Live τώρα    
19°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
16.0°C20.7°C
2 BF 65%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
15 °C
13.5°C16.2°C
1 BF 79%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
20 °C
19.9°C22.0°C
5 BF 71%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
18.6°C23.2°C
1 BF 82%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
15 °C
14.9°C15.2°C
3 BF 77%
Ειρήνη Δερμιτζάκη / Το σύστημα αποθηκεύει όσους θεωρεί άχρηστους
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ειρήνη Δερμιτζάκη / Το σύστημα αποθηκεύει όσους θεωρεί άχρηστους

1337356200.jpg

«Αύριο θα είναι αργά, ή τώρα ή ποτέ. Η αγάπη δεν μπορεί να περιμένει» τραγουδούν σε ένα γηροκομείο του Λονδίνου όπου είναι «παρκαρισμένοι» τρόφιμοι ενήλικες που πάσχουν από άνοια, στέλνοντας το δικό τους αίτημα και κάνοντας θρύψαλα τη βιτρίνα του λεγόμενου κοινωνικού κράτους. Την ίδια ώρα, μια νέα κοπέλα από την Ελλάδα μεταναστεύει στην Αγγλία, θέλοντας να ξεχάσει. Η συγγραφέας Ειρήνη Δερμιτζάκη, με αφορμή το τελευταίο της μυθιστόρημα «Αποθήκη ανθρώπων» από τις Εκδόσεις Εύμαρος, καταθέτει μια σημαντική μαρτυρία για όσα βίωσε ως εργαζόμενη πέντε χρόνια σε γηροκομεία του Λονδίνου και πόσο κυνική και απάνθρωπη είναι η έκφραση «είσαι ως ασθενής ασύμφορος για το κράτος».

«Αποθήκη ανθρώπων»: όταν το βίωμα γίνεται λογοτεχνία. Ήταν τόσος ισχυρός ο κραδασμός από την πεντάχρονη εμπειρία σου σε γηροκομεία στο Λονδίνο που τον μετουσίωσες σε λέξεις;

Ο κραδασμός συνέβη με το που μπήκα στο γηροκομείο για τη συνέντευξη. Θυμάμαι ακόμα την «ξενάγηση» από την υπεύθυνη. Η πρώτη εικόνα ήταν της εγκατάλειψης. Ηλικιωμένοι άνθρωποι, «παρκαρισμένοι» στις πολυθρόνες, να κάθονται μισοκοιμισμένοι σε κύκλο μπροστά από μια τηλεόραση. Το μυθιστόρημα, δέκα χρόνια μετά, γράφτηκε όχι εξαιτίας του κραδασμού, αλλά γιατί το αποτύπωμα που άφησαν μέσα μου αυτοί οι άνθρωποι είναι ακόμα πολύ δυνατό.

Πώς βρέθηκες από την Κρήτη να εργάζεσαι σε γηροκομεία πασχόντων από άνοια στο Λονδίνο;

Η ηρωίδα του βιβλίου μου εργάζεται ως φροντίστρια. Εγώ ήμουν υπεύθυνη για τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες και την ψυχαγωγία των ενοίκων. Όταν πρωτοπήγα στο Λονδίνο, άρχισα να μοιράζω φυλλάδια για μια πιτσαρία. Επειδή, όμως, οι Άγγλοι δεν σταματούσαν τη διανομή ακόμα κι όταν χιόνιζε, μια μέρα που άρχισαν τα δάχτυλά μου να ματώνουν από το κρύο αποφάσισα ότι δεν πάει άλλο. Παραιτήθηκα, μπήκα ταμείο ανεργίας, ώσπου μια φίλη μού μίλησε για ένα πρόγραμμα για άνεργους καλλιτέχνες.

Σε εκπαίδευαν επί πληρωμή να μάθεις να κάνεις καλλιτεχνικά σεμινάρια σε κοινωνικά ευπαθείς ομάδες. Με πήραν στο πρόγραμμα κι όταν τελείωσε, κατάλαβα ότι μόνο με παιδιά ή ηλικιωμένους μπορούσα να δουλέψω, και έτσι διάλεξα το δεύτερο.

Στο μυθιστόρημα αποδομείται το «κοινωνικό» ως πρόθεμα στο σύστημα περίθαλψης ενηλίκων που πάσχουν από άνοια στην Αγγλία.

Αρχικά, το κράτος σε φροντίζει ενόσω είσαι ακόμα στο σπίτι σου, στέλνοντας μια αποκλειστική νοσοκόμα για βοήθεια. Αν αρχίσει η υγεία σου να χειροτερεύει και απαιτούνται περισσότερες επισκέψεις την ημέρα και μεγαλύτερης διάρκειας, τότε είσαι ασύμφορος για το σύστημα και το κράτος στην ουσία σε αναγκάζει να πας σε γηροκομείο. Αν έχεις να το πληρώσεις, πάει καλά. Αν δεν έχεις, στην ουσία σού παίρνει το σπίτι, το πουλάει και διαχειρίζεται τα χρήματα από την πώληση του ακινήτου για να πληρώνει τη διαμονή σου στα ιδρύματα. Όλα σου τα υπάρχοντα πάνε στα σκουπίδια, παίρνεις μαζί σου μερικά ρούχα και ένα-δυο μικροαντικείμενα. Τα απομεινάρια της παλιάς σου ζωής.

Μιλάς για αποθήκη ανθρώπων. Η πανδημία επιδείνωσε την κρατική αναλγησία;

Μα μόνο σαν αποθήκη ανθρώπων μπορεί να περιγραφεί η κατάσταση. Το σύστημα αποθηκεύει τους ανθρώπους που θεωρεί ότι δεν του χρησιμεύουν πια. Δεν παράγουν, δεν συνεισφέρουν ως εργατικό δυναμικό, άρα αποθηκεύονται μέχρι το τέλος της ζωής τους. Πριν το ’90 δεν προσέφεραν τίποτα τα γηροκομεία, πέρα από φάρμακα, φαΐ και ένα κρεβάτι να κοιμηθείς. Μετά άρχισαν σιγά-σιγά να σκέφτονται ότι αυτό είναι μόνο συντήρηση και δεν υπάρχει ποιότητα ζωής. Έτσι άρχισαν να προσλαμβάνουν προσωπικό που προσέφερε ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Ή άρχισαν να εκπαιδεύουν τις φροντίστριες και τους φροντιστές ώστε να φέρονται πιο ανθρώπινα στους ηλικιωμένους και όχι σαν να είναι ζώα ή δέματα που τα πετάς από μια καρέκλα στο κρεβάτι κ.λπ. Από το 2018 που έφυγα ξέρω ότι υπάρχουν, λόγω Brexit, πολλές ελλείψεις προσωπικού. Ότι η πανδημία επιδείνωσε την κατάσταση στα γηροκομεία. Το προσωπικό δεν επαρκούσε κι αυτό πάντα ρίχνει την ποιότητα των υπηρεσιών. Κι ότι το κράτος μειώνει συνεχώς τα χρήματα που δίνει σε αυτόν τον τομέα, οπότε εικάζω πως τα πράγματα έχουν χειροτερεύσει.

Η Ελληνίδα φροντίστρια προσπαθεί -σε αντίθεση με το υπόλοιπο προσωπικό στο γηροκομείο- να στήσει γέφυρες συναισθηματικές με τους ενήλικες πάσχοντες. Οι συνθήκες εργασίας το επέτρεπαν;

Οι περισσότεροι φροντιστές που γνώρισα δεν μπορούσαν να κάνουν άλλη δουλειά. Χωρίς εκπαίδευση, χωρίς αυτοπεποίθηση να ψάξουν για κάτι άλλο. Είναι εγκλωβισμένοι στα ιδρύματα κι εκεί όταν δουλεύεις πολλά χρόνια, θες δεν θες «καίγονται» και το μυαλό και το σώμα από την κούραση. Και να θες να έχεις καλύτερη προσέγγιση, δεν προλαβαίνεις. Δεν φτάνουν οι ώρες να φροντίσεις τους ηλικιωμένους και να συμπληρώσεις όλες αυτές τις αναφορές για το ποιος έφαγε, αν έφαγε, έκανε μπάνιο, πήρε φάρμακα κ.λπ. Το πρώτο γηροκομείο που δούλεψα ήταν ένα απάνθρωπο μέρος.

Με κακοπληρωμένο, εξαντλημένο προσωπικό και ηλικιωμένους που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να κάνουν κάτι δημιουργικό. Είχαν ιδρυματοποιηθεί όλοι, και οι ένοικοι και το προσωπικό. Το ίδρυμα αυτό έβαλε λουκέτο γιατί δεν κατάφερε να τηρήσει τις προδιαγραφές. Η ενασχόληση με τους ανοιακούς ασθενείς, αν έχεις εκπαιδευτεί σωστά να μπορείς να διαβάζεις τις ανάγκες τους, δεν είναι τόσο δύσκολη.

Τελικά, πώς μπορούν οι συγγενείς να κατανοήσουν τους ανοιακούς ασθενείς;

Το δικό μου «όπλο» πριν αρχίσω να αλληλεπιδρώ με τους ασθενείς ήταν να τους ρωτάω πόσο χρονών είναι. Αν η ογδοντάχρονη ηλικιωμένη μού έλεγε ότι είναι 16 χρονών, ήξερα ότι θα μιλούσαμε για το σχολείο και την πατρογονική της οικογένεια και πως δεν έχει νόημα να της μιλάω για τα εγγόνια και τα παιδιά της. Υπάρχουν φορείς που προσφέρουν βοήθεια, αλλά νομίζω πρέπει και από μόνοι μας να ψάχνουμε πληροφορίες. Να ’ναι καλά το Ίντερνετ, τα ντοκιμαντέρ και τα βιβλία.

Η ενασχόλησή σου με αυτούς τους ανθρώπους ποια συναισθήματα σου ενίσχυσε;

Αγάπη για τους άλλους, τον εαυτό μου και αισιοδοξία για τη ζωή. Η Γούνιφρεντ, για παράδειγμα, έγινε μέντοράς μου. Μια ηλικιωμένη σε αναπηρικό αμαξίδιο, με ένα σωρό προβλήματα υγείας, εκτός από το Αλτσχάιμερ, κι όμως κάθε μέρα γελούσε μέσα από την καρδιά της, ενώ εγώ γκρίνιαζα για τα μικροπροβλήματά μου. Πιο πολλά κέρδισα από όσα έδωσα δουλεύοντας στα γηροκομεία. Ακόμα τους θυμάμαι τους πιο πολλούς γιατί ήταν συνολικά γύρω στα 300 άτομα.

Η ηρωίδα σου θέλει να ξεχάσει, γι’ αυτό επιλέγει τη φυγή στο εξωτερικό. Όμως ασχολείται με ανοιακούς οι οποίοι δεν μπορούν να θυμηθούν. Τελικά, η μνήμη είναι βάσανο ή το εγώ μας;

Καμιά φορά συλλογίζομαι ότι ίσως να επέλεξα να εργάζομαι με ηλικιωμένους και όχι με παιδιά γιατί δεν πρόλαβα να δω ποτέ τη δική μου μητέρα να γερνάει. Έφυγα από την Ελλάδα από ένστικτο λίγο πριν την κρίση, όπως και επέστρεψα πίσω λίγο πριν το Brexit. Κι όταν έφυγα από την Ελλάδα, ήθελα να ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου, και το ίδιο έκανα και με το Λονδίνο. Από το 2018 που έφυγα δεν μου ξαναγεννήθηκε η επιθυμία να γυρίσω. Δεν ξέρω τι μας βασανίζει τελικά πιο πολύ. Αυτά που θέλουμε να ξεχάσουμε ή αυτά που επιλέγουμε να θυμόμαστε;

Οι ήρωες του βιβλίου σου θέλουν να «δραπετεύσουν», θέλουν να «πάνε σπίτι τους»; Τι ζητούν;

Ασφάλεια και ηρεμία. Το «θέλω να πάω σπίτι μου» είναι σαν το κλάμα του μωρού. Το άκουσα από όλους τους ηλικιωμένους και μπορεί να σημαίνει χίλια δυο. Από το πεινάω μέχρι το με ενοχλεί ο θόρυβος από την τηλεόραση, θέλω να πάω τουαλέτα, διψάω, νυστάζω.

Είναι μαγευτική και ας μην είναι ρεαλιστική η σκηνή όπου όλοι οι τρόφιμοι, αν και είναι «χυμένοι» σε αναπηρικά καροτσάκια, αν και έχουν Πάρκινσον, αν και δεν μπορούν να μιλήσουν, χορεύουν, αγκαλιάζονται, τραγουδούν.

Είναι μια σκηνή που συμβολίζει το τι συμβαίνει μέσα στη φαντασία τους κι ας μην μπορεί να το υποστηρίξει το σώμα τους πια. Πολλοί από τους ηλικιωμένους είχαν αστείρευτη φαντασία και επιθυμία για δημιουργία. Ακόμα και άνθρωποι που δεν ήταν πριν το γηροκομείο δημιουργικοί. Η Αϊρίν, μια ηλικιωμένη, μου έλεγε η κόρη της, ήταν μια γυναίκα που καθόταν πάντα μπροστά στην τηλεόραση πριν το γηροκομείο. Κι όμως, στο γηροκομείο ζωγράφιζε, τραγουδούσε, έμαθε να παίζει αρμόνιο.

«Θέλω να ανήκω κάπου» λέει η Ελληνίδα που έφυγε στο Λονδίνο αναφερόμενη στην ενασχόλησή της με το θέατρο. Εσύ πού ανήκεις;

Η οικογένειά μου είναι η συγγραφή. Παράδοξο γιατί είναι μια θεωρητικά μοναχική διαδικασία. Αλλά όταν γράφω, ανακαλύπτω τα κρυμμένα κομμάτια του εαυτού μου και ολοκληρώνομαι με έναν τρόπο.

Αισθάνεσαι ότι ανήκεις σε κάποια γενιά λογοτεχνών που συζητούν, έχουν κοινές ανησυχίες ή αυτή η συνοδοιπορία ανήκει σε άλλες εποχές;

Δεν αισθάνομαι ότι ανήκω σε κάποια γενιά λογοτεχνών. Νιώθω πως η εποχή μας δεν το επιτρέπει. Ψάχνω τη γενιά μου, αλλά η συλλογικότητα θέλει κόπο και καλές προθέσεις, κι αυτά τα δυο αισθάνομαι πως δεν ευδοκιμούν στις μέρες μας.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL