Ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης, κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, μιλάει στην ΑΥΓΗ της Κυριακής για τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που έχει δημιουργήσει η πανδημία, τις προοπτικές μετατοπίσεων και μετασχηματισμών. Αναφέρεται στη μετατροπή της κρίσης από τους νεοφιλελεύθερους σε ευκαιρία, ενώ σημειώνει πως οι όλο και σκληρότερες πολιτικές χρειάζονται τις ακροδεξιές λογικές της «μηδενικής ανοχής», του νόμου και της τάξης, καθώς και την έμπρακτη επικαιροποίηση ενός είδους νεομακαρθισμού για να διασφαλιστούν. “Το θύμα βέβαια είναι η φιλελεύθερη δημοκρατία όπως τη γνωρίσαμε” τονίζει. Αναφέρεται ακόμα στις προκλήσεις για την Αριστερά, η οποία, όπως αναφέρει, οφείλει να μετατρέψει την απελπισία και τον φόβο σε θυμό και ελπίδα τονίζοντας πως “ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κοιτάξει αριστερά”.
Το 2021 βρίσκει τον κόσμο να αναζητεί τον βηματισμό του έπειτα από έναν χρόνο πανδημίας. Για την Ευρώπη και ιδίως για την Ελλάδα η υγειονομική κρίση και οι επιπτώσεις στην οικονομία και την κοινωνία έρχονται να προστεθούν στις βαθιές πληγές της οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων. Τα προηγούμενα χρόνια στο πολιτικό σύστημα αλλά και στον κοινωνικό ιστό σημειώθηκαν μετατοπίσεις και μετασχηματισμοί, θα λέγαμε ιστορικού χαρακτήρα. Μπορούμε να πούμε ότι κάτι τέτοιο θα πρέπει να περιμένουμε και τώρα; Συντελείται ήδη αυτή η κίνηση;
Ουσιαστικά η ερώτησή σας υπαινίσσεται ότι οι συνέπειες της πανδημίας και οι πρακτικές αντιμετώπισής της σε συνδυασμό με τη βαριά κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική υπερδεκαετή κρίση προεικάζουν μια τελείως διαφορετική επόμενη μέρα. Ωστόσο πολύ φοβάμαι ότι οι πιθανές μετατοπίσεις και μετασχηματισμοί δεν θα είναι σε κατεύθυνση θετική για τη δημοκρατία και την κοινωνική συνοχή. Οι θετικές μετατοπίσεις που πράγματι σημειώθηκαν το 2015 συνοδεύονταν από την υπόσχεση για εναλλακτικές πολιτικο-διοικητικές πρακτικές, που θα ανέτρεπαν τη δεδομένη σχέση κράτους - κοινωνίας. Δυστυχώς σήμερα μια ανάλογη προγραμματική υπόσχεση παραμένει ζητούμενο. Κάτι που με κάνει σκεπτικό και απαισιόδοξο.
Στην προηγούμενη κρίση η κοινωνία μέσα από την ενέργεια και την αυτοπεποίθηση που της έδωσαν οι κινητοποιήσεις ξεπέρασε τον φόβο της και τον μετέτρεψε σε δημιουργικό θυμό αλλαγής. Όμως η τελική επικράτηση των Μνημονίων και οι αδυναμίες του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ έχουν δημιουργήσει ένα τραύμα στο κοινωνικό σώμα, που δύσκολα ξεπερνά την απογοήτευση, τη αποστράτευση και τον κυνισμό.
Το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, το οποίο αξιοποιεί η παντοκρατορία των ΜΜΕ, νομιμοποιεί την προκρούστεια εφαρμογή των αρχών του κράτους δικαίου της κυβέρνησης, διαχέει και εμπεδώνει τον παραλυτικό φόβο. Δυστυχώς απαραίτητες προτάσεις ανακούφισης της αντιπολίτευσης σε αυτές τις συνθήκες δεν συγκροτούν εναλλακτικό πρόγραμμα έμπνευσης και στράτευσης. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι οι όποιες ρωγμές εντοπίζονται στο συμπαγές κυβερνητικό μπλοκ δεν οδηγούν σε αύξηση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ.
Η σημασία ενός ισχυρού κοινωνικού κράτους και η ανάγκη πρόσβασης του συνόλου των πολιτών σε δημόσιες υπηρεσίες Υγείας αναδείχθηκαν εμφατικά μέσα στην πανδημία. Είναι αυτή η εμπειρία ικανή συνθήκη για να αλλάξει η θεώρηση των νεοφιλελεύθερων σε σχέση με αυτό;
Πράγματι το σοκ της πανδημίας φάνηκε προς στιγμήν να αλλάζει τις συντεταγμένες του κυρίαρχου ή/και ηγεμονικού λόγου. Ωστόσο αυτό αποτέλεσε ένα σύντομο διάλειμμα. Οι διευθύνουσες πολιτικές δυνάμεις κατανόησαν την κρίση όχι φυσικά ως ανάγκη αλλαγής ή έστω αναστοχασμού του κυρίαρχου προτύπου διακυβέρνησης, αλλά ως ευκαιρία για την αποτελεσματικότερη επιβολή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, αφού η πειθάρχηση που επιβάλλει ο εγκλεισμός σχεδόν εξαφανίζει το ρίσκο της κοινωνικής αντίστασης.
Ο φιλελευθερισμός είναι πολύ πιο ευέλικτος και ευρηματικός απ’ όσο νομίζαμε και μετατρέπει την κρίση σε ευκαιρία. Κάτι που οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις οφείλουν να αναδείξουν και αντιτάξουν τη δική τους στρατηγική πρόταση της κρίσης ως ευκαιρίας.
Στην Ελλάδα πώς βλέπετε τη στάση των πολιτικών κομμάτων που τοποθετούνται στον αριστερό - προοδευτικό χώρο μέσα σε αυτή την κρίση; Θεωρείται ότι οροθετήθηκαν εκ νέου απέναντι σε μια κυβέρνηση με σκληρά δεξιά χαρακτηριστικά; Γιατί παραμένει δημοσκοπικά ισχυρή η κυβέρνηση;
Η κυβέρνηση, φυσικά με κάποιες διακυμάνσεις, φαίνεται να παραμένει δημοσκοπικά ισχυρή, αν και ακόμη δεν γνωρίζουμε τι θα συμβεί όταν τα τραύματα από την κρίση αφήσουν το ανεξίτηλο αποτύπωμά τους στην κοινωνία.
Τα κόμματα της Αριστεράς εντός και εκτός Βουλής, παρά κάποιες συμβολικής σημασίας πρωτοβουλίες, που πάρθηκαν υπό τον φόβο που προκαλεί ο κυβερνητικός αυταρχισμός, δεν μοιάζει να αλλάζουν στρατηγική. Δεν φαίνεται να κατανοούν το «ποτέ ξανά» των Σαμαρά και Βορίδη. Παραμένουν σε στρατηγικές ανάμεσα στην πολιτική καθαρότητα του αναχωρητισμού, όπου η προστασία της ταυτότητας φαίνεται να είναι υπέρτερη της κοινωνικής συμπαράταξης με τις κοινωνικές αγωνίες, και σε εκείνη που επιδιώκει την πάση θυσία ανάληψη κυβερνητικών καθηκόντων.
Ωστόσο η Αριστερά δεν είναι μόνο αυτή που εκφράζεται από τα κόμματα. Η Αριστερά παράγεται δυνάμει σε κάθε στροφή όπου η κοινωνία συναντά την αδικία, την ανισότητα και την καταπίεση. Έτσι όσοι θεωρούν ότι το «προς τ’ αριστερά» σημαίνει συνεννόηση και σύγκλιση πολιτικών ηγεσιών το περιορίζουν, αν δεν αρνούνται πρακτικά αυτή την προοπτική.
Πώς ερμηνεύετε τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης Μητσοτάκη; Πολλοί μίλησαν για ακροδεξιά σφραγίδα, ενώ όλο και περισσότεροι βλέπουν ότι αυτός ο ανασχηματισμός -εν μέσω εορτών, κάτι πρωτοφανές- ανοίγει τον δρόμο για πρόωρες κάλπες μέσα στο έτος.
Ο ανασχηματισμός επιβεβαίωσε αυτό που γνωρίζουμε και από τις εξελίξεις πολλών άλλων χωρών: ότι υπάρχει μια απόλυτα συμβιωτική σχέση ανάμεσα στην παρούσα τάση του νεοφιλελευθερισμού και την Ακροδεξιά, όπως επισήμανε και ο Δ. Τζανακόπουλος. Οι όλο και σκληρότερες πολιτικές χρειάζονται τις ακροδεξιές λογικές της «μηδενικής ανοχής», του νόμου και της τάξης, καθώς και την έμπρακτη επικαιροποίηση ενός είδους νεομακαρθισμού για να διασφαλιστούν. Το θύμα βέβαια είναι η φιλελεύθερη δημοκρατία όπως τη γνωρίσαμε.
Το φαινόμενο είναι δομικό και η ερμηνεία του δεν πρέπει να αποδίδεται απλώς σε πιέσεις ακραίων κύκλων του κυβερνώντος κόμματος. Εκείνο που ήθελα να τονίσω με αφορμή την «ακροδεξιά σφραγίδα» της νέας κυβέρνησης είναι ότι ο νεοφιλελευθερισμός σήμερα, παρά τις μεγάλες δυνατότητες προσαρμογής που διαθέτει, δείχνει σοβαρή δυσανεξία απέναντι στις αξίες και τη θεσμική αποτύπωση του πολιτικού φιλελευθερισμού. Γεγονός που φέρνει στο προσκήνιο το ζήτημα όχι πλέον της «ποιότητας της δημοκρατίας», αλλά ακόμη τα ελάχιστα των θεσμικών της προϋποθέσεων. Ωστόσο, ενώ η εξέλιξη είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, νομίζω ότι αποτελεί ένα πεδίο δόξης λαμπρό για την προάσπιση της δημοκρατίας, φυσικά με τη διαρκή σύνδεση και επέκταση του κοινωνικού της περιεχομένου.
Μπροστά στην απλή αναλογική υπάρχουν σήμερα δυνατότητες μιας εκλογικής νίκης των προοδευτικών δυνάμεων; Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως ο ηγεμονικός φορέας σε αυτό το στρατόπεδο, με ποιον τρόπο θα πρέπει να διαμορφώσει συνθήκες συγκλίσεων;
Η απλή αναλογική είναι μια σημαντική δημοκρατική μεταρρύθμιση, που ωστόσο εισήχθη χωρίς τις προϋποθέσεις που θα απαιτούσε η παγίωσή της. Σε περιβάλλοντα λογικής «μηδενικού αθροίσματος» και πόλωσης, όπου κυριαρχούν ο κερματισμός, η αδυναμία ή ακόμη και η αδιαφορία της κοινωνικής εκπροσώπησης και ο εν πολλοίς κρατικοποιημένος συνδικαλισμός τέτοιες δημοκρατικές αλλαγές καθίστανται θνησιγενείς.
Επιπλέον θα μου επιτρέψετε να πω ότι η επίκληση των «προοδευτικών» δυνάμεων αποτελεί κάτι παλαιικό και ξεπερασμένο. Και τούτο όχι μόνο επειδή η νεοφιλελεύθερη επικράτηση ιδιοποιήθηκε τον όρο «προοδευτικός» βαπτίζοντας την Αριστερά συντηρητική δύναμη, αλλά και διότι η έννοια του «προοδευτικού» αποτελεί μια γενική ταυτότητα που στην ασάφειά της μπορεί να περιλάβει τους πάντες και να δημιουργήσει σύγχυση στο καθαρό (μετασχηματιστικό) στίγμα της Αριστεράς.
Πολιτικά, προγραμματικά, ιδεολογικά, κινηματικά. Πού θα πρέπει κατά τη γνώμη σας να εστιάσει ο ΣΥΡΙΖΑ για να διαμορφώσει ξανά ένα πλειοψηφικό ρεύμα;
Η απάντηση στην ερώτηση για εμένα είναι αυτονόητη: ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κοιτάξει αριστερά. Προς μια Αριστερά που επιδιώκει τον κοινωνικό μετασχηματισμό, αναφέρεται, εκφράζει και κινητοποιεί εκείνες της κοινωνικές δυνάμεις που η αναπαραγωγή ή και η επιβίωσή τους (οικονομική, κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική) απειλείται από τις επιλογές των κυρίαρχων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων.
Ωστόσο εδώ θα πρέπει να υπογραμμίσω ότι δεν αρκεί η απλή περιγραφή των δυσκολιών και των αδιεξόδων αυτών των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων (το αφανές πρεκαριάτο, η υπό «αναστολή» εργατική τάξη, το σύνολο της πολυποίκιλης λεγόμενης μεσαίας τάξης, των καλλιτεχνών κ.ά.). Η αναφορά σε αυτά τα στρώματα προϋποθέτει ευρηματικές προγραμματικές προτάσεις που δίνουν μια άλλη εναλλακτική και ρεαλιστικά ελπιδοφόρα προοπτική.
Προς το παρόν θα πρέπει να μετατρέψουμε την απελπισία και τον φόβο σε θυμό και ελπίδα. Η ελπίδα κινητοποιεί και μπορεί να αλλάξει τους συσχετισμούς και εν τέλει και την κοινωνία.