Ανακεφαλαιώνω τις κρίσεις μου για το Φεστιβάλ Αθηνών 2017 με κάποιες πρόσθετες παρατηρήσεις και θα αναφερθώ συνοπτικά στις παραστάσεις που είδα αλλά δεν μπόρεσα να γράψω εγκαίρως. Οι παραγωγές ήταν πάμπολλες και διεσπαρμένες. Για τις παραστάσεις του Φεστιβάλ Επιδαύρου θα επανέλθω.
Από τις διεθνείς παραγωγές, είχα γράψει για τον «Παίκτη» της Φολκσμπύνε σε σκηνοθεσία του Φράντ Κάστορφ, στις 23 Ιουλίου: «Αυτό το εντελές, αύταρκες έργο του Ντοστογιέφσκι, η σκηνοθεσία το παραγέμισε με τυχαία ριγμένα αποσπάσματα άλλων ντοστογιεφσκικών κειμένων, για χάρη ενός ρηχού, ευκαιριακού πολιτικού υπομνηματισμού. Από το Υπόγειο, τους Αδελφούς Καραμαζώφ, τον Ηλίθιο, το Έγκλημα και τον Κροκόδειλο κυρίως, με τον οποίο έπαιζε η παράσταση κατά κόρον, μέχρι που το πελώριο αμφίβιο ερπετό την 'κατάπιε' ολόκληρη αμάσητη». Ο «Παίκτης», παρ' ότι διαθέτει «σασπένς», δεν είναι αμερικάνικο θρίλερ, επιμένω, είναι ένα ρώσικο υπαρξιακό κείμενο, με ό,τι σημαίνει αυτό.
Περνάω στην άλλη παράσταση της αρκετά υπερτιμημένης «Φολκσμπύνε»: το «Μουρμουρητό», βασισμένη σε βιβλίο του Ντίτερ Ροτ, σε σκηνοθεσία Χέρμπερτ Φρίτς. Ήταν μια «εύκολη» δουλειά, επιδερμική και εξυπνακίστικη. Έχουμε τη δραματοποίηση ενός βιβλίου 180 σελίδων, στις οποίες επαναλαμβάνεται συνεχώς η ίδια λέξη: «Μουρμουρητό». Ανάλογη ήταν και η παράσταση, μια φλύαρη μουσικοχορευτική κατασκευή που επαναλάμβανε με ποικίλους τρόπους, φωναχτά, ψιθυριστά, με απαγγελία, τραγουδιστά, οπερετικά κ.λπ. επί δίωρο τη μοναδική λέξη «μουρμουρητό», μέχρι ασφυξίας των θεατών. Αν αυτός ήταν ο στόχος της σκηνοθεσίας, τότε μπράβο, τον πέτυχε. Τι να την κάνω την υποκριτική προσωπικότητα των ηθοποιών όταν υπηρετούν σοβαροφανώς ένα τίποτα; Μάλιστα, με απίστευτη έπαρση και αυταρέσκεια!
Για την παράσταση των Ρόμπερτ Γουΐλσον και Μιχαήλ Μπαρίσνικωφ «Γράμμα σε έναν άντρα» στη «Στέγη Ιδρύματος Ωνάση», βασισμένη στα ημερολόγια του Νιζίνσκι: ένας εξαντλημένος Ρόμπερτ Γουΐλσον, ο φορμαλισμός του οποίου έχει κλείσει πια τον κύκλο του, και ένας εξαντλημένος Μπαρίσνικωφ, που δεν χορεύει τον Νιζίνσκι, αλλά τον αφηγείται. Η όποια σωματική παρακμή του Νιζίνσκι των ημερολογίων δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως άλλοθι. Η τέχνη δεν επιτρέπεται να αναπαριστά την παρακμή διά της παρακμής. Οφείλει να την αναπαράγει σε ένα άλλο επίπεδο. Σημειωτέον ότι, στην τελευταία του δουλειά, ο Νιζίνσκι αναστημένος «πετούσε».
Για την κορυφαία ξένη παραγωγή, τη «Δημοκρατία στην Αμερική» του Ρόμεο Καστελούτσι, έγραφα στις 9 Ιουλίου: «Ο σημαντικός Ιταλός σκηνοθέτης έχει κατανοήσει ότι η τραγωδία φύεται στον χώρο της ελευθερίας, όχι της ανάγκης. Εκεί όπου ευδοκιμεί το άνθος μιας ανοιχτής, παρ' ότι ετεροβαρούς, σχέσης ανθρώπου - θεού. Απελευθερωμένος ο ίδιος από τα δεσμά της κλειστής φόρμας, αγγίζει από άλλο δρόμο τον πυρήνα του τραγικού στην εποχή μας. Τι είναι ύβρις, τι υπέρβαση, τι τιμωρία;". Θα πρόσθετα σήμερα ότι η μέθοδός του μοιάζει πια να αγγίζει τα όριά της και εδώ ενεδρεύει ο κίνδυνος ενός νέου φορμαλισμού.
Από τις ελληνικές παραγωγές, ξεχώρισα τη «Σφαγή των Παρισίων» του Μάρλοου σε σκηνοθεσία Χρήστου Θεοδωρίδη (επανάληψη) και «Το γεφύρι του Δρίνου» του Άντριτς σε σκηνοθεσία Νικήτα Μιλιβόγιεβιτς. Δεν έχω να προσθέσω κάτι σε όσα έγραψα (30 Ιουλίου και 13 Αυγούστου αντίστοιχα). Ενδιαφέρουσα είναι ακόμη η σκηνοθετική δουλειά της Μαρίας Πανουργιά επάνω στο διήγημα του Γιόζεφ Ροτ: «Ο θρύλος του Αγίου Κάρτακ και το μικρό λουλούδι», σε διασκευή Ευθύμη Φιλίππου, που το έδωσε, σωστά, ως ένα παπαδιαμαντικό «παραμύθι για μεγάλους». Επίσης, στο «Ρεξ» είδαμε «Το κορίτσι που πέφτει, πέφτει, πέφτει...», μια διασκευή του ομώνυμου διηγήματος του Ντίνο Μπουτζάτι, σε διασκευή και σκηνοθεσία της Λίλο Μπάουρ, με το προσόν της φαντασίας και με έξυπνες λύσεις στα προβλήματα που θέτει η σκηνική του εφαρμογή. Προσθέτω ακόμη την παράσταση «Προεδρίνες», από το έργο του Βέρνερ Σβαμπ, σε καλή μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, σε σκηνοθεσία της Ζωής Χατζηαντωνίου, όπου πρωταγωνιστούν τρεις απολυμένες συμβασιούχες καθαρίστριες, που από τη δυστυχία και τη θλίψη... έγιναν κακούργες. Η σκηνοθεσία, κάπως αμήχανη, έμοιαζε σαν να μην ήξερε από πού να πιάσει αυτό το έργο λεπτής ειρωνείας, επιβάλλοντάς του ένα παράταιρο ύφος κινηματογραφικού «μπουρλέσκ». Με την καλή Ρούλα Πατεράκη και τις επίσης καλές Μαρία Κατσιαδάκη και Εύη Σαουλίδη πιστές στο ύφος «εφ’ ω ετάχθησαν».
Με το σημείωμα αυτό κλείνω τις εκκρεμότητες με το Φεστιβάλ Αθηνών.