Ενα αμερικάνικο στυλιζαρισμένο νεο-νουάρ, ένα γοητευτικό δράμα μετανάστευσης από Ιταλό σκηνοθέτη, ένα αυστραλέζικο θρίλερ εξαφάνισης στα βουνά, μια γερμανική δραμεντί για τον αλκοολισμό και ένα γαλλικό ντοκιμαντέρ για ένα πλωτό Kέντρο Ψυχικής Υγείας συμπληρώνουν αυτή την κινηματογραφική εβδομάδα
Στυλιζαρισμένο και βίαιο νουάρ με αισθητική δεκαετίας '80
Mατωμένος δεσμός (Love lies bleeding) **
Σκηνοθεσία: Ρόουζ Γκλας
Πρωταγωνιστούν: Κρίστεν Στιούαρτ, Κέιτι Ο’ Μπράιαν, Τζένα Μαλόουν, Εντ Χάρις
Η Τζάκι είναι μια bodybuilder που έχει θέσει τον φιλόδοξο στόχο να κερδίσει έναν διαγωνισμό σωματικής διάπλασης στο Λας Βέγκας. Στο μεταξύ, ζει στους δρόμους και βγάζει το χαρτζιλίκι της με όποιον τρόπο μπορεί. Στον δρόμο για τη Νεβάδα, θα βρεθεί στο Νέο Μεξικό και εκεί θα γνωρίσει τη Λου, μια ιδιοκτήτρια γυμναστηρίου. Μεταξύ τους θα αναπτυχθεί μια ερωτική έλξη που δεν θα γίνει ανεκτή και θα προκαλέσει ένα αλυσιδωτό ξέσπασμα βίας στην περιοχή. Μετά το θρησκευτικό θρίλερ «Saint Maud», η Βρετανή σκηνοθέτρια Ρόουζ Γκλας επιχειρεί να σκηνοθετήσει ένα μεταμοντέρνο και στυλιζαρισμένο νεο-νουάρ, όπως περίπου είχε κάνει πριν μια δεκαετία ο Νίκολας Ρεφν με το «Drive». Αναμειγνύει λοιπόν τον λεσβιακό αισθησιασμό και τα ιδρωμένα μούσκουλα με τα ξεσπάσματα βίας και την εντυπωσιακή φωτογραφία που φέρνει στο μυαλό την κινηματογραφική αισθητική της δεκαετία του '80, για να φτιάξει ένα κοκτέιλ που, υποτίθεται, θα ενοχλήσει όσο και θα σαγηνεύσει με τον αναπολογητικό του χαρακτήρα. Η Ρόουζ Γκλας ξεχνάει, ή θέλει να μας κάνει να ξεχάσουμε, ότι, προκειμένου να σοκάρει ή να έχει οποιοδήποτε εκτόπισμα μια ταινία, πρέπει να υπάρχει αληθινή έμπνευση. Ο «Mατωμένος δεσμός» παριστάνει ότι είναι ταινία εμπνευσμένη, ενώ στην πραγματικότητα μοιάζει με την άσκηση μιας δημιουργού που μεγάλωσε με την αφίσα τού «Lost highway» στο υπνοδωμάτιό της. Χαμένη ευκαιρία για την Κρίστεν Στιούαρτ, καθώς η διστακτική και άβολη εξωλεκτική της επικοινωνία θα μπορούσε να λάμψει στον ρόλο της λεσβίας μάνατζερ του παρακμιακού γυμναστηρίου η οποία προμηθεύει την κοπέλα που έχει ερωτευτεί με ενέσιμα αναβολικά, ενώ ταυτόχρονα έχει να αντιμετωπίσει τον γλοιώδη γαμπρό της και τον κακοποιό πατέρα της που είναι έμπορος όπλων - ανεκμετάλλευτος ο Εντ Χάρις, ενώ είχε όρεξη για κάτι ιδιαίτερο. Ούτε ο χαρακτήρας τής εντυπωσιακά γραμμωμένης και όμορφης Τζάκι (Κέιτι Ο’Μπράιαν) εξελίσσεται ιδιαίτερα. Και όταν η δημιουργός εξαντλεί τα τρικ που είχε αρχικά σχεδιάσει (ατμοσφαιρικοί κόκκινοι φωτισμοί, βίαιοι white trash χαρακτήρες, ρετρό αισθησιασμός κ.τ.λ.),, αρχίζει να διαφαίνεται ότι οι ιδέες του σεναρίου είναι παντελώς επιφανειακές. Επομένως επιλέγει να υπονομεύσει την όποια αληθοφάνεια, για να καταλήξει σε ένα καταγέλαστο φινάλε που δεν τσακίζει την πατριαρχία αλλά τα νεύρα του θεατή που επέλεξε να ακολουθήσει αυτή την κινηματογραφική διαδρομή.
Το βραβευμένο είναι άραγε και ηθικό;
Στο ποταμόπλοιο (On the Adamant) **
Σκηνοθεσία: Νικολά Φιλιμπέρ
Ντοκιμαντέρ
Πώς μοιάζει καθημερινότητα σε ένα πλωτό Κέντρο Ψυχικής Υγείας στη μέση του Σηκουάνα, στο Παρίσι; Ο στόχος αυτού του ιδρύματος είναι η δημιουργία μιας κοινότητας ώστε οι ασθενείς να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους και να είναι δημιουργικοί και αισιόδοξοι σε ένα ιδιαίτερο περιβάλλον που τους βοηθάει. Ο έμπειρος ντοκιμαντερίστας Νικολά Φιλιμπέρ χρησιμοποιεί τις τεχνικές του σινεμά της παρατήρησης και δοκιμάζει να ρίξει φως στις αόρατες στιγμές των ανθρώπων που ζουν στο πλωτό και να κατανοήσει μαζί με τον θεατή τα συναισθήματά τους και το πώς λειτουργούν σε αυτό το ασυνήθιστο κέντρο υποστήριξης. Η θεωρητική συμπόνια του σκηνοθέτη και το επείγον μήνυμα για την κοινωνική μέριμνα που χρειάζονται οι ψυχικά νοσούντες είναι που έφεραν φεστιβαλικά βραβεία και καταξίωση στο φιλμ. Όμως το βραβευμένο δεν είναι απαραίτητα και ηθικό. Ο Φιλιμπέρ δεν στέκεται στη διακριτική παρατήρηση αλλά επεμβαίνει με ερωτήσεις που φέρνουν σε δύσκολη θέση τους ανθρώπους στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας και μάλιστα ανοίγει σε διάρκεια το πλάνο, ώστε να τους δούμε να ζορίζονται, με σκοπό να εκβιάσει το συναίσθημα. Δεν είναι συχνά εμφανή τα όρια ανάμεσα στην ευαίσθητη παρατήρηση και την εργαλειοποίηση του ευαίσθητου αντικειμένου και στην προκειμένη περίπτωση ο Φιλιμπέρ γέρνει επικίνδυνα προς το δεύτερο.
Ο ποιητικός ρεαλισμός του ξεριζωμού
Εγώ, Καπετάνιος (Io, Capitano) ***
Σκηνοθεσία: Ματέο Γκαρόνε
Πρωταγωνιστούν: Σεϊντου Σαρ, Μουσταφά Φολ, Ισάκα Σαουαντόγκο
Ο Σεϊντού, ένα ευγενικό και καλόκαρδο παιδί από τη Σενεγάλη, μαζί με τον ξάδελφο και κολλητό του, τον Μούσα, εγκαταλείπουν την οικογένειά τους για να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον στην Ευρώπη. Ο Ματέο Γκαρόνε («Γκομόρα») σκηνοθετεί με φρεσκάδα και χωρίς ίχνος κυνισμού μια νεανική οδύσσεια προς τη μεγάλη υπόσχεση της Ευρώπης. Νωρίτερα, μας έχει βάλει στην καθημερινότητα του Σεϊντού, τη ρουτίνα της, τις δυνατότητες και τους περιορισμούς της, προσέχοντας τις λεπτομέρειες και κρατώντας μετρημένους ρυθμούς. Η συμπάθεια και η αμοιβαία εξάρτηση του Σεϊντού και του Μούσα είναι εμφανείς στα βλέμματα και τις χειρονομίες τους, αλλά και στην αβίαστη οικειότητα του τρόπου με τον οποίο περπατούν και συνομιλούν. Οι δύο έφηβοι είναι φτωχοί, σίγουρα με τα μάτια των Δυτικών που πιθανώς αποτελούν τον στόχο αυτής της ταινίας. Ωστόσο, δεν ζουν στην εξαθλίωση. Δεν είναι σύμβολα φτώχειας, αλλά απλώς παιδιά, ανοιχτά στον κόσμο και πρόθυμα να χαράξουν τη δική τους πορεία. Μια πορεία που μοιάζει με κλασική κινηματογραφική περιπέτεια και όχι με ένα ντοκιμαντέρ επιβίωσης βγαλμένο από δελτία ειδήσεων. Το αισιόδοξο οδοιπορικό διαθέτει έναν καλοσχεδιασμένο ποιητικό ρεαλισμό που χτίζει την ένταση και την αγωνία που νιώθει ο θεατής για τη μοίρα των νεαρών προσφύγων. Όποιες κι αν είναι οι ισχυρές πολιτικές δυνάμεις και οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της ζωής των χαρακτήρων, τα ίδια τα αγόρια προσεγγίζουν το ταξίδι τους ως ένα φιλόδοξο εγχείρημα, με ενστικτώδη αθωότητα και όχι με απόγνωση, παρά τη φυσιολογική αγωνία που ζουν οι θεατές που γνωρίζουν τι βιώνουν οι πρόσφυγες και οι αιτούντες άσυλο παγκοσμίως. Το ταξίδι τους περιλαμβάνει φυσικά και ζοφερές σκηνές, όπως μια εκτεταμένη σεκάνς σε ένα κολαστήριο της Λιβύης, όπου οι μετανάστες βασανίζονται και πωλούνται, λίγο προτού φτάσουν στην άκρη της Μεσογείου. Άλλωστε ο Γκαρόνε έγραψε το σενάριο έχοντας αντλήσει στοιχεία από μαρτυρίες μεταναστών που έχουν κάνει ανάλογα ταξίδια. Όμως η ταινία δεν μετατρέπεται ποτέ σε μια άσκηση πορνογραφικού art-house, ίσως επειδή η ματιά του παραμένει σταθερά προσηλωμένη στους χαρακτήρες του.
Μια εξαφάνιση στα αφιλόξενα και βροχερά όρη
Αγρια Φύση (Force of Nature, The dry 2) **
Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Κόνολι
Πρωταγωνιστούν: Έρικ Μπάνα, Άννα Τορβ, Ρίτσαρντ Ρόξμπεργκ
Τέσσερα σχεδόν χρόνια μετά το εξαιρετικό αστυνομικό φιλμ «The dry» (2020) ο Ρόμπερτ Κόνολι σκηνοθετεί άλλη μια ιστορία με τον ίδιο κεντρικό ήρωα. Ο Έρικ Μπάνα επανέρχεται στο ρόλο του ομοσπονδιακού πράκτορα Άαρον Φολκ, ο οποίος ερευνά πλέον τα οικονομικά εγκλήματα των πολυεθνικών. Όταν όμως η βασική πληροφοριοδότης του για ένα μεγάλο σκάνδαλο αναγκάζεται να συμμετάσχει σε μια εταιρική δραστηριότητα στα βουνά, τότε καλείται αναπάντεχα να λύσει ένα ακόμη μυστήριο εξαφάνισης. Στο βροχερό «Force of Nature», μια ομάδα πέντε γυναικών που εργάζονται μαζί σε έναν σκιώδη κολοσσό ξεκινάνε μια επικίνδυνη πεζοπορία στο δάσος που θα τους οδηγήσει σε ένα καταφύγιο, απ’ το οποίο θα βγουν ζωντανές μόνο οι τέσσερις. Ο Φολκ μαζί με την συνεργάτιδά του Κάρμεν Κούπερ θα οδηγηθούν στα επιθετικά και αφιλόξενα βουνά της Αυστραλίας, με την ελπίδα να βρουν την αγνοουμένη σε έναν αγώνα δρόμου ενάντια σε μια επικείμενη καταιγίδα που θα καταστήσει αδύνατη κάθε πιθανότητα διάσωσης. Το «Force of Nature» έχει τρεις ταυτόχρονες αφηγήσεις: η έρευνα στο παρόν, οι αναδρομές στο τι συνέβη στις πέντε γυναίκες στην άτυχη απόπειρα πεζοπορίας που έβγαλε στην επιφάνεια μνησικακίες και βεντέτες και στην έρευνα του Φολκ που ανάγκασε τη μια από αυτές να πάει μαζί τους. Προσθέστε σε αυτά και μια ανεξιχνίαστη υπόθεση ενός κατά συρροή δολοφόνου που σκότωνε τα θύματά του στο μέρος που βρήκαν καταφύγιο οι ηρωίδες και αμέσων έχουμε ένα πολύπλοκο αστυνομικό δράμα που ξετυλίγεται περίτεχνα. Από την ξηρασία που χαρακτήριζα το «The dry» τώρα έχουμε το νερό που στάζει, τα υγρά δέντρα και τους καταρράκτες των ποταμών. Αξιόλογο φιλμ, αν και ο χαρακτήρας τού Έρικ Μπάνα μοιάζει κάπως τυπικά γραμμένος, ενώ στο «The dry» (2020) ήταν σαφώς πιο ολοκληρωμένος και με ένα έξτρα υπαρξιακό βάρος που έδινε αξία σε εκείνη τη μυστηριώδη ιστορία.
Μια ιστορία για τον αόρατο λειτουργικό αλκοολισμό
Ενα για τον δρόμο (One for the road) **
Σκηνοθεσία: Μάρκους Γκέλερ
Πρωταγωνιστούν: Φρέντρικ Λάου, Νόρα Σίρνερ, Μπουράκ Γίγκιτ
Ο Μαρκ (Φρέντερικ Λάου) είναι ένας τύπος που ζει μια φαινομενικά καλή ζωή, ανάμεσα σε μια απαιτητική δουλειά ως εργοταξιάρχης, σε ατίθασα επαγγελματικά γεύματα και αχαλίνωτες εξορμήσεις στη νυχτερινή ζωή του Βερολίνου. Όταν ένα βράδυ προσπαθεί να μετακινήσει το αυτοκίνητό του ενώ είναι μεθυσμένος, συμβαίνει το εξής αναπάντεχο και ανήκουστο: ένα αλκοτέστ που οδηγεί σε αφαίρεση διπλώματος. Ο Μαρκ βάζει στοίχημα ότι θα καταφέρει να κόψει το αλκοόλ μέχρι να πάρει πίσω την άδεια οδήγησης. Όταν όμως γνωρίζει την Έλενα (Νόρα Σίρνερ), βρίσκει στο πρόσωπό της μια συνένοχο στο έγκλημα. Ενώ αρχικά είναι σίγουρος ότι όλα θα είναι εύκολα, αποδεικνύεται ότι έχει μπροστά του έναν μακρύ, κακοτράχαλο, αν και συχνά αστείο δρόμο προς την απεξάρτηση. Πώς εγκαταλείπεις τις συνήθεις καταχρήσεις και παραδέχεσαι στον εαυτό σου ότι έχεις ένα πραγματικό πρόβλημα; Ο σκηνοθέτης τού «Ένα για τον δρόμο» επιχειρεί να προσεγγίσει το θέμα του κοινωνικά λειτουργικού αλκοολισμού χωρίς την απελπισία και τον διδακτισμό που συνήθως συναντάμε σε αμερικάνικα δράματα. Τα λάθη και οι τραγωδίες απ’ το παρελθόν του ήρωα δεν χρησιμοποιούνται εδώ ως εύκολες εξηγήσεις για τον αλκοολισμό και η ιστορία παίρνει μπρος όταν η εικόνα ενός άντρα που του αρέσει να διασκεδάζει, ενώ πατάει και με τα δύο πόδια στη ζωή, αρχίζει σταδιακά να καταρρέει. Ακόμα κι αν κάποια πράγματα είναι απλοποιημένα και το μήνυμα για ένα ευρύτερο κοινό παίρνει το πάνω χέρι αρκετές φορές από την ειλικρίνεια στην αφήγηση, η ταινία διατηρεί μια ειλικρίνεια και γίνεται τελικά συμπαθητική.