O γενικός εισαγγελέας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ) της Χάγης Καρίμ Χαν δήλωσε στο αμερικανικό δίκτυο CNN πως έχει ζητήσει την έκδοση ενταλμάτων κατά του Μπενιαμίν Νετανιάχου και του ηγέτη της Χαμάς Γιαχία Σινουάρ, κατηγορώντας τους για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που σχετίζονται με τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου στο Ισραήλ και τον επακόλουθο πόλεμο στη Γάζα, μια παρέμβαση που θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα του πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας. Σημείωσε πως η αίτησή του, η οποία θα εξεταστεί από επιτροπή δικαστών του ΔΠΔ, αφορά επίσης την έκδοση ενταλμάτων για τον υπουργό Άμυνας του Ισραήλ Γιοάβ Γκαλάντ, καθώς και για δύο άλλους κορυφαίους ηγέτες της Χαμάς, τον Μοχάμεντ Ντιάμπ Ιμπραήμ αλ-Μάσρι, αρχηγό των Ταξιαρχιών Αλ Κασέμ, και τον Ισμαήλ Χανίγιε, πολιτικό αρχηγό της Χαμάς. Η τριμελής δικαστική επιτροπή αναμένεται να ανακοινώσει την απόφασή της τις επόμενες εβδομάδες. Μέχρι σήμερα τα αιτήματα της Εισαγγελίας για την έκδοση ενταλμάτων γίνονταν τις περισσότερες φορές δεκτά.
Είναι η πρώτη φορά που το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης βάζει στο στόχαστρό του τον ηγέτη ενός στενού συμμάχου των ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίο ότι η αμέσως προηγούμενη αντίστοιχη παρέμβαση αφορούσε την έκδοση εντάλματος σύλληψης κατά του Βλαντίμιρ Πούτιν μετά την εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία. Σύμφωνα με όσα δήλωσε ο Κ. Χαν στο CNN, οι κατηγορίες εναντίον των Γ. Σινουάρ, Ισμ. Χανίγιε και Αλ-Μάσρι περιλαμβάνουν «εξόντωση, δολοφονία, σύλληψη ομήρων, βιασμό και σεξουαλική επίθεση κατά την κράτηση». Αντίστοιχα, οι κατηγορίες σε βάρος του Μπ. Νετανιάχου και του Γ. Γκάλαντ περιλαμβάνουν «πρόκληση εξόντωσης, πρόκληση πείνας ως μέθοδος πολέμου, συμπεριλαμβανομένης της άρνησης των προμηθειών ανθρωπιστικής βοήθειας, σκόπιμης στόχευσης αμάχων σε σύγκρουση». Από την Πέμπτη ο Μπ. Νετανιάχου είχε δηλώσει ότι τυχόν έκδοση ενταλμάτων σύλληψης από το ΔΠΔ κατά ανώτερων Ισραηλινών κυβερνητικών και στρατιωτικών αξιωματούχων θα συνιστούσε «σκάνδαλο ιστορικών διαστάσεων» και «αντισημιτικό έγκλημα μίσους». Σημείωσε, μάλιστα, πως το Ισραήλ διαθέτει «ανεξάρτητο νομικό σύστημα που διερευνά αυστηρά όλες τις παραβιάσεις του νόμου». Μιλώντας στο CNN, ο Κ. Χαν τόνισε πως «κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου» και σχολίασε πως αν το Ισραήλ διαφωνεί με το ΔΠΔ, «είναι ελεύθερο, παρά τις αντιρρήσεις του για τη δικαιοδοσία, να υποβάλει προσφυγή ενώπιον των δικαστών του δικαστηρίου».
Το Ισραήλ και οι ΗΠΑ δεν ανήκουν στην ομάδα των 124 κρατών που έχουν επικυρώσει το Καταστατικό της Ρώμης, την ιδρυτική, δηλαδή, συνθήκη για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Παρ’ όλα αυτά, το δικαστήριο κρίνει πως έχει δικαιοδοσία στη Λωρίδα της Γάζας, στην Ανατολική Ιερουσαλήμ και στη Δυτική Όχθη, αφού η παλαιστινιακή ηγεσία δεσμεύεται από τις ιδρυτικές αρχές του δικαστηρίου από το 2015. Το δικαστήριο δεν διαθέτει δική του αστυνομική δύναμη για τον εντοπισμό και τη σύλληψη κατηγορουμένων και λειτουργεί ανεξάρτητα από τα Ηνωμένα Έθνη. Βασίζεται στις τοπικές δυνάμεις ασφαλείας των κρατών που αποδέχονται τη δικαιοδοσία του προκειμένου οι κατηγορούμενοι να εκδίδονται στη Χάγη.
Ο πρώτος Ισραηλινός αξιωματούχος που έσπευσε να σχολιάσει την πληροφορία ήταν ο Μπένι Γκανζ, υπουργός Πολέμου, που απειλεί να ρίξει την κυβέρνηση Νετανιάχου αν εκείνη δεν δεσμευτεί εγκαίρως σε ένα μεταπολεμικό σχέδιο για τη Γάζα. Ο Μπ. Γκανζ έκανε λόγο για «βαθιά αλλοίωση της δικαιοσύνης». Κακόπιστη και προκλητική χαρακτήρισε την απόφαση και ο Πρόεδρος του Ισραήλ Ισαάκ Χέρτσογκ.
Αρνητικές, όμως, ήταν και οι αντιδράσεις της Χαμάς, που σχολίασε πως πρόκειται για μια κίνηση που «εξισώνει το θύμα με τον θύτη». Το αίτημα του εισαγγελέα του ΔΠΔ για εντάλματα σύλληψης κατά του πρωθυπουργού και του υπουργού Άμυνας του Ισραήλ ήρθε με «επτά μήνες καθυστέρηση», σχολίασε επίσης η παλαιστινιακή οργάνωση.