επιβεβαιώνοντας την ευρεία ασυλία από ποινικές διώξεις που απολαμβάνουν οι πρώην πρόεδροι.