Όλα τα κέρδη την τελευταία πενταετία στην ελληνική οικονομία προήλθαν από τις περικοπές στους μισθούς, την αύξηση της φορολογίας (και το ξέπλυμα μαύρου χρήματος), ενώ η αύξηση των εξαγωγών πραγματοποιήθηκε κατά κύριο λόγο μέσα από τις υπηρεσίες, δηλαδή τον τουρισμό και τις διεθνείς μεταφορές, και όχι από την αύξηση των εξαγωγών αγαθών, όπως αναφέρεται στην πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν, υπογραμμίζοντας ως αιτία το χάσμα παραγωγικότητας που μας χωρίζει από την υπόλοιπη Ευρώπη. Και η μονοκαλλιέργεια του άναρχου τουρισμού έδωσε στη φετινή σεζόν τα πρώτα μηνύματα συναγερμού.
Τα στοιχεία για τον μήνα Ιούλιο που ανακοινώθηκαν δείχνουν ότι οι τουριστικές εισπράξεις μειώθηκαν κατά 4,4% σε σχέση με τον ίδιο μήνα πέρυσι, παρότι οι αφίξεις αυξήθηκαν (κατά 4,1%). Και είναι ανησυχητικό διότι καταγράφεται μείωση της δαπάνης ανά ταξιδιώτη. Η Ελλάδα εισέπραξε τον περασμένο Ιούλιο κατά μέσο όρο 608 ευρώ ανά ταξιδιώτη, έναντι 668 ευρώ τον Ιούλιο του 2023 και 670 ευρώ τον Ιούλιο του 2022. Η τάση αυτή θα έπρεπε να θορυβήσει την κυβέρνηση και τους τουριστικούς παράγοντες, διότι δείχνει ότι το τουριστικό προϊόν υποβαθμίζεται, αντί να αναβαθμίζεται, χωρίς σχέδιο και κανόνες.
Ενα άλλο στοιχείο που θα μπορούσε να στηρίξει το ΑΕΠ είναι οι εξαγωγές, αλλά και εκεί οι εξελίξεις είναι ανησυχητικές. Ο πρωτογενής τομέας και η συνδεδεμένη με αυτόν μεταποίηση συρρικνώνονται ταχύτατα, με περιοχές, όπως η Θεσσαλία και η Μακεδονία, που πρωταγωνιστούσαν παραγωγικά να εξαφανίζονται από καταστροφές, πυρκαγιές, πλημύρες, καύσωνες, ξηρασία, χωρίς να υπάρχει κανένας (!) σχεδιασμός για έργα υποδομών.
Το ελληνικό οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον δεν είναι πλέον ελκυστικό για σοβαρές επενδύσεις. Χωρίς επενδύσεις, όμως, η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας καθηλώνεται σε ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα της Ε.Ε., με αποτέλεσμα η Ελλάδα να αποκλίνει, αντί να συγκλίνει, από την υπόλοιπη Ευρώπη. Συγκεκριμένα: «Το 2023 το ελληνικό ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης ανά ώρα εργασίας αντιστοιχούσε μόλις στο 57,4% του μέσου όρου της Ε.Ε.» αναφέρει η έκθεση της Ε.Ε., κάτι που σημαίνει πως, παρά τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς περί ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης, η χώρα έχει σημαντικό χάσμα παραγωγικότητας με την υπόλοιπη Ε.Ε. και μάλιστα το μεγεθύνει, και όσο το μεγεθύνει τόσο το χάσμα μεγαλώνει.
Και τώρα τι γίνεται; Κλάφ’ τα, Χαράλαμπε, μας είπε ούτε λίγο ούτε πολύ πρόσφατα ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, καθώς, όπως ανέφερε, απαιτούνται τέσσερις δεκαετίες (!) με μεταρρυθμίσεις που θα «τρέχουν» παράλληλα για να δει «φως στο τούνελ» η Ελλάδα και να επιστρέψει σε δημόσιο χρέος 60% του ΑΕΠ. Και πρόσθεσε ότι η πρόβλεψη αυτή θα ισχύσει υπό την προϋπόθεση να προχωρούν παράλληλα βασικές μεταρρυθμίσεις για να επιτυγχάνονται πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 2% του ΑΕΠ ετησίως. Μην ανησυχείτε, τα εγγόνια μας θα μάθουν του λόγου το αληθές. Παράλληλα ο κ. Στουρνάρας προειδοποιεί ότι «η χώρα θα αντιμετωπίσει σύντομα ένα μείζον πρόβλημα: την έλλειψη εργατικού δυναμικού. Αυτή τη στιγμή μας λείπουν 200.000 θέσεις στις δραστηριότητες γύρω από τον τουρισμό, τον αγροτικό τομέα και την οικοδομή. Εάν δεν τα βρούμε άμεσα, θα αρχίσουμε να έχουμε πρόβλημα και στην οικονομία». Και πώς αντιμετωπίζεται αυτό γρήγορα (!) με την ανεργία και την υποαπασχόληση των νέων, που αδυνατούν να δημιουργήσουν οικογένειες, φτάνοντας στο σημείο οι θάνατοι να είναι σχεδόν διπλάσιοι από τις γεννήσεις;
Αν εξαιρέσουμε την ασυλία των προστατευόμενων από τη φαμίλια Μητσοτάκη αρπακτικών καρτέλ, εκτός από τον πρωτογενή τομέα, απειλείται από το υπέρογκο εγχώριο ενεργειακό κόστος και η μεταποίηση, με τους επιχειρηματίες να διαπιστώνουν αδυναμία της κυβέρνησης να βρει μια εφικτή και ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα. Για παράδειγμα, τα προωθούμενα διμερή συμβόλαια δεν άρουν το αδιέξοδο και παράγοντες του ΣΕΒ κάνουν λόγο για κυβερνητική αδιαφορία στις ανησυχίες του κλάδου, προειδοποιώντας για τις σοβαρές επιπτώσεις που θα έχει μια νέα ενεργειακή κρίση στην ελληνική βιομηχανία, στην απασχόληση και στις επενδύσεις, οι οποίες εξάλλου κινούνται πολύ χαμηλότερα από τις εκτιμήσεις του προϋπολογισμού. Και όλα αυτά σε μια Ευρώπη που, παρότι βρίσκεται σε οικονομική ύφεση, είναι πρόθυμη να πληρώσει όλο το κόστος και τις συνέπειες ενός πολέμου που μπορεί να λάβει εφιαλτικές διαστάσεις. Μπορεί τότε να χάσουμε τους τουρίστες, αλλά θα έχουμε πρόσφυγες.