Οι εταιρείες που εκμεταλλεύονται τα μεγάλα οδικά έργα στο εθνικό δίκτυο μέσω των διοδίων και των παράπλευρων εμπορικών χρήσεων θα εισπράξουν τελικά με άλλο τρόπο τα επιπλέον έσοδα που ονειρεύονταν από την έκρηξη της ακρίβειας του 2022, όπως αναφέρει σε εκτενές θέμα της η Καθημερινή.
Η πρακτική που ακολουθείται θέλει η προσαύξηση κάθε 1η Ιανουαρίου να υπολογίζεται με βάση τον πληθωρισμό του προηγούμενου Σεπτεμβρίου και τον Σεπτέμβριο του 2022 αυτός ήταν 12%, ωστόσο τελικά δεν επιβλήθηκαν αυξήσεις την τρέχουσα χρονιά. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη πέτυχε τότε να αποφύγει μία προεκλογική έκρηξη στο κόστος μετακίνησης στο εθνικό οδικό δίκτυο. Μετεκλογικά ωστόσο, όπως δείχνει το δημοσίευμα, έρχεται να αποζημιώσει τις εταιρείες για την «εξυπηρέτηση».
H συμφωνία μεταξύ υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών και παραχωρησιούχων που διαχειρίζονται τμήματα του εθνικού οδικού δικτύου, σύμφωνα με το δημοσίευμα περιλαμβάνει την «μεταφορά» της αύξησης των διοδίων κατά 12% που δεν εφαρμόστηκε φέτος, σε τμηματική επιπλέον αύξηση την επόμενη τριετία.
Η πάγια πρακτική θα συνεχιστεί, προσθέτοντας επιπλέον αύξηση το 2024 κατά 6%, ενώ το 2025 και το 2026 κατά 2%. Έτσι, με δεδομένο ότι τον Σεπτέμβριο η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε πληθωρισμό 1,6%, η αύξηση στα διόδια από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους θα είναι 7,6%.
Αυτό που ωστόσο προκαλεί περισσότερο, είναι η πληροφορία ότι το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών τελικά συμφώνησε να καταβληθούν αποζημιώσεις στις εταιρείες για «διαφυγόντα έσοδα» του 2023, έσοδα που κανένα σενάριο δεν προέβλεπε, καθώς το 12% του πληθωρισμού τον Σεπτέμβριο του 2022 ήταν εκτός κάθε δυνατότητας πρόβλεψης την ώρα της υπογραφής των συμφωνιών.
Όπως τονίζει η εφημερίδα, θα καλυφθούν από το υπουργείο Υποδομών, με τους παραχωρησιούχους ήδη να έχουν υποβάλει τα σχετικά αιτήματα για το α΄ εξάμηνο φέτος και να έπεται αντίστοιχη κίνηση στις αρχές του 2024 για το τρέχον, β΄ εξάμηνο.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπαθεί να αποκρύψει τα παραπάνω από την κοινή γνώμη, όπως σημειώνει το δημοσίευμα, υπογραμμίζοντας ότι το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών αρνήθηκε να δώσει στοιχεία για το ακριβές ύψος των αιτημάτων αποζημίωσης ανά παραχωρησιούχο.