Η «περίπτωση Μπάιντεν» είναι στο προσκήνιο και τραβάει πάνω της την προσοχή. Αλίμονο, απασχολεί πολλούς: πολιτικούς επιστήμονες που προσπαθούν να «σκιτσάρουν» όσο πιο πειστικά και παραστατικά γίνεται το μέλλον της αμερικανικής πολιτικής, δημοσκόπους και στρατηγιστές που ρίχνουν τα χαρτιά για να μαντέψουν την πορεία της πολιτικής αντιπαράθεσης καθώς πλησιάζουν οι προεδρικές του Νοεμβρίου, την κοινή γνώμη που θεωρεί ότι υπάρχει τέλμα και αδιέξοδο ή, μάλλον καλύτερα, μια κατάσταση ανακύκλωσης του αδιεξόδου. Σε μια χώρα όπως η Αμερική, που σε αντίθεση με την Ευρώπη των ταξικών διαχωρισμών είναι θεμελιωμένη στον φυλετισμό, τα αδιέξοδα δεν είναι μόνο οικονομικά.
Δύο υποψήφιοι, διπλό πρόβλημα
Από τη μια, η υποψηφιότητα του Μπάιντεν πάσχει από φανερά προβλήματα, δείχνει ελλειμματική, με την ηλικία του να είναι ένα από αυτά, όχι όμως το σημαντικότερο. Από την άλλη, ο αντίπαλός του, ο Τραμπ, βρίσκεται στα δικαστήρια σε μια πρωτόγνωρη διαδικασία ποινικών διώξεων σε βάρος του, της οποίας η εξέλιξη και το πώς θα επηρεάσει την υποψηφιότητά του παραμένουν γρίφος. Ψύχραιμοι αναλυτές προτείνουν δίχως περιστροφές να σταματήσει η δίκη στο Μανχάταν για την υπόθεση Στόρμι Ντάνιελς και να μην γίνουν οι υπόλοιπες στις άλλες πολιτείες μέχρι τη διεξαγωγή των εκλογών. Για να ηρεμήσουν τα πνεύματα και να διεξαχθεί ο προεκλογικός αγώνας υπό όσο το δυνατόν νορμάλ συνθήκες. Για να μην μείνουν στην ιστορία οι Δημοκρατικοί ως το πρώτο κόμμα που κατέφυγε σε πολιτικές δίκες για να αποτρέψει έναν αντίπαλό του να διεκδικήσει την εξουσία.
Μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα πολιτικής αταξίας και αβεβαιότητας, πλήρους απεμπόλησης της κουλτούρας της συναίνεσης, η πολιτική αντιπαράθεση γίνεται όλο και πιο τοξική. Ενώ ο Τραμπ βρισκόταν στο δικαστήριο το πρωί της Τρίτης, η προεκλογική ομάδα του έστελνε σωρηδόν e-mails ζητώντας από τους υποστηρικτές του πίστη και χρήματα. Αν και το μήνυμα περιείχε πολλά από όσα έχουν ήδη ακουστεί από τον πρώην Πρόεδρο, η αίσθηση ότι κάποιος ρίχνει λάδι στη φωτιά ήταν κυρίαρχη. Έτσι, ο δικαστής κατηγορούνταν ότι «είναι Δημοκρατικός», πως η δίκη είναι στημένη, ότι είναι ένα «κυνήγι μαγισσών» και πως ο Τζο Μπάιντεν είναι ένας ανέντιμος «καμπούρης»…
Με τη γνωστή «τράμπεια» γλωσσική σημειολογία, το e-mail έγραφε: «Ο Δημοκρατικός δικαστής του Μπάιντεν πιστεύει ότι μπορεί να με απειλήσει με φυλακή και ότι εσείς θα με εγκαταλείψετε! Ξέρει ότι η απώλεια της υποστήριξής σας θα ήταν το συντριπτικό χτύπημα που θα βύθιζε την εκστρατεία μου για τα καλά. Πρέπει να βεβαιωθώ εδώ και τώρα ότι εσείς δεν θα με εγκαταλείψετε ποτέ!». Το e-mail κατέληγε με μια παρότρυνση στους υποστηρικτές του πρώην Προέδρου να «παρουσιαστούν» και να συνδεθούν με μια σελίδα κατάθεσης δωρεών…
Το καστ των πρωταγωνιστών
Πολλοί παρατηρητές εκτός ΗΠΑ δεν μπορούν παρά να στιγματίσουν την πρωτοφανή «συρρίκνωση» του καστ της αμερικανικής πολιτικής σκηνής σε μόλις δύο πρωταγωνιστές. Δεν μπορούν να μην σταθούν στην πλήρη απουσία εναλλακτικών -προτάσεων, προσώπων, πρωτοβουλιών, ακόμη και πολιτικού στιλ- από άλλους δυνητικά ενδιαφερόμενους για την προεδρική κούρσα και στα δύο κόμματα, στους Δημοκρατικούς και στους Ρεπουμπλικάνους. Αν, όμως, για τον Τραμπ η επικάλυψη του κομματικού μηχανισμού από την υπερφίαλη περσόνα του είναι πλήρης και αδιαμφισβήτητη, για τον Μπάιντεν και τους Δημοκρατικούς αυτό δεν ισχύει. Δεν μπορούν να κρύψουν την αγωνία τους για μια υποψηφιότητα που αισθάνονται ότι είναι ελλειμματική. Τώρα οι στρατηγιστές λένε πως η κυβέρνηση Μπάιντεν πρέπει να επικεντρωθεί στα δυνατά σημεία του Προέδρου, αλλά και στις αδυναμίες του μ’ έναν τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλιστεί πως οι μελλοντικές απαντήσεις στην κριτική που του ασκείται θα δοθούν «τη σωστή ώρα της ημέρας, με τον σωστό τόνο και ύφος»...
Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, όπως γράφει το Politico, το γεγονός ότι υπάρχουν ανησυχίες που διατρέχουν όλο το πολιτικό φάσμα για την καταλληλότητα του Προέδρου Μπάιντεν, καθώς διεκδικεί δεύτερη θητεία, λόγω ηλικίας. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση του CNN μόλις το 25% των ερωτηθέντων θεώρησε ότι ο Μπάιντεν διαθέτει την αντοχή και την πνευματική διαύγεια που απαιτεί ο προεδρικός ρόλος. Γι’ αυτό ακριβώς, από επικοινωνιακή σκοπιά, λένε οι στρατηγιστές, είναι καλύτερο να τηρηθεί βραχυπρόθεσμα σιωπή παρά να καυτηριαστεί η επιμονή των μέσων ενημέρωσης με το ζήτημα της ηλικίας του Προέδρου και να επιμείνει το επιτελείο του να αποδείξει το αντίθετο. Ο σκοπός εξυπηρετείται καλύτερα μετατοπίζοντας τη συζήτηση από την αδύναμη προεδρική μνήμη στην άσκοπη κριτική που του ασκείται με προφανή πολιτικά κίνητρα. Ο καλύτερος τρόπος για να απαντηθούν οι ανησυχίες για την αδυναμία του Προέδρου να θυμηθεί ονόματα και γεγονότα είναι να δημοσιοποιηθούν οι απομαγνητοφωνήσεις των συνεντεύξεων που έδωσε προκειμένου να συνταχθεί η σχετική έκθεση. Οι ψηφοφόροι με αντικειμενική κρίση θα δικαιολογήσουν μικρά λεκτικά ολισθήματα τα οποία μπορεί να συμβούν σε οποιαδήποτε ηλικία, εφόσον είναι πεπεισμένοι ότι ο Πρόεδρος χειρίζεται επιδέξια την εγγενή πολυπλοκότητα της δουλειάς του, επισημαίνει ο σχολιαστής του Politico Μπιλ Σερ, προτείνοντας περισσότερες εις βάθος συνεντεύξεις για την οικονομία και την εξωτερική πολιτική από τον Μπάιντεν σε συγκεκριμένες εκπομπές του CNN ή του δημόσιου δικτύου NPR. Προτείνει, επίσης, να γίνει πρωταγωνιστής σε σόου τύπου «Κοιτάζοντας πίσω από την κουρτίνα», που ήταν αρκετά δημοφιλή παλαιότερα και αποδεκτά από τα αμερικανικά πολιτικά ήθη, όπου ένα τηλεοπτικό συνεργείο ακολουθεί κατά πόδας τον Πρόεδρο, καταγράφοντας όλες τις δραστηριότητές του, πολιτικές και προσωπικές, στη διάρκεια ενός 24ώρου.
Μια άλλη στρατηγική, στο ίδιο πνεύμα, είναι η παραδοχή της πραγματικότητας γύρω από την ανθρώπινη γήρανση. Έτσι θα είχε νόημα μια διαφημιστική καμπάνια που θα «μιλούσε» ανοιχτά για τη δοκιμασία των γηρατειών, τη σωματική ακαμψία, την τραχιά φωνή, το τραύλισμα, προβάλλοντας παράλληλα τη θετική πτυχή της τρίτης ηλικίας. Ο Πρόεδρος θα αναγνώριζε ότι ακούει τις εκκλήσεις να παραμερίσει και πως το σκέφτεται καθημερινά γιατί δεν θα ήθελε να κάνει αυτή τη δουλειά, του Προέδρου, αν κάποιος άλλος μπορεί να την κάνει καλύτερα. Αλλά θα ένωνε στη συνέχεια τη φωνή του με τόσους άλλους που επίσης αισθάνονται ότι πιέζονται αδικαιολόγητα να πάρουν τον δρόμο της απόσυρσης, όταν έχουν ακόμα κάτι να προσφέρουν, δηλαδή ανεκτίμητη συσσωρευμένη εμπειρία και σοφία…
Οχι όπως ο Ρίγκαν…
Ενας άλλος στρατηγιστής, από το άλλο στρατόπεδο, ο Τζον Κονγουέι του Republican Accountability Project, «συστήνει» την ίδια τακτική στον Πρόεδρο. Όλοι γνωρίζουν ότι ο Τζο Μπάιντεν είναι ηλικιωμένος και δεν υπάρχει κανένας τρόπος να το ξεπεράσει αυτό, λέει στο Politico. Αντί, λοιπόν, να προσπαθεί να πολεμήσει την ηλικία του, πρέπει να «στηριχθεί» σε αυτή. Πρέπει να μιλήσει για την εμπειρία των δεκαετιών του στην πολιτική, ότι συνεχίζει να εργάζεται για τον αμερικανικό λαό από τη χρονιά που ο «Νονός» κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας… Πρέπει να μεταμορφώσει την εικόνα του από εκείνη του «γέρου» σε αυτή του «έμπειρου πολιτικού». Ο Μπάιντεν δεν μπορεί, όπως έκανε ο Ρίγκαν, να αστειεύεται, λέγοντας ότι «δεν θα εκμεταλλευτεί, για πολιτικούς σκοπούς, τη νιότη και την απειρία του αντιπάλου του». Αλλά μπορεί να διοχετεύσει το πνεύμα αυτού του αστείου στην περίπτωσή του και να μετατρέψει την αδυναμία του σε πλεονέκτημα…
Ενας Πρόεδρος με… ενσυναίσθηση
Ανθρωποι που έχουν γνωρίζει προσωπικά τον Δημοκρατικό Πρόεδρο στέκονται ιδιαίτερα στην ανθρώπινη πλευρά του. Λένε ότι είναι ένας ευθύς και προσεγγίσιμος χαρακτήρας που συμπάσχει για τον συνάνθρωπό του. Ένας από αυτούς είναι ο αρθρογράφος των New York Times Ντέιβιντ Μπρουκς. «Όσο περισσότερο κάλυπτα (δημοσιογραφικά) τον Μπάιντεν τόσο περισσότερο ένιωθα οικειότητα και σεβασμό για αυτόν. Τότε, όπως και τώρα, θα μπορούσε να είναι ένα σκληρό αφεντικό, μερικές φορές θυμωμένος και απότομος με το επιτελείο του. Αλλά σε όλη του τη ζωή ο Μπάιντεν έστεκε στο πλευρό των αουτσάιντερ. Σπάνια έχω συναντήσει πολιτικό με τόσο βαθιές ρίζες στο ανεπιτήδευτο ήθος της μεσαίας τάξης, της γειτονιάς όπου μεγάλωσε. Έχει μια ορατή ενστικτώδη ικανότητα να δένεται με αυτούς που πάσχουν [...] Η πολιτική γίνεται όλο και πιο σκληρή καθώς περνούν τα χρόνια, αλλά αυτό δεν έχει αποστερήσει τον Μπάιντεν από τον βαθύ ανθρώπινο χαρακτήρα του» γράφει. Κάνει, μάλιστα, μνεία στο τηλεφώνημα που δέχτηκε ο ίδιος από τον Πρόεδρο πριν από ενάμιση χρόνο για να τον συλλυπηθεί για την αυτοκτονία του καλύτερου φίλου του. «Απλώς μ’ άφησε να μιλήσω για τον φίλο μου και μέσα από τα λόγια και τον τόνο της φωνής του μου συμπαραστάθηκε στον θρήνο. Έζησα την παρηγοριά του να με βλέπουν» σημειώνει χαρακτηριστικά ο αρθρογράφος. Είναι πράγματι σπάνιο για έναν Πρόεδρο να τηλεφωνεί αυτοπροσώπως σ’ έναν δημοσιογράφο για να τον συλλυπηθεί.
Είναι, όμως, αρκετά όλα αυτά για να διαλύσουν τις αμφιβολίες ότι ο Μπάιντεν μπορεί να τα βγάλει πέρα σε μια δεύτερη θητεία; Είναι αρκετά για να πείσουν τους απογοητευμένους ψηφοφόρους της μεσαίας τάξης ότι το αμερικανικό όνειρο δεν είναι πια… όνειρο καλοκαιρινής νύχτας; Ότι την ώρα που αυτοί δουλεύουν διπλοβάρδιες απλώς και μόνο για να τα βγάλουν πέρα, η κορπορατική Αμερική συσσωρεύει υπερκέρδη σχεδόν σε όλους τους τομείς; Φτάνουν για να πείσουν τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους των Δημοκρατικών από τις κοινότητες των μουσουλμάνων, των Αφροαμερικανών, των Λατίνων ότι αυτός ο Πρόεδρος ακούει τη φωνή τους; Αρκούν για να πείσουν τους χιλιάδες φοιτητές που διαδηλώνουν ενάντια στον πόλεμο στη Γάζα και στην εν λευκώ υποστήριξη του Ισραήλ από τις ΗΠΑ ότι αυτή η κυβέρνηση αφουγκράζεται τις αγωνίες τους και τα ιδανικά τους;
Ιδού το πρόβλημα
Από κόμμα της εργατικής και της μεσαίας τάξης οι Δημοκρατικοί έγιναν όλο και περισσότερο το κόμμα της καλά μορφωμένης μητροπολιτικής ελίτ
Ολοι οι έμπειροι αναλυτές αναγνωρίζουν ότι το πρόβλημα της υποψηφιότητας του Μπάιντεν δεν έχει να κάνει με την ηλικία του. Έχει να κάνει με την κατακερματισμένη, φυλετικά και ταξικά, κοινωνία της Αμερικής που έχει κυριευτεί από απογοήτευση και οργή. Έχει να κάνει μ’ ένα κόμμα που έχει βυθιστεί σε βαθιά κρίση ταυτότητας και προσανατολισμού. Ένα κόμμα που έχει πάρει διαζύγιο απ’ τη φυσική δεξαμενή των ψηφοφόρων του, την εργατική τάξη.
«Εδώ πρόκειται για κάτι βαθύτερο από την ηλικία του Τζο Μπάιντεν» γράφει ο Μπρουκς στους ΝΥΤ. «Όλο και περισσότεροι άνθρωποι λένε στους δημοσκόπους ότι οι Ρεπουμπλικάνοι είναι αυτοί που νοιάζονται για τον λαό, όχι οι Δημοκρατικοί. Όταν αναπολώ τις μέρες της δόξας του Δημοκρατικού Κόμματος, τις μέρες του New Deal και του Great Society (σ.σ.: το κοινωνικό πρόγραμμα του Προέδρου Λίντον Τζόνσον τη δεκαετία του 1960), ακόμη και στις μέρες που ο Τζο Μπάιντεν ήταν ένας νεαρός γερουσιαστής που τον ενέπνεαν άνθρωποι όπως ο Χιούμπερτ Χάμφρεϊ (σ.σ.: ιστορικό στέλεχος των Δημοκρατικών και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Τζόνσον) το Δημοκρατικό Κόμμα ήταν στον πυρήνα του ένα κόμμα της εργατικής και της μεσαίας τάξης. Τον τελευταίο μισό αιώνα οι Δημοκρατικοί έγιναν όλο και περισσότερο το κόμμα της καλά μορφωμένης μητροπολιτικής ελίτ».
Φεύγουν οι λευκοί της εργατικής τάξης
Δεν αποτελεί είδηση ότι οι Δημοκρατικοί χάνουν λευκούς ψηφοφόρους της εργατικής τάξης από την εποχή ακόμη του Ρίγκαν. Αλλά σήμερα το κόμμα αιμορραγεί σε αυτή την κατηγορία της εκλογικής δεξαμενής, χάνοντας υποστηρικτές απ’ όλο το φυλετικό φάσμα. Το 2012 ο Μπαράκ Ομπάμα κέρδισε τους μη λευκούς ψηφοφόρους χωρίς πτυχίο κολεγίου με ένα συντριπτικό 67%. Το 2020 ο Μπάιντεν τους κέρδισε με 48%. Σήμερα οι Δημοκρατικοί συγκεντρώνουν σε αυτή την ομάδα ψηφοφόρων μόλις το ασήμαντο 16%. «Καθώς κυριάρχησαν στις τάξεις του μορφωμένοι ακτιβιστές και εκπρόσωποι των μέσων ενημέρωσης, το Δημοκρατικό Κόμμα έχασε την επαφή του με ορισμένες από αυτές που μπορούν να ονομαστούν ψυχολογικές και συναισθηματικές πηγές ισχύος. Έγινε επιρρεπές σε φανταχτερές εκδοχές της πολιτικής και της ρητορικής είτε πρόκειται για το “Medicare για Όλους” είτε για την “αποχρηματοδότηση της αστυνομίας”, πηγαίνοντας σε μέρη όπου οι ψηφοφόροι που βρίσκονται στη μέση του δρόμου δεν θα το ακολουθούσαν. Έγινε πιο ευάλωτο από τη στενομυαλιά των πιο προνομιούχων και μορφωμένων μελών του».
Ο Μπάιντεν οφείλει πρώτα να ενώσει το κόμμα
Τις αιτιάσεις του Μπρουκς υπερθεματίζει ο Ουαλίντ Σαχίντ, ένας από τους στρατηγιστές των Δημοκρατικών, που δούλεψε μεταξύ άλλων σε εκστρατείες του Μπέρνι Σάντερς. Το κείμενό του στο Politico βρίσκει κατευθείαν στόχο: «Ένα κόμμα που βρίσκεται σε σύγκρουση με τον εαυτό του δεν μπορεί να κερδίσει» γράφει. «Ο Πρόεδρος Μπάιντεν οφείλει πρώτα να ενώσει το Δημοκρατικό Κόμμα, που έχει διχάσει τον κόσμο για ζητήματα όπως η χρηματοδότηση του πολέμου του Ισραήλ στη Γάζα, οι μεταναστευτικές πολιτικές που θυμίζουν την εποχή του Τραμπ και το αυξανόμενο κόστος ζωής. Ενώ σχεδόν οι μισοί ψηφοφόροι του Μπάιντεν το 2020 θεωρούν ότι το Ισραήλ διαπράττει γενοκτονία στη Γάζα, ο Πρόεδρος συνεχίζει να επικρίνει την προοδευτική πτέρυγα και να παρέχει στο Ισραήλ δισεκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτικό εξοπλισμό [...] Αν ο Μπάιντεν εξακολουθήσει να χρηματοδοτεί την κατοχή και τον πόλεμο του Ισραήλ, θα γκρεμίσει τη θεμελιώδη εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του και καμία διάλεξη για το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να μας βρει το 2024 δεν θα μπορεί να την ξαναχτίσει»...