Tο βρετανικό Εργατικό Κόμμα δέχθηκε σχεδόν ταυτόχρονα ένα διπλό πλήγμα γιατί η ήττα των αυτοδιοικητικών εκλογών πυροδότησε μια μεγάλη εσωτερική αντιπαράθεση που υποσκάπτει οποιαδήποτε προσπάθεια αξιοπρεπούς εμφάνισής του προς τα έξω, τροφοδοτώντας την απογοήτευση ανάμεσα στα στελέχη και τα μέλη του και την αλαζονεία και την υπεροψία του Μπόρις Τζόνσον.
Το προηγούμενο Σάββατο, δύο ημέρες μετά τις τοπικές και περιφερειακές εκλογές στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο εμφύλιος πόλεμος στο εσωτερικό των Εργατικών είχε ήδη φουντώσει χωρίς καλά-καλά να έχουν ανακοινωθεί όλα τα αποτελέσματα.
O Κέιρ Στάρμερ, αφού αρχικά αθέτησε την υπόσχεσή του να αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη των ιδιαίτερα αρνητικών εκλογικών αποτελεσμάτων, προσπάθησε να χρησιμοποιήσει ως εξιλαστήριο θύμα την Άντζελα Ράινερ, την πρόεδρο του κόμματος και συνεπώς υπεύθυνη των προεκλογικών εκστρατειών του, καταφέρνοντας μόνο να βρεθεί αντιμέτωπος με πολλά στελέχη και μέλη τού κόμματος που εναντιώθηκαν στην απόφαση αποπομπής της.
Η αδικία ήταν προφανής, ειδικά σε όσους γνώριζαν ότι η εκλογική καμπάνια συντονιζόταν κυρίως από το γραφείο του ίδιου του Στάρμερ και, ακόμη χειρότερα, όταν η Ράινερ είχε εκλεγεί από το συνέδριο του κόμματος. Ο Στάρμερ προσπάθησε να περιορίσει τις αντιδράσεις για την επίθεσή του εναντίον της Ράινερ προχωρώντας σε μίνι ανασχηματισμό τής σκιώδους κυβέρνησης των Εργατικών, για να αναβαθμίσει τη Ράινερ σε καινούργια καγκελάριο του δουκάτου του Λάνκαστερ, δηλαδή της σκιώδους κυβέρνησης των Εργατικών, θέση που της προσφέρει μεταξύ άλλων την εποπτεία τής νομοθετικής διαδικασίας, ενώ ανέλαβε ταυτόχρονα τη θέση της σκιώδους γραμματέως για το μέλλον της εργασίας.
Έτσι, τα Βρετανικά ΜΜΕ, εκτός από τη νίκη των Συντηρητικών, είχαν και αρκετό υλικό ώστε να παρουσιάσουν το Εργατικό Κόμμα ως ένα κόμμα που μαστίζεται από εσωκομματικές διενέξεις και έχει χάσει τη βάση του. Η εικόνα που πρόβαλλαν ως αναφορά το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν βέβαια ελλείπης. Παρά την απώλεια 267 δημοτικών συμβούλων, διαφύλαξαν τον έλεγχο 44 δημοτικών συμβουλίων έναντι 63 των Συντηρητικών. Η μεγαλύτερη απώλεια, τουλάχιστον συναισθηματικά, ήταν η απώλεια του Χάρτλπουλ, που είχε και επαναληπτικές εκλογές για αναδείξει βουλευτή (αυτό συμβαίνει όταν παραιτείται ο εκλεγμένος βουλευτής που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν Εργατικός). Η εκλογική περιφέρεια δεν είχε δεξιό βουλευτή από την ίδρυσή της, το 1974, μέχρι σήμερα και αυτή η εξέλιξη συμβάλλει στο αφήγημα περί πτώσης του «κόκκινου τείχους» του αγγλικού Βορρά.
Η απώλεια χρεώθηκε στον Στάρμερ, ο οποίος κατά γενική ομολογία όχι μόνο αδυνατεί να εμπνεύσει τους ψηφοφόρους και να προσφέρει ένα όραμα για το μέλλον, αλλά δεν έχει και ένα συνεκτικό πρόγραμμα. Μια πιο ψύχραιμη ανάλυση όμως πρέπει να λάβει υπόψη της και τη μακροχρόνια αδυναμία των Εργατικών να συμφιλιώσουν τις ανάγκες διαφορετικών κοινωνικών ομάδων που αποτελούν την εκλογική τους βάση, τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους των μικρών μεταβιομηχανικών πόλεων, με τους ψηφοφόρους των μεγάλων πόλεων.
Το «κόκκινο τείχος» της Αγγλίας φαίνεται να έχει μια περίεργη γεωγραφία στο φαντασιακό τού κόμματος και γι’ αυτόν τον λόγο σημαντικές νίκες αυτών των εκλογών πέρασαν στα ψιλά, όπως το γεγονός ότι ο Σαντίκ Καν και ο Άντι Βέρναμ επανεκλέχθηκαν δήμαρχοι του Λονδίνου και του Μάντσεστερ, ο πρώτος με μεγαλύτερη δυσκολία και ο δεύτερος εισπράττοντας μεγαλύτερη συναίνεση από το εκλογικό σώμα, η Τζοάνα Άντερσον εκλέχθηκε δήμαρχος του Λίβερπουλ και στο τοπικό Κοινοβούλιο της Ουαλίας το Εργατικό Κόμμα αύξησε περαιτέρω τις έδρες του, απέχοντας μόλις μία έδρα από την απόλυτη πλειοψηφία. Μπορεί το Λονδίνο να μην είναι Βορράς, αλλά έχει το μεγαλύτερο ποσοστό παιδιών που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας και επιμένει να παραμένει πιστό στο Εργατικό Κόμμα.
Σίγουρα τα πράγματα δεν είναι καλά για τους Εργατικούς και ο Στάρμερ αποδεικνύεται λιγότερος των περιστάσεων, όμως να μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για αυτοδιοικητικές εκλογές που έχουν σημαντικές διάφορες από τις εθνικές. Όχι μόνο γιατί η προσωπικότητα των τοπικών υποψηφίων παίζει μεγάλο ρόλο, αλλά και γιατί δυστυχώς σε πολλές από τις περιοχές που αναφερθήκαν, είτε μας αρέσει είτε όχι, το «κατεστημένο» είχε το κόκκινο χρώμα του Εργατικού Κόμματος.
* Η Μαρίνα Πρεντουλή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Ανατολικής Αγγλίας