Ομολογουμένως, χωρίς την ύπαρξη των τουριστών, που με τις αφίξεις τους γεμίζουν τις ελληνικές πόλεις και τα νησιά, μαζί με τις τσέπες των εστιατόρων, δεν μπορώ να φανταστώ τι θα γινόταν σε τούτη τη χώρα. Αυτές οι αφίξεις βέβαια έχουν και τα αρνητικά τους. Κάποιοι υποστηρίζουν πως αλλοιώνεται ο χαρακτήρας των πόλεών μας και των νησιών μας επίσης. Άλλοι, πάλι, κάνουν σχέδια για το είδος της τουριστικής ανάπτυξης, τη διάρκεια της σεζόν καθώς και για το είδος των τουριστών που επιθυμούν.
Οι νησιώτες των μικρών νησιών, για παράδειγμα, επιθυμούν τουρίστες μιας κάποιας προχωρημένης ηλικίας, ώστε να είναι ήσυχοι και να μην ενοχλούν τη ζωή του ήρεμου νησιού τους με τις ξέφρενες φωνές τους. Άλλες περιοχές, πάλι, επιθυμούν οι τουρίστες να είναι νεαροί, κατά προτίμηση πρόσφατα αποφοιτήσαντες από κάποιο σχολείο του εξωτερικού και με γεμάτες τις τσέπες, ώστε να καταναλώνουν αλόγιστα αλκοόλ και να γεμίζουν τα ταμεία των μπαρ. Μαθαίνω επίσης ότι υπάρχει και άλλη μία κατηγορία τουριστικών προορισμών, όπου οι κάτοικοι επιθυμούν ολόκληρες οικογένειες τουριστών και δεν τους πειράζουν οι παιδικές φωνές τα μεσημέρια, αλλά δεν γνωρίζω κάποιον που να έχει επισκεφτεί τέτοιο νησί, οπότε δεν έχω σαφή εικόνα.
Οι εστιάτορες, πάλι, υποστηρίζουν πως οι καλοί τουρίστες πρέπει να είναι καλοφαγάδες και κατά προτίμηση ευτραφείς. Μ’ αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται, όπως λένε οι ίδιοι, ότι ο πελάτης θα φάει το καλύτερο που θα βρει στα καταστήματά τους, και μάλιστα σε επαρκείς ποσότητες, ώστε όταν φτάσει ο λογαριασμός στο τραπέζι να είναι πλέον σαν την κοιλιά τους μετά το γεύμα. Φουσκωμένος!
Αυτό βέβαια, όπως μου έλεγε πρόσφατα ένας φίλος εστιάτορας από ένα νησί του Αιγαίου, δεν είναι και πανάκεια, διότι υπάρχουν και οι στιγμές που ακόμα κι αυτοί οι ευπρεπείς, λιγομίλητοι και καλοφαγάδες τουρίστες μπορεί να δημιουργήσουν μεγάλα προβλήματα στις τοπικές κοινωνίες όταν συναναστρέφονται με ντόπιους. Στην ταβέρνα ενός φίλου, για παράδειγμα, που δεν έχει ιδιαίτερη σημασία σε ποιο νησί ήταν, έφτασε με την πολυμελή οικογένειά του ένας Ελληνοαμερικανός τουρίστας, φορώντας την ποικιλόχρωμη πουκαμίσα του όπως μου έλεγε χαρακτηριστικά, και ζήτησε να φάει το καλύτερο ψάρι που διέθετε το μαγαζί.
«Είναι λόκαλ;» ρώτησε ο τουρίστας.
«Όλα ντόπια!» του απάντησε ο φίλος εστιάτορας κι άρχισαν οι πιατέλες με τα τηγανητά, με τα ψητά, με τις σαλάτες και τα συνοδευτικά να πηγαινοέρχονται στο τραπέζι μέχρι που άδειασε το ψυγείο του μαγαζιού, αλλά ο πελάτης ζητούσε κι άλλο.
Ο Ελληνοαμερικανός, που ως Έλληνας νιώθει μόνιμα την ανάγκη να διαμαρτύρεται και ως Αμερικανός να παίρνει αυτό που θέλει, άρχισε να κάνει σαματά στην ταβέρνα και να συγκρίνει τη νησιώτικη εξυπηρέτηση με την αμερικανική αφθονία που υπηρετεί τους πελάτες ανυπερθέτως.
«Στο Αμερική», έλεγε ο τουρίστας, «δεν υπάρχει περίπτωση να μην φάει ο κλάιεντ αυτό που θέλει!»
«Αυτά έβγαλε η τράτα» επέμενε ο εστιάτορας.
«Εμείς θα βγάναμε μορ», ξανάλεγε ο τουρίστας, «να υπάρχουν… Να αλλάξεις τράτα!»
«Δεν φταίει η τράτα», απαντούσε ο εστιάτορας, «η θάλασσα τόσα μας έδωσε σήμερα».
«Πώς είναι δυνατόν τόσο ωραία θάλασσα να έχει μόνο τόσα ψάρια;» επέμενε ο Ελληνοαμερικανός, που δεν ήθελε να καταλάβει ότι οι πόροι δεν είναι απεριόριστοι…
«Ε, δεν είμαι και ο Χριστός να τα πολλαπλασιάζω!» απάντησε ο εστιάτορας που άρχισε να απομακρύνεται.
«Και τώρα τι θα φάμε;» συνέχισε εμφανώς ενοχλημένος ο τουρίστας.
«Να σου φέρω κρέας;» ρώτησε ο φίλος μου ο εστιάτορας.
«Γιατί, έχετε λόκαλ κρέας;» είπε ο Ελληνοαμερικανός. «Αφού δεν έχετε στάνη στο νησί!»
«Έχουμε βοσκοτόπια» του απάντησε ο εστιάτορας. «Φρόντισε ο υπουργός…»