Η χώρα τα τελευταία χρόνια έχει μπει σε τροχιά ενεργειακής μετάβασης, με κεντρικό όχημα την ανάπτυξη των μονάδων ΑΠΕ. Η γρήγορη διείσδυση των ΑΠΕ ήρθε ως αποτέλεσμα της απλούστευσης των αδειοδοτικών διαδικασιών, χωρίς όμως χωροταξικό πλαίσιο για τις ΑΠΕ. Η μία παράταση διαδέχεται την άλλη σε σχέση με την κατάθεση του χωροταξικού πλαισίου, τη στιγμή που το επενδυτικό ενδιαφέρον είναι αμείωτο και αρκετά έργα περιμένουν στην «ουρά» για να συνδεθούν. Όπως έχουμε αναφέρει σε παλιότερα ρεπορτάζ στην ΑΥΓΗ της Κυριακής, στο Προκαταρκτικό Σχέδιο του Δεκαετούς Προγράμματος Ανάπτυξης (ΔΠΑ) που έχει εκπονήσει ο ΑΔΜΗΕ για την περίοδο 2025-2034 οι υφιστάμενες εγκαταστάσεις ΑΠΕ μαζί με όσα έργα έχουν κατοχυρώσει το δικαίωμα να συνδεθούν στο δίκτυο υπολογίζονται σε 28 GW.
Σπάνε τα «κοντέρ» οι περικοπές ενέργειας
Μέσα σε αυτό το τοπίο και με αυτά τα χαρακτηριστικά αποτελεί ερώτημα αν θα μπορέσει να υλοποιηθεί το σύνολο των έργων και, δεύτερον, αν θα απορροφηθεί η παραγόμενη ενέργεια. Ως προς το πρώτο ερώτημα, σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσουν οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις, ενώ όσον αφορά το δεύτερο ήδη έχει δοθεί απάντηση καθώς υπάρχει μια υπερπροσφορά ενέργειας σε σχέση με τη ζήτηση. Τα τελευταία χρόνια οι πολίτες λόγω της ενεργειακής κρίσης έχουν μειώσει την κατανάλωση ενέργειας. Φορείς της αγοράς είχαν προειδοποιήσει για αυτή τη «νάρκη» στα θεμέλια του ενεργειακού συστήματος και είναι ενδεικτικό πως ακόμα και τώρα δεν υπάρχει ουσιαστική λύση παρά διαπιστώσεις. Επομένως, αποτελεί μονόδρομο η περικοπή στην παραγόμενη ενέργεια. Αυτό δείχνουν τα επίσημα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ που επικαλείται σε πρόσφατο δελτίο του το Green Tank. Συγκεκριμένα, μόνο τους πρώτους οκτώ μήνες του 2024 περικόπηκαν 565 GWh ΑΠΕ. Ο Απρίλιος ήταν ο μήνας με το μεγαλύτερο «ψαλίδι» στην παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ τόσο σε σχέση με τους υπόλοιπους μήνες του 2024 όσο και με το σύνολο των περικοπών του 2023. Όπως αναφέρει η δεξαμενή σκέψης Green Tank, «η αποφυγή αυτών των περικοπών κατά τους πρώτους οκτώ μήνες του έτους θα ήταν ικανή να εξαλείψει πλήρως τις καθαρές εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα, καθιστώντας την Ελλάδα για πρώτη φορά καθαρό εξαγωγέα ηλεκτρικής ενέργειας, δεδομένου ότι στο διάστημα αυτό οι συνολικές καθαρές εισαγωγές (526 GWh) ήταν χαμηλότερες από τις περικοπές. Εναλλακτικά, η πλήρης αξιοποίηση όλων των ΑΠΕ μέσω υποδομών αποθήκευσης θα μπορούσε να περιορίσει κατά την ίδια ποσότητα (565 GWh) τη χρήση ορυκτού αερίου, συνεισφέροντας έτσι στη μείωση των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας».
Τα έργα αποθήκευσης που καθυστερούν...
Βέβαια, τα έργα αποθήκευσης στην Ελλάδα καθυστερούν να υλοποιηθούν παρά το γεγονός ότι ήδη έχουν πραγματοποιηθεί διαγωνισμοί για να λάβουν πολλά από αυτά λειτουργική ενίσχυση. Δεν αρκούν όμως τα έργα αποθήκευσης, καθώς φορείς της αγοράς υποστηρίζουν πως χρειάζεται το ισορροπημένο μείγμα φωτοβολταϊκών, αιολικών και υδροηλεκτρικών. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα, η συνολική ισχύς των συστημάτων αποθήκευσης με συσσωρευτές θα διαμορφωθεί σε 4,3 GW μέχρι το 2030, ενώ για το ίδιο έτος υπάρχει ο στόχος της αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας με αντλησιοταμίευση και μπαταρίες σε περίπου 6 GW. Από την αρχή της χρονιάς το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας έχει δημιουργήσει μια επιτροπή με στόχο να δοθούν κίνητρα σε έργα ΑΠΕ που θα περιορίσουν την έγχυση ενέργειας στο δίκτυο. Παράλληλα, κρίνεται αναγκαίο πλέον αρκετά έργα να προσθέσουν συστήματα τηλεμέτρησης και τηλεελέγχου. Επιπλέον, ως ένα μέτρο αντιμετώπισης των περικοπών ενέργειας κρίνεται αναγκαία η μετακίνηση της ζήτησης ενέργειας τις μεσημβρινές ώρες, όταν υπάρχει μεγάλη παραγωγή ενέργειας από φωτοβολταϊκά. Στο έδαφος αυτό θα προωθηθούν το επόμενο διάστημα τα δυναμικά τιμολόγια.
Οπως αναφέρει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, «προκειμένου να περιοριστούν οι περικοπές της ανανεώσιμης παραγωγής στο οικονομοτεχνικά ελάχιστο επίπεδο, ενώ παράλληλα να εξασφαλίζεται η αδιάλειπτη τροφοδοσία των καταναλωτών, απαιτείται αυξημένη ευελιξία του συστήματος και συνεπώς αυξάνεται περαιτέρω η σημασία πηγών ευελιξίας, όπως η αποθήκευση. Παράλληλα, κρίνεται αναγκαία η ενίσχυση στα συστήματα τηλεμέτρησης και τηλεελέγχου στο δίκτυο διανομής. Επιπλέον, για τους παραγωγούς με υποχρέωση συμμετοχής στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και ανάληψης υποχρεώσεων εξισορρόπησης η στοχαστικότητα της παραγωγής ΑΠΕ αποτελεί έναν επιπρόσθετο παράγοντα ρίσκου».