«Ζητώ μια Αρχαιολογία της συμπερίληψης και όχι του αποκλεισμού» επαναλαμβάνει με κάθε αφορμή. Αρχαιολόγος και θεωρητικός της Αρχαιολογίας με περγαμηνές, καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, διευθυντής διεθνών ερευνητικών προγραμμάτων, ο Δημήτρης Πλάντζος τροφοδοτεί την επιστημονική κοινότητα αλλά και τους ανήσυχους αναγνώστες με πολύτιμα θεωρητικά κείμενα γύρω από την πολιτισμική κριτική συμβάλλοντας στην κατανόηση του παρελθόντος. Ενός παρελθόντος απαλλαγμένου από παρηκμασμένες κανοναρχίσεις και υστερόβουλα αφηγήματα.
«Αυτό που επιθυμώ να επισημάνω είναι ο κίνδυνος το πηγαίο και φυσικό ενδιαφέρον μας για τον κλασικό πολιτισμό να μετεξελιχθεί σε μια Αρχαιολογία αποκλεισμών, σε μια τεχνολογία φυλετικών και έμφυλων διακρίσεων και ιεραρχήσεων» λέει καθώς συζητάμε για το καινούργιο του βιβλίο «Αρχαιοπολιτική» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου), εξηγώντας ότι «η αρχαιοπολιτική επηρεάζει κυρίως τους πολίτες και λιγότερο τα μνημεία».
Με την οξυδερκή ματιά του επιστήμονα που ανασκάπτει το παρελθόν με το βλέμμα στραμμένο στο παρόν και το μέλλον, τοποθετείται με σαφήνεια και για το παρελθόν, κυρίως όμως για το παρόν. «Φοβάμαι ότι η μετατροπή των πέντε δημόσιων μουσείων σε ΝΠΔΔ είναι ένα μεγάλο λάθος» λέει για το επίμαχο θέμα των τελευταίων ημερών. Από τις «άστοχες ενέργειες της Πολιτείας» στην Αμφίπολη, «όταν το μνημείο εργαλειοποιήθηκε», μέχρι τις αρχαιότητες του σταθμού Βενιζέλου και από τις επεμβάσεις στην Ακρόπολη «σε ένα πλαίσιο τουριστικοποίησης του μνημείου και της Αθήνας» μέχρι την Αρχαιολογία της λήθης, ο Δημήτρης Πλάντζος μας βοηθάει ουσιαστικά να κατανοήσουμε τη σημασία της έντιμης ματιάς και στο παρελθόν, και στο παρόν.
Τι είναι η αρχαιοπολιτική; Πότε και πώς μπαίνει στις ζωές των μνημείων και των κοινωνιών αυτή η συνθήκη;
Ο όρος αρχαιοπολιτική είναι αρκετά παλιός. Παλαιότερες αναφορές στη διεθνή βιβλιογραφία μπορούν να εντοπιστούν στη δεκαετία του ’70 ή του ’80, πάντοτε όμως με την έννοια της πολιτικής παρέμβασης ή χειραγώγησης στο έργο των αρχαιολόγων. Στη μελέτη μου, η οποία προέρχεται από ένα ευρύτερο ερευνητικό πρόγραμμα και μια σειρά δημοσιεύσεων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ως αρχαιοπολιτική ορίζω τον δημόσιο λόγο για το παρελθόν που εργαλειοποιεί τα υλικά κατάλοιπα του κλασικού πολιτισμού. Χρησιμοποιώ δηλαδή την έννοια της βιοπολιτικής όπως την όρισε ο Φουκό για να αναφερθώ στην αρχαιοπολιτική ως μια αισθητικοποιημένη εκδοχή της.
Στο βιβλίο σας κάνετε λόγο για λευκή πολιτισμική κληρονομιά, έννοια που παραπέμπει ευθέως σε φασιστική-ναζιστική ορολογία. Πείτε μας, πώς συνδέεται με την πρόσληψη της αρχαιότητας;
Ηδη από τις αρχές του 20ού αιώνα η κλασική κληρονομιά εργαλειοποιήθηκε ως μηχανισμός ενίσχυσης ευγονικών και ρατσιστικών θεωριών διεθνώς. Αν και σήμερα οι θεωρίες αυτές έχουν σε μεγάλο βαθμό απαξιωθεί, παρ’ όλα αυτά εμφιλοχωρούν στον συστημικό ρατσισμό των δυτικών κοινωνιών υποθάλποντάς τον. Όπως η βιοπολιτική βασίζεται σε βιολογικές προσομοιώσεις, στην αρχαιοπολιτική ο έλεγχος επί του βίου υποδύεται μια αρχαιοφιλική προδιάθεση την οποία και θεωρεί δεδομένη. Γίνεται δηλαδή μια επίκληση ενός υψηλότερου τρόπου ζωής και σκέψης, που, αν και είναι ανοιχτός σε όλους, είναι εφικτός μόνο για λίγους. Με άλλα λόγια, η αρχαιοπολιτική εγκαθιδρύει ένα αρχαιοφιλικό καθεστώς αλήθειας προκειμένου να διαχειριστεί τον βίο στο παρόν. Πολύ συχνά, και η Ελλάδα είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, η κλασική αισθητική χρησιμοποιείται ως προπέτασμα καπνού για να ενισχυθούν αποκλεισμοί που βασίζονται στην καταγωγή, στη φυλή ή και στο χρώμα του δέρματος. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, την περιβόητη επιχείρηση «Ξένιος Ζευς» της Ελληνικής Αστυνομίας, πριν από δέκα χρόνια περίπου, που, ενώ αποσκοπούσε στον αποκλεισμό ανθρώπων με καθαρά ρατσιστικά κριτήρια, όπως το χρώμα του δέρματος, περιβλήθηκε με το μεγαλείο της κλασικής αρχαιότητας ως άλλοθι για πολιτικούς αποκλεισμούς στο παρόν.
Επομένως δεν είναι τόσο αθώα η εμμονή στη λευκότητα της κλασικής αρχαιότητας.
Οχι. Πολύ συχνά μάλιστα δεχόμαστε και την ειλικρινή ή όχι απορία πολλών, ειδημόνων και μη, που επισημαίνουν ότι η πολυχρωμία των αρχαίων γλυπτών είναι γνωστή ήδη από τον 19ο αιώνα και επομένως δεν υπάρχει λόγος να αποδίδουμε πολιτικά κίνητρα σήμερα στις συνεχείς αναφορές για τη λευκότητα των αρχαίων αγαλμάτων. Το πρόβλημα με αυτή την προσέγγιση δεν είναι βέβαια ότι ο αρχαίος πολιτισμός ήταν πολύχρωμος και το ξέρουμε, αλλά ότι ακόμα και σήμερα χρησιμοποιείται από χώρες στις παρυφές της Δύσης, όπως η Ελλάδα, ως όχημα για την καταξίωσή της ως λευκής κουλτούρας εφάμιλλης με αυτές της Δύσης.
Διαπιστώσατε κάποιους κινδύνους και αποφασίσατε να κάνετε αυτό το βιβλίο τη δεδομένη χρονική περίοδο;
Οπως είπα ήδη, το βιβλίο προέρχεται από μια μακρά ενασχόλησή μου με το θέμα, που πηγαίνει πίσω δέκα χρόνια περίπου. Αυτό που επιθυμώ να επισημάνω είναι ο κίνδυνος το πηγαίο και φυσικό ενδιαφέρον μας για τον κλασικό πολιτισμό να μετεξελιχθεί σε μια Αρχαιολογία αποκλεισμών, σε μια τεχνολογία φυλετικών και έμφυλων διακρίσεων και ιεραρχήσεων. Όπως λέω συνήθως, ζητώ μια Αρχαιολογία της συμπερίληψης και όχι του αποκλεισμού.
Και πώς ορίζουμε την Αρχαιολογία της συμπερίληψης;
Θα έλεγα ότι χρειαζόμαστε μια Αρχαιολογία που μελετά το παρελθόν ως τέτοιο χωρίς να προσπαθεί να εγκαθιδρύσει πατριαρχικά ή άλλα αφηγήματα στην παρούσα κοινωνία. Μια Αρχαιολογία η οποία θα σέβεται τον πολυφυλετικό, πολυπολιτισμικό και πολυεστιακό χαρακτήρα της σημερινής ελληνικής κοινωνίας.
Συμβαίνει αυτό σήμερα;
Μπορεί και να συμβαίνει. Κάθε φορά που σε μια έκθεση μουσείου ή σε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα αναδεικνύεται και κάτι άλλο πέρα από την ελληνική εξαίρεση, κάθε φορά που γίνεται σοβαρή συζήτηση για περιόδους της ελληνικής Ιστορίας πέρα από τον Χρυσό Αιώνα, αλλά και όσο αποφεύγουμε να μιλάμε για ελληνικό DNA, για αυτοχθονία, για την περίφημη αισθητική της ελληνικής ιθαγένειας, κάνουμε βήματα προς μια Αρχαιολογία που δεν που δεν προσφέρεται για αρχαιοπολιτική χρήση.
Χρησιμοποιείτε στο βιβλίο σας το Μνημείο Πεσόντων της Καρδαμύλης ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αρχαιοπολιτικού λόγου. Θέλετε να μας εξηγήσετε γιατί;
Πρόκειται μάλιστα για το αγαπημένο μου παράδειγμα, ακριβώς γιατί η Καρδαμύλη είναι ο τόπος διακοπών μου εδώ και πολλά χρόνια και γιατί θέλω να δείξω μ’ αυτό και ότι η αρχαιοπολιτική σε βρίσκει εκεί που δεν το περιμένεις. Δεν τη συναντάμε στα μουσεία και στις βιβλιοθήκες, τη συναντάμε στον δρόμο. Στο συγκεκριμένο μνημείο οι πεσόντες από την περιοχή ανάγονται όχι μόνο στο 1821 και στους Βαλκανικούς αλλά και στις μάχες του Μαραθώνα και των Θερμοπυλών, ακόμα και στον Τρωικό Πόλεμο. Το πρώτο τοπωνύμιο που αναφέρεται στη σχετική στήλη είναι της Τροίας. Κατασκευάζονται έτσι τα σώματα των Ελλήνων πεσόντων ως αρχαιοπολιτικές οντότητες, υποβάλλοντας και σε μένα που περνάω μπροστά από το μνημείο στον δρόμο για την παραλία ότι μόνο όποιος κατάγεται απ’ αυτούς που πολέμησαν στον Τρωικό Πόλεμο δικαιούται να θυσιαστεί σήμερα για την πατρίδα του. Εγγράφεται με αυτόν τον τρόπο στο μυαλό τού τυχαίου παρατηρητή μια ψευδής εθνική συνείδηση, μια ταυτότητα που τεκμηριώνεται από τα οστά φαντασιακών πεσόντων. Έτσι, η αρχαιοπολιτική μετατρέπεται σε νεκροπολιτική.
Μέσω της χειραγώγησης επιχειρούμε να κατασκευάσουμε νέες ταυτότητες;
Ακριβώς. Επιχειρούμε να κατασκευάσουμε ένα έθνος αρχαίων εαυτών και διαθέσιμων σωμάτων, ένα έθνος άχρονο, ένδοξο και λευκό.
Ποιους κινδύνους κρύβει για τους πολίτες αλλά και τα ίδια τα μνημεία η δεδομένη ανάγνωση του παρελθόντος;
Η αρχαιοπολιτική επηρεάζει κυρίως τους πολίτες και λιγότερο τα μνημεία. Ακόμη και για τα τελευταία όμως, η μονοθεματική, στοχευμένη καλλιέργεια ενός αρχαιοπολιτικού λόγου για το παρελθόν μπορεί να οδηγήσει σε φαινόμενα κατάχρησης, παρερμηνείας ή ακόμα και καταστροφής. Θυμίζω τις άστοχες ενέργειες της Πολιτείας στην περίπτωση της Αμφίπολης, όταν το μνημείο εργαλειοποιήθηκε πολιτικά με τρόπο βεβιασμένο, ή την περίπτωση της απομάκρυνσης των βυζαντινών αρχαιοτήτων από τον σταθμό Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, που έχω την εντύπωση πως αν ανήκαν στην κλασική περίοδο, η μεταχείρισή τους θα ήταν διαφορετική. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, μάλιστα, αναδεικνύεται και ο επιφανειακός, εξευγενιστικός τρόπος άσκησης αυτού του είδους της Αρχαιολογίας. Ο τρόπος που επανέρχονται, τμηματικά, οι αρχαιότητες στους σταθμούς του μετρό Θεσσαλονίκης αποκαθιστά επιφανειακά τα διαταραγμένα μνημεία δημιουργώντας ένα σκηνικό κατάλληλο μόνο για τουριστικές φωτογραφίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί σοβαρή αναστήλωση ή ανάδειξη.
Οι «βαριές» παρεμβάσεις στην Ακρόπολη πώς συναντιόνται με την αρχαιοπολιτική;
Οι πρόσφατες παρεμβάσεις που έγιναν ή ανακοινώθηκαν ότι θα γίνουν στην Ακρόπολη εντάσσονται κι αυτές σε ένα πλαίσιο ευρύτερου εξευγενισμού και τουριστικοποίησης του μνημείου και της Αθήνας όλης. Δυστυχώς, ενώ θα έπρεπε πανευρωπαϊκά και παγκόσμια να μας απασχολεί η επιλογή της αποτουριστικοποίησης και της ευρύτερης αποανάπτυξης ως τελευταία, φοβάμαι, ελπίδα για τη σωτηρία του περιβάλλοντος, στην Ελλάδα ακόμη θεωρούμε ότι η διαρκής αύξηση του τουρισμού είναι θετική και για την οικονομία μας και για τα μνημεία μας.
Αιφνιδιαστικά τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ ανακοινώθηκαν τα Δ.Σ. των πέντε μεγάλων δημόσιων μουσείων που έχουν ήδη μετατραπεί σε ΝΠΔΔ. Πώς βλέπει όλη αυτή την υπόθεση ένας αρχαιολόγος όπως εσείς;
Φοβάμαι πως η μετατροπή των πέντε δημόσιων μουσείων σε ΝΠΔΔ είναι ένα μεγάλο λάθος, το οποίο έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να επιλύσει τα όποια προβλήματα υποτίθεται πως λειτούργησαν ως κίνητρα της μετατροπής αυτής. Ο σχετικός νόμος αφήνει αδιευκρίνιστα καίρια ζητήματα για το οργανόγραμμα, τη χρηματοδότηση και την όλη λειτουργία αυτών των μουσείων, που θα έπρεπε να παραμείνουν οργανικά συνδεδεμένα με την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Παράλληλα, η λειτουργία των μουσείων αφήνεται έκθετη σε ενδεχόμενες πολιτικές παρεμβάσεις τώρα ή και στο μέλλον. Ξενίζει μάλιστα η εκκωφαντική απουσία αρχαιολόγων από τα νέα συμβούλια.
Πώς βλέπετε την πολιτιστική πολιτική που ακολουθεί η παρούσα κυβέρνηση;
Θα έλεγα ότι, και όσον αφορά την Αρχαιολογία αλλά και γενικότερα, υπάρχει μια υπερβολική έμφαση στην τουριστική χρήση του πολιτιστικού αποθέματος στη χώρα. Στην κατασκευή μιας βιτρίνας κατάλληλης περισσότερο για χρήση από επιβάτες κρουαζιερόπλοιων και πελάτες airbnb. Μιας πόλης-θεματικό πάρκο.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στη λήθη. Σ’ αυτές τις πόλεις-θεματικά πάρκα ακμάζει, να υποθέσω, η Αρχαιολογία της λήθης, για την οποία πολύ συχνά γράφετε;
Οπου καλλιεργείται η μνήμη, καλλιεργείται παράλληλα και η λήθη. Το βλέπουμε ήδη από τη συνεχιζόμενη αναστήλωση της Ακρόπολης, η οποία συστηματικά «ξεχνάει» μνημεία βυζαντινά, βενετικά, οθωμανικά κ.ά. Αντίστοιχα, το Μουσείο της Ακρόπολης, το οποίο επιμένει να αγνοεί τη ζωή του μνημείου μετά το τέλος της αρχαιότητας. Αλλά και μέσα στις πόλεις μας ας αναλογιστούμε πόσο λίγο χώρο αφιερώνουμε σε περιόδους της ελληνικής Ιστορίας που προτιμάμε να ξεχάσουμε.
Πώς οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να μελετάμε το παρελθόν;
Σκοπός του βιβλίου, βέβαια, δεν είναι τόσο το παρελθόν όσο το παρόν ή, με άλλα λόγια, ο λόγος περί του παρελθόντος στο σήμερα. Αυτό για το οποίο επιμένω είναι ότι δεν μπορούμε να πολιτευόμαστε στο παρόν, στη Βουλή, στο σχολείο, στο σπίτι με γνώμονα κάποιο αφήγημα που είτε επιβιώνει είτε αναβιώνεται από το κλασικό παρελθόν, όσο λαμπρό κι αν νομίζουμε πως αυτό υπήρξε.