Η εμφάνιση ενός μινκ να κολυμπάει στον Κηφισό προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και εικασίες για την προέλευσή του, με πιο πιθανό σενάριο το μινκ να έχει αποδράσει από κάποιο από τα εκατοντάδες εκτροφεία που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας. Η βιομηχανία γούνας ευθύνεται για τη θανάτωση περίπου 100 εκατομμυρίων ζώων ετησίως, ενώ οι δραπετεύσεις είναι συχνές. Με αφορμή το ανακαλυφθέν ζώο, ειδικοί έσπευσαν να επισημαίνουν ότι τα μινκ είναι χωροκατακτητικά ξενικά είδη, που απειλούν την πανίδα και το οικοσύστημα. Το συμβάν ανοίγει τη συζήτηση στον ευρύτερο κλάδο της Οικολογίας και στη φιλοσοφία της ηθικής μεταχείρισης των άλλων ζώων. Δύο είναι οι επικρατούσες θεωρίες: η πρώτη προέρχεται από τη θεωρία των δικαιωμάτων των ζώων, όπου κάθε ζώο είναι άτομο και συνεπώς άξιο ηθικής θεώρησης, ενώ η δεύτερη έχει ως αφετηρία την Οικολογία, όπου κανένα άτομο μέσα στο σύστημα δεν έχει αξία, αλλά υπέρτατη αξία αποτελεί το οικοσύστημα ή ένα είδος στο σύνολό του.
Διαχείριση της ιθαγένειας
Ο λογοθετικός προσδιορισμός «nativeness» (αυτοχθονία) διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Βρετανό βοτανολόγο John Stevens Henslow και κωδικοποιήθηκε από τον συνεργάτη του Hewett Watson, ο οποίος στα μέσα του 1800 βασίστηκε στη ρητορική και τις υποκείμενες φιλοσοφίες του βρετανικού Αποικιακού Δικαίου και εισήγαγε επίσημα τους όρους «native», «denizen», «colonist», «alien» και «incognita». Αργότερα, ο Charles Elton (1958) στο «The ecology of invasions by animals and plants» σηματοδοτεί την επίσημη γέννηση του κλάδου που είναι αφιερωμένος αποκλειστικά στον ορισμό, στην αναγνώριση, την κωδικοποίηση και τη διαχείριση της «ιθαγένειας». Εκτός από τη θεμελιώδη αλλαγή του πολιτικού, οικονομικού, γεωγραφικού και κοινωνικού ιστού μεγάλου μέρους του κόσμου, η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία μεταμόρφωσε τη φύση «δημιουργώντας νέα τοπία, νέες οικολογίες και νέες σχέσεις μεταξύ ανθρώπινης και μη ανθρώπινης φύσης. Η Φυσική Ιστορία, η πρώιμη σύγχρονη Βοτανική κι αυτό που θα γινόταν αργότερα Οικολογία, υποστήριξε και επωφελήθηκε στενά από την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία, της οποίας σημαντικές εκφράσεις ήταν η επανεξέταση και η αναδιάταξη του φυσικού κόσμου.
Ρατσισμός και στα ζώα
Με την εισαγωγή των όρων αυτών ο άνθρωπος προσπάθησε να υποστηρίξει και να νομοθετήσει μια νοσταλγική επιστροφή σε μια φανταστική προαποικιακή εποχή, όπου όλα και όλοι είναι «στη θέση τους». Με τον όρο «επεκτατικά/εισβολείς» τίθενται οι γραμμές διάκρισης όχι μόνο ανάμεσα στο ανθρώπινο και το μη ανθρώπινο αλλά και ανάμεσα σε ανθρώπους και ζώα διαφορετικής καταγωγής, ως μη κανονικών πληθυσμών. Οι ίδιες ρατσιστικές πολιτικές χρησιμοποιούνται για τα ζώα και για τους ανθρώπους, ενώ η μετανάστευση ανθρώπων και ζώων είναι πραγματικότητα. H μεταχείριση των μινκ και άλλων ζώων ως μιασμάτων, ως πληθυσμών υπό συνεχείς διωγμούς εκθέτει μια θανατοπολιτική που έχει ενσταλάξει σε έναν κρυφό οικοφασισμό.
Το οικοσύστημα του Κηφισού
Σήμερα, μεγάλος αριθμός επιστημόνων και περιβαλλοντικών φιλοσόφων αμφισβητεί αν μια έννοια που ορίζεται από τη γεωγραφική προέλευση ενός είδους μπορεί να αποτυπώσει τις ηθικές και οικολογικές πολυπλοκότητες της ζωής σε έναν ταχέως μεταβαλλόμενο πλανήτη. Η μη ενσωμάτωσή τους στο φυσικό περιβάλλον τα αποκλείει από το να συμβάλουν στη μετατροπή του σε μια νέα αναδυόμενη εν τω γίγνεσθαι συμβιωτική φύση. Στον 21ο αιώνα δεν υπάρχει ένα αδιάσπαστο οικοσύστημα κι αυτό θα γίνεται όλο και πιο αισθητό, συνέπεια της κλιματικής κρίσης και της απώλειας οικοτόπων. Το οικοσύστημα του Κηφισού έχει πληγεί ανεπανόρθωτα εδώ και πολλές δεκαετίες, θύμα της οικιστικής ανάπτυξης και του αντιπλημμυρικού σχεδιασμού. Μεγάλο μέρος του εγκιβωτίστηκε, τσιμεντοποιήθηκε και μπαζώθηκε για τη διαπλάτυνση της Εθνικού Οδού, ενώ νέα σχέδια της Περιφέρειας απειλούν τη φυσική ροή στο ανάντη του Κηφισού στον Κόκκινο Μύλο. Επιπλέον, τα αστικά, βιομηχανικά απόβλητα και τα όμβρια που εκρέουν από τις γύρω περιοχές συμβάλλουν στη συνολική ρύπανση του οικοσυστήματος. Έχοντας αυτά κατά νου, είναι άτοπο το επιχείρημα ότι ένα και μόνο μινκ θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή.
Από έγκλειστα έως καταζητούμενα
Το ζήτημα της διαχείρισης των μινκ και των άλλων ζώων που θα προκύψουν είναι ένα πολιτικό ζήτημα. Είτε αντιλαμβανόμαστε τα ζώα ως κομμάτι της εθνοκεντρικής αφήγησης που τα θέλει «έγκλειστα» στα εκάστοτε σύνορα, κηρύσσοντάς τα ως καταζητούμενα σε κάθε άλλη περίπτωση, είτε θα αφουγκραστούμε την ανάγκη για μια συμπονετική διατήρηση των ειδών και των οικοσυστημάτων, που θα ενδιαφέρεται για τα συμφέροντα και τα δικαιώματα των επιμέρους ατόμων και θα αντιλαμβάνεται τη φύση ως μια εξελικτική διαδικασία. Τέλος, θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε την οντολογική μας θέση στον πλανήτη και να μειώσουμε στρατηγικά το αποτύπωμά μας πάνω στη σφαίρα της Γης, καθώς το αφύσικο δεν είναι το μινκ που κολυμπάει στο ποτάμι, αλλά το ποτάμι που βρίσκεται κάτω από το τσιμέντο.
* Η Χριστίνα Βασιλοπούλου είναι οικονομολόγος, εκπαιδευτικός, MSc Κοινωνιολογίας και η Κωνσταντίνα Λύρου είναι ερευνήτρια, ακτιβίστρια BA in English Studies, MA Animal Welfare, Ethics and the Law