Κατά τη συνέντευξη Τύπου των γονέων τη Δευτέρα (26/2) η Δέσποινα Γκανίδου παρουσίασε το χρονικό των γεγονότων μέχρι να φτάσουμε στη σύγκρουση των δύο τρένων. Μίλησε για τις στιγμές στις ράγες από το πρώτο λεπτό του ταξιδιού μέχρι τη σφοδρή σύγκρουση. Μιλώντας στην ΑΥΓΗ, επισημαίνει ότι οι συγγενείς των θυμάτων δεν έχουν μόνο να διαχειριστούν τον πόνο, αλλά και την οργή τους για τον τρόπο που διαχειρίζεται η κυβέρνηση την κατάσταση, όπως και την πορεία της διερεύνησης των αιτιών του δυστυχήματος. «Αυτή η εμμονή στο ανθρώπινο λάθος του σταθμάρχη είναι εξοργιστική για όλους και υπάρχουν διαχρονικές ευθύνες τόσο σε εργαζόμενους προϊστάμενους όσο και σε πολιτικά πρόσωπα». Οι ευθύνες αυτές θα πρέπει να αποδοθούν όλες, τονίζει η κυρία Γκανίδου. Όχι μόνο για να δικαιωθούν τα 57 θύματα και οι 180 τραυματίες, αλλά και για να μην ξανασυμβεί ανάλογο δυστύχημα στο μέλλον. «Γιατί όσο δεν αποδίδονται ευθύνες, οι άνθρωποι συνεχίζουν να λειτουργούν όπως πριν: να μην είναι σωστοί στη δουλειά τους, υπεύθυνοι, η διαφθορά».
Το χρονικό
28 Φεβρουαρίου 2023. Η επιβατική αμαξοστοιχία Intercity 62 αναχωρεί από τον σιδηροδρομικό σταθμό Αθηνών με προορισμό τη Θεσσαλονίκη στις 19.22. Στον σταθμό της Λάρισας, στην απογευματινή βάρδια εργάζονται δύο σταθμάρχες, ο ένας εκ των οποίων με μεγάλη εμπειρία. Το ωράριό τους λήγει στις 11 μ.μ. Στις 10 μ.μ. ξεκινάει η βάρδια του μοιραίου σταθμάρχη, του οποίου η εκπαίδευση δεν είναι ολοκληρωμένη, όπως αναφέρεται στο πόρισμα της επιτροπής Γεραπετρίτη. Η θητεία του σταθμάρχη στον κεντρικό και νευραλγικό σταθμό Λάρισας φτάνει μόλις τις πέντε ημέρες, αφού ανέλαβε υπηρεσία σε αυτόν έξι μήνες μετά την εκπαίδευσή του, έχοντας ελάχιστη από τον σταθμό της Καλαμπάκας, στον οποίο διακινούνται μόνο δύο τρένα ημερησίως, άρα ένα σε κάθε βάρδια.
Στην κατάθεσή του στην Εξεταστική Επιτροπή των Τεμπών ο κύριος Τσιαμαντής, πρώην πρόεδρος της ΡΑΣ, δήλωσε ότι για να τοποθετηθεί κάποιος σταθμάρχης στον νευραλγικό σταθμό της Λάρισας πρέπει να έχει τουλάχιστον πενταετή εμπειρία.
Οι δύο σταθμάρχες της προηγούμενης βάρδιας αποχωρούν από την εργασία τους στις 10.45 μ.μ., 15 λεπτά πριν από τη λήξη του ωραρίου και πριν από την άφιξη του IC62. Το IC62 φτάνει στη Λάρισα με καθυστέρηση στις 11.02 μ.μ. και, μεταφέροντας 344 επιβάτες και 10 μέλη πλήρωμα, αναχωρεί για τη Θεσσαλονίκη στις 11.05 μ.μ., κανονικά από τη γραμμή ανόδου. Περίπου 1.200 μέτρα μετά τον σταθμό μπαίνει λανθασμένα στη γραμμή καθόδου γιατί το κλειδί 118 είναι σε θέση διαγώνια. Σχεδόν ταυτόχρονα στις 11.03 μ.μ. διέρχεται από τον σταθμό των Νέων Πόρων η εμπορική αμαξοστοιχία 63503 με προορισμό τον Πειραιά, που κινείται επίσης στη γραμμή καθόδου. Για περίπου 13 λεπτά τα δύο τρένα κινούνται στην ίδια γραμμή καθόδου με αντίθετη φορά χωρίς να λειτουργεί κανένα από τα τέσσερα συστήματα ασφαλείας, την εγκατάσταση των οποίων χρηματοδότησε αδρά η Ευρωπαϊκή Ένωση. Στις 11.18 μ.μ. τα δύο τρένα συγκρούονται μετωπικά στη θέση ΧΘ 371-600 της σιδηροδρομικής γραμμής Πειραιώς-Πλατέος, λίγο μετά τον Ευαγγελισμό Λάρισας. Ο απολογισμός, τραγικός: 57 νεκροί και 180 τραυματίες, αρκετοί εκ των οποίων πολύ σοβαρά. Τα θύματα είναι ως επί το πλείστον νέοι. Το νεότερο θύμα είναι 15 χρόνων, ενώ 32 από τα θύματα, δηλαδή το 56%, είναι μέχρι 30 ετών.
Την επόμενη ημέρα στο διάγγελμά του ο πρωθυπουργός αποδίδει το δυστύχημα σε τραγικό ανθρώπινο λάθος, αφήγημα που υποστηρίζει σθεναρά μέχρι και σήμερα. Σύμφωνα, όμως, με τις καταθέσεις πραγματογνωμόνων αλλά και μαρτύρων στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, έστω και ένα από αυτά τα συστήματα ασφαλείας να λειτουργούσε η σύγκρουση θα είχε αποτραπεί. Αν λειτουργούσε η σηματοδότηση, δεν θα ήταν δυνατό να μπει σε κόκκινο φωτόσημο η επιβατική αμαξοστοιχία στη γραμμή καθόδου.
«Χάσαμε έναν εαυτό πολύ βίαια και πάρα πολύ άμεσα»
Οι ζωές όλων άλλαξαν. Η Ευδοκία Τσαγκλή πέρασε από μια καθημερινότητα ανέμελη, όπου «βρισκόμουν σ’ έναν παράδεισο ηλιθίων» όπως λέει, σε μια πραγματικότητα όπου ζει κάθε μέρα με τα τραύματα και τον θάνατο αλλά και τη θέληση να αγωνιστεί για το δίκαιο μέχρι τέλους. Ο Δημήτρης Κωσταρέλος άρχισε να βάζει ακουστικά στον δρόμο ώστε να αποφεύγει να ακούει την γκρίνια του κόσμου για προβλήματα που θεωρεί ανούσια. Ο Ηλίας Παπαγγελής προσπαθεί να μιλά για την Αναστασούλα του σε χρόνο ενεστώτα, κι ας μην τη βλέπει πια. Ενώ η Δέσποινα Γκανίδου πιστεύει ότι η χαρά αυτούσια ως συναίσθημα, χωρίς κανένα άλλο βάρος, έχει χαθεί πια για εκείνη οριστικά.
Οι ζωές όλων άλλαξαν. Για τη στιγμή που αυτό συνέβη και για τις ημέρες που ακολούθησαν μέχρι να φτάσει πάλι το ημερολόγιο στο κύκνειο άσμα ενός Φλεβάρη μιλούν στην ΑΥΓΗ.
Ευδοκία Τσαγκλή, 32 ετών, επιζώσα
Μαύρισαν όλα
Η Ευδοκία βρέθηκε στη θέση 104 στο δεύτερο επιβατικό βαγόνι, όπου έχασαν τη ζωή τους 11 άνθρωποι. Όταν έγινε η σύγκρουση, έφυγε με το κεφάλι. «Μαύρισαν όλα». Το βαγόνι της αναποδογύρισε, εκτροχιάστηκε και προσγειώθηκε πάνω στο κυλικείο. Ήταν αναπάντεχο. Η πρώτη της σκέψη δεν μπορούσε να συλλάβει τη σοβαρότητα του συμβάντος. «Τι μπορούσε να είχε γίνει σε ένα τόσο ασφαλές μέσο;». Όταν άνοιξε τα μάτια της, είδε φλόγες και το βαγόνι διαλυμένο. Η πρώτη της κίνηση ήταν να απομακρύνει ορισμένα πράγματα και να φτιάξει έναν μικρό διάδρομο. Αναζητούσε ένα σπασμένο παράθυρο για να βγει. Όταν τα κατάφερε, διαπίστωσε ότι το ύψος από το έδαφος ήταν πολύ μεγάλο. «Ήταν δύο βαγόνια το ένα πάνω στο άλλο και τα παράθυρα κοιτούσαν στον ουρανό». Επιχείρησε να φτιάξει ένα σχοινί από μπουφάν, αλλά δεν τα κατάφερε. Στη δική της προσπάθεια να κατέβει, μια κοπέλα βρέθηκε να κρέμεται με τα ακροδάχτυλα. Υπήρχε ένα κενό 6 μέτρων. Καθώς όμως καίγονταν τα βαγόνια, το ύψος μειώθηκε. Η Ευδοκία κατάφερε να τραβήξει την κοπέλα και μετά να πηδήξουν από ένα σημείο χαμηλότερα.
Εκείνη τη στιγμή δεν είχε καταλάβει ότι είχαν σκοτωθεί τόσοι συνεπιβάτες της. Από το κουπέ που βρισκόταν κατάφεραν να βγουν όλοι. Όπως έμαθε αργότερα ωστόσο, στα μπροστινά τους κουπέ υπήρξαν άνθρωποι που εγκλωβίστηκαν και έχασαν τη ζωή τους από τη φωτιά. «Αυτό είναι κάτι που με στοιχειώνει». Θεωρεί πως η αρχική άγνοια των υπευθύνων για το τι είχε συμβεί στέρησε πολύτιμο χρόνο και συγκεκριμένη αντίδραση στο πεδίο. Έγινε μόλις μία διάσωση, κι αυτή όχι από τις Αρχές, αλλά από επιβάτες. «Είναι πολύ φρικιαστικό να συνειδητοποιείς ότι δεν έγιναν καθόλου διασώσεις από το κράτος σε ένα τόσο μεγάλο συμβάν. Δεν υπήρχε όμως έτοιμο σχέδιο για μια έκτακτη κατάσταση στο τρένο. Ακόμη και σήμερα δεν υπάρχουν εθνικοί κανόνες ασφαλείας».
Πιστεύει ότι η συμμετοχή της στα ριάλιτι στο παρελθόν κάνει κάποιον κόσμο να τη βλέπει με καχυποψία. Πάντα όμως είχε την αίσθηση του δικαίου. «Όταν βλέπεις το άδικο να έρχεται πάνω σε ανθρώπους που ήδη έχουν ζήσει με αυτόν τον τρόπο τον θάνατο, δεν έχεις άλλη επιλογή από το να αγωνιστείς. Είναι για μένα τόσο ιερός ο σκοπός κι αυτό που επιδιώκουμε».
Ηλίας Παπαγγελής, πατέρας θύματος
Μιλάμε για την Αναστασούλα μας σαν να ήταν μαζί μας
Ο Ηλίας Παπαγγελής έχασε την κόρη του Αναστασία σε ηλικία 19 χρόνων. Ήταν φοιτήτρια του Γεωπονικού του ΑΠΘ στο 1ο έτος. Πριν πάρει το τρένο της επιστροφής, είχε κατέβει από τη Θεσσαλονίκη για το τριήμερο της Αποκριάς μετά το τέλος της εξεταστικής. Πήγε με συμφοιτήτριες και παλιές της συμμαθήτριες στο καρναβάλι της Πάτρας. «Κι αφού τελείωσε, έφτασε από κει στον Κηφισό με λεωφορείο το απόγευμα της Τρίτης, στις 6. Την παρέλαβε η μαμά της και την πήγε στον Σταθμό Λαρίσης. Την Παρασκευή με είχε ρωτήσει, για να κλείσει τα εισιτήρια: “Μπαμπά να πάω με το λεωφορείο ή το τρένο;”. Εγώ δεν ήθελα να πηγαίνει με το τρένο, έτσι, από ένστικτο, δεν ξέρω γιατί. Από την άλλη, σκεφτόμουν ότι οι μέρες ήταν κρύες και βροχερές και φοβόμουν και το λεωφορείο. Κι έτσι της είπα να πάει με το τρένο».
Την ώρα που ταξίδευε, ο Ηλίας Παπαγγελής έπαιρνε τηλέφωνο την κόρη του κάθε μία ώρα. «Πώς πας; Καλά;». Τελευταία φορά μίλησαν γύρω στις 9 το βράδυ. «Και μετά πήγα από τη δουλειά στο σπίτι, όπου κάθισα να δω τηλεόραση». Μέχρι που διακόπηκε το δελτίο ειδήσεων κι εκεί κατάλαβε ότι είχε γίνει κάτι πολύ σοβαρό. Την πήρε τηλέφωνο αμέσως. «Ξανά, ξανά και ξανά. Τίποτα». Πήρε την αδελφή της, επίσης φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη, η οποία είχε μείνει πίσω. Άρχισε να τηλεφωνεί κι εκείνη. Τίποτα. Ξύπνησε τη σύζυγό του, ντύθηκαν άρον-άρον και ταξίδεψαν για τη Λάρισα. Έφτασαν εκεί στις 3.30 το πρωί. Πήγαν στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο. Είχαν φέρει τους πρώτους τραυματίες, αλλά δεν ήταν το δικό της ανάμεσα στα πρώτα ονόματα. Μετά πήγαν στο Γενικό Κρατικό. Κι εκεί μερικά ονόματα, δεν ήταν ούτε εκεί. Η μέρα πέρασε με τηλέφωνα στα περιφερειακά νοσοκομεία, όμως τίποτα. Την Παρασκευή τους ενημέρωσαν ότι η σορός της είχε ταυτοποιηθεί. «Θα αποσταλεί σ’ εσάς με γραφείο κηδειών».
Επειτα από δύο με τρεις εβδομάδες κλεισμένος στο σπίτι, ο Ηλίας Παπαγγελής αποφάσισε να επιστρέψει στην εργασία του. «Με πολύ μεγάλη προσοχή και συγκέντρωση, γιατί δεν ήθελα αυτό το γεγονός να βλάψει κάποιον συνάνθρωπό μου που ως γιατρός εξέταζα ή του έδινα συμβουλές». Η καθημερινότητα συνεχίστηκε με το να ενισχύουν μέσα στην πενταμελή πια οικογένεια -υπάρχουν και ακόμα δύο αδελφές που πηγαίνουν σχολείο- ο ένας τον άλλον. «Προσπαθήσαμε να είμαστε όλοι ενωμένοι, να κάνουμε και τις βόλτες μας, να ξεχαστούμε, αλλά να μιλάμε για την Αναστασούλα μας σαν να ήταν μαζί μας. Κι έτσι το αισθανόμαστε ακόμα».
Δέσποινα Γκανίδου, μητέρα θύματος
Πάντα η ζωή σου είναι σαν ένα εκκρεμές
Ο γιος της Γιώργος Παπάζογλου, 22 χρόνων, είχε κατέβει για τριήμερο στην Αθήνα μαζί με την κοπέλα του. Επέλεξαν το συγκεκριμένο δρομολόγιο γιατί η κοπέλα του είχε διαδικτυακά μαθήματα την Τρίτη και την Τετάρτη εκείνος ξεκινούσε το καινούργιο εξάμηνο στο Φυσικό του ΑΠΘ. Πέντε λεπτά πριν από τη σύγκρουση σηκώθηκε και πήγε στο κυλικείο να πάρει νερό και ήταν ένα από τα θύματα που υπέστησαν τη μεγαλύτερη πίεση από τη σύγκρουση και τη φωτιά. Η κοπέλα του παρέμεινε στη θέση που ταξίδευαν. Ήταν στο βαγόνι με τον αριθμό 3. Κατάφερε να βγει από τα σπασμένα παράθυρα και ενημέρωσε με μήνυμα τον μικρότερο αδελφό του κι έναν φίλο του Γιώργου που σπουδάζει στην Ολλανδία.
Το μεσημέρι της επόμενης μέρας πήραν δείγμα DNA από τους γονείς. Την Παρασκευή 3 Μαρτίου το βράδυ τους ενημέρωσαν ότι ταυτοποιήθηκε. «Φανταστείτε την αγωνία μας. Αρχικά λέγαμε ότι μπορεί να έχει τραυματιστεί. Μετά ευχόμασταν να είναι σε ΜΕΘ και να μην έχουνε μάθει ποιος είναι. Και τέλος, ευχόμασταν να βρεθεί έστω κι ένα μικρό του μέλος, ένα κόκαλο για να μας παραδώσουν. Τρεις μέρες κράτησε αυτή η αγωνία».
Το πένθος για τον γονιό δεν τελειώνει ποτέ. «Ποτέ δεν συνέρχεσαι. Πάντα η ζωή σου είναι σαν ένα εκκρεμές. Δεν υπάρχει χαρά πλέον. Περνούν εικόνες με τον Γιώργο μπροστά από τα μάτια μου. Ακόμη και ασήμαντα περιστατικά που μου τον θυμίζουν διαρκώς». Το σχολείο όπου εργάζεται η Δέσποινα Γκανίδου στάθηκε δίπλα της. «Τα παιδιά ήταν ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένα, μολονότι είναι του Γυμνασίου. Και την ημέρα που κηδεύτηκε ο Γιώργος το σχολείο είχε κλείσει νωρίτερα για να μπορέσουν να έρθουν».
Δημήτρης Κωσταρέλος, 21 ετών, επιζών
Μου προξενεί νεύρα να βλέπω ανθρώπους να ασχολούνται με πταίσματα
Ακόμη και σήμερα θυμάται πολύ έντονα τις φωτιές και τον κόσμο που φώναζε για βοήθεια. Υπάρχουν μέρες τις οποίες δεν μπορεί να βγει έξω. «Νευριάζω πάρα πολύ με τον κόσμο. Μου προξενεί νεύρα να βλέπω ανθρώπους να ασχολούνται με πταίσματα. Γι’ αυτό και τις περισσότερες φορές είμαι με ακουστικά και στον δρόμο και στο λεωφορείο». Αυτός ήταν ο λόγος που άφησε και τη δουλειά του. Βρισκόταν σε πόστο εξυπηρέτησης πελατών, «όπου ο καθένας μου έλεγε το πρόβλημά του. Μόνο που εγώ δεν θεωρούσα πρόβλημα να μείνεις δύο μέρες χωρίς WiFi».
Αισθάνεται πως δεν μπορεί να ρίξει ευθύνες κάπου αν δεν το υποδείξει η Δικαιοσύνη. Από την άλλη, είναι κάτι το οποίο τον ζορίζει αρκετά. «Γιατί αν δεν ξέρεις ποιον να κατηγορήσεις, φτάνεις σε σημείο να σκέφτεσαι μήπως έχεις φταίξει κι εσύ κάπου. Και το πιο δύσκολο είναι ότι πάντα καταλήγω στο ότι δεν έχω φταίξει πουθενά κι έχει αλλάξει τόσο πολύ η ζωή μου. Γιατί τότε μπορεί να μην έχασα κάποιον άνθρωπο, αλλά έχασα έναν εαυτό πολύ βίαια και πάρα πολύ άμεσα, αναγκάζοντάς με να φτιάξω έναν καινούργιο εαυτό, να γνωρίσω στην ουσία έναν καινούργιο Δημήτρη μέσα από αυτή την κατάσταση που πέρασα τότε».
Το πιο τρομακτικό δικό του βίωμα από εκείνη τη μέρα ήταν τα δέκα δευτερόλεπτα που βρέθηκε με το βαγόνι στον αέρα. «Ήταν δέκα δευτερόλεπτα στα οποία δεν μπορούσα να ορίσω το σώμα μου, αλλά το μυαλό μου καταλάβαινε».