Live τώρα    
25°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
25 °C
23.2°C25.8°C
2 BF 33%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
24 °C
23.4°C26.8°C
2 BF 33%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
21 °C
20.0°C24.8°C
2 BF 49%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
20.2°C21.0°C
2 BF 69%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
25 °C
24.0°C24.9°C
2 BF 33%
Ο ρόλος των γενεών στην πολιτική (Μέρος Πρώτο)
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ο ρόλος των γενεών στην πολιτική (Μέρος Πρώτο)

Του Δημήτρη Παπανικολόπουλου, Δρ. Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Η έννοια της γενιάς

Η έννοια της γενιάς είναι αρκετά δημοφιλής στον καθημερινό, το δημόσιο και τον επιστημονικό λόγο, καθώς συνοδεύει απόπειρες περιοδολόγησης και ερμηνείας (White 2013,  Ματθιόπουλος 2019).

 Αν και έχει βαθιές ρίζες στη διανοητική ζωή του 19ου αιώνα, οι κύριες προσπάθειες ανάπτυξης γενεακών θεωριών έλαβαν χώρα το Μεσοπόλεμο, αφενός ως απάντηση στη διάδοση της μαρξιστικής θεωρίας των τάξεων και αφετέρου ως προσπάθεια ανάλυσης των συλλογικών αναπαραστάσεων αυτών που είχαν βιώσει τα συγκλονιστικά γεγονότα του Ά Παγκοσμίου Πολέμου και της Μεγάλης Ύφεσης (Ματθιόπουλος 2019: 111-2). Ο ΄Β Παγκόσμιος Πόλεμος σήμανε την απόλυτη αντιστροφή για την επιδραστικότητα της έννοιας της γενιάς έναντι αυτής της τάξης, καθώς αφενός αυτός ο πόλεμος ήταν ολοκληρωτικός και επηρέασε το σύνολο των κοινωνιών που ενεπλάκησαν και όχι μια γενιά στρατιωτών και αφετέρου ο ρόλος που έπαιξαν τα αριστερά αντιστασιακά κινήματα στην κατεχόμενη Ευρώπη και ο προβιβασμός της ΕΣΣΔ σε παγκόσμια δύναμη διεύρυνε σημαντικά την αποδοχή των μαρξιστικών ιδεών (στο ίδιο: 167-8).

Η ανάκαμψη της έννοιας σημειώθηκε χάρη στα νεολαιϊστικα κινήματα της δεκαετίας του ’60 και τη σταδιακή υποχώρηση του μαρξισμού τις δεκαετίες πριν και μετά από την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», με τη χρήση της όμως να περιορίζεται τις περισσότερες φορές στο περιγραφικό πεδίο (στο ίδιο: 177, 191-2, 243).

Στο πλαίσιο αυτό, η θεωρία του Mannheim (1972) υπήρξε η πιο επιδραστική, καθώς λόγω του αναλυτικού της βάθους εξακολουθεί να χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Ο Mannheim ξεκινά την ανάλυσή του με τη βεβαιότητα ότι η εξέταση του προβλήματος των γενεών είναι απαραίτητη, ώστε να κατανοήσουμε «τη δομή των κοινωνικών και διανοητικών κινημάτων» ( στο ίδιο: 163). Η θεωρία του βασίζεται στις εξής παραδοχές: Η γενιά δεν πρέπει να συγχέεται με συγκεκριμένες ομάδες, κοινότητες ή οργανώσεις.

Οι νέοι έρχονται στη ζωή με βιολογικό τρόπο, αλλά τοποθετούνται σε όμοια θέση με κοινωνιολογικό τρόπο. Όπως η ταξική θέση συνίσταται στην ομοιότητα της θέσης των εργαζομένων στο χώρο της παραγωγής, έτσι και η «γενεακή θέση» (generation location) συνίσταται στην κοινή θέση των νέων στο εσωτερικό μιας κοινωνικής ενότητας.

Η γενεακή θέση περιορίζει το εύρος των εμπειριών που μπορεί να βιώσει κανείς, καθώς οι συμπεριφορές και οι σκέψεις διαμορφώνονται μέσα σε περιβάλλοντα με δεδομένες κοινωνικές σχέσεις. Μια εν δυνάμει γενιά, όμως, υφίσταται πραγματικά (generation as actuality) μόνο εφόσον τα μέλη της εκτεθούν σε κοινές εμπειρίες και γεγονότα κατά τη διάρκεια των διαμορφωτικών ετών, όπου οι νέοι αποκομίζουν τις πρώτες, καθοριστικές για τη συνέχεια, εντυπώσεις τους για τη ζωή και τον κόσμο.

Ακόμα και αν αυτές οι εντυπώσεις αλλάξουν άρδην στη συνέχεια, θα συνιστούν πάντα το πρώτο γνωστικό φορτίο που καθείς αποκτά κατά το στάδιο της αυτό-κατανόησης και του προσωπικού πειραματισμού με τη ζωή. Ενώ, λοιπόν, η σχεδόν ταυτόχρονη γέννηση σε έναν κοινό κοινωνικο-πολιτισμικό τόπο προσφέρει τη δυνατότητα συγκρότησης γενιάς (όσοι συνομίληκοι δεν μοιράζονται τις ίδιες εμπειρίες δεν ανήκουν στην ίδια γενιά), πρέπει να παρεμβληθούν σημαντικές κοινωνικο-ιστορικές αλλαγές, με ομογενοποιητικά για όσους/ες τις βιώνουν αποτελέσματα, όπως είναι οι πόλεμοι και τα κινήματα, προκειμένου να διαμορφωθεί μια γενιά. Παρότι, όμως, τους δένει ένα κοινό πεπρωμένο, οι νέοι και οι νέες δεν απαντούν στις κοινές προσκλήσεις με τον ίδιο τρόπο, αλλά συγκροτούν διαφορετικές «γενεακές μονάδες» (generation unit) με εσωτερική συνοχή (πχ. αριστεροί – δεξιοί). Μπορεί να αντιμάχονται η μία την άλλη, αλλά κατανοούν η μία την άλλη, πολύ καλύτερα από ό,τι τις άλλες γενιές, καθώς έχουν έναν κοινό τρόπο να συνομιλούν για τον κοινό τους κόσμο.

Πολλές φορές αυτές οι γενεακές μονάδες μπορεί να βρίσκουν την πιο καθαρή τους έκφραση σε συγκεκριμένες ομάδες ή και οργανώσεις (πχ. η γενιά της ΕΠΟΝ, η γενιά των Λαμπράκηδων, η γενιά του Πολυτεχνείου), ενώ μπορεί να έχουν και προδρόμους από προηγούμενες γενιές (πχ. όπως ήταν οι beatniks για τους hippies ή όπως ήταν η γενιά του αντιπαγκοσμιοποιητικού για τη γενιά των πλατειών). Κάθε γενιά είναι πιθανό, αλλά όχι βέβαιο, να αναπτύξει μια εντελέχεια, μια συνείδηση ενός κοινού στόχου (πχ. η μετεμφυλιακή γενιά έγινε η γενιά του «114», η γενιά της δικτατορίας έγινε η γενιά του Πολυτεχνείου, και η γενιά του νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού και των 700 ευρώ έγινε η γενιά του αντιπαγκοσμιοποιητικού και του «άρθρου 16»).

Μια πολιτική γενιά, λοιπόν, μπορεί να προκύψει από τη συνάντηση των νέων κατά τη διάρκεια των διαμορφωτικών τους ετών με ιστορικά κοινωνικοπολιτικά γεγονότα, οπόταν και διαμορφώνονται κοινότητες στην κοσμοαντίληψη που μπορούν να εντοπιστούν και στο μέλλον (Inglehart 1971, Μαλούτα 2019: 86). Τα διαμορφωτικά χρόνια (ή «τα χρόνια της δεκτικότητας», όπως έλεγε ο Ντιλτάυ, από τον οποίο επηρεάστηκε ο Mannheim) είναι αυτά μεταξύ 15 και 30 ετών (για σχετική βιβλιογραφία δες Inan and Grasso 2017: 17). Είναι ενδεικτικό ότι, όταν μεγαλύτερης ηλικίας ενήλικοι ρωτούνται στο πλαίσιο ερευνών σχετικά με τις αυτοβιογραφικές τους μνήμες, φαίνεται πως κυριαρχούν αυτές που αφορούν γεγονότα που συνέβησαν στη νεότητά τους (Alwin and McCammon: 35-6). Έπειτα, είναι λογικό σε κοινωνίες όπου η νεότητα, στην οποία το άτομο βιώνει αυξημένη ανεξαρτησία και επιδεικνύει ευελιξία και ανοιχτότητα, κρατάει πολύ, το αποτύπωμα των διαμορφωτικών εμπειριών να διαρκεί στο χρόνο (στο ίδιο: 35).

Αφενός, όπως έλεγε ο Ortega y Gasset, ένας άλλος πρώιμος εισηγητής της έννοιας της γενιάς, το άτομο εισέρχεται σε έναν κόσμο με προϋπάρχουσες πεποιθήσεις τις οποίες πρέπει να αντιμετωπίσει (Moreno and Urraco 2018: 3), αφετέρου πόλεμοι, επαναστάσεις, επιδημίες, λιμοί και οικονομικές κρίσεις συνιστούν, όπως έγραφε ο Wohl «μεγάλα ιστορικά γεγονότα που παρέχουν τους δείκτες και τους σηματοδότες με τα οποία οι άνθρωποι βάζουν τάξη στο παρελθόν τους και συνδέουν το προσωπικό τους πεπρωμένο με εκείνο της κοινότητας μέσα στην οποία ζούνε» (Ματθιόπουλος 2019: 187). Το αποτέλεσμα είναι ότι κάποια πράγματα μπορούμε να τα μοιραστούμε μόνο με τη γενιά μας, από την οποία άλλωστε δεν μπορούμε να ξεφύγουμε (Rintala 1963: 509-510), μιας και,  όπως θεωρούσε ο Πίντερ, τα μέλη κάθε γενιάς βιώνουν με διαφορετικό τρόπο το χρόνο που περνάει, «καθώς επενεργούν στο εκάστοτε παρόν η βαρύτητα-εμπειρία του παρελθοντικού χρόνου, αλλά και η έλξη-προσδοκία του δυνητικού μελλοντικού χρόνου» (Ματθιόπουλος 2019: 140).

Αλληλεπίδραση ιστορικών συνθηκών, κινημάτων και γενεών

Διαφορετικά κοινωνικοποιητικά γεγονότα διαμορφώνουν διαφορετικές γενιές (Μαλούτα 2019: 88). Εφόσον, λοιπόν, είναι τα γεγονότα που κατασκευάζουν τις γενιές, και όχι το αντίθετο, δεν μπορεί να υπάρξει γενεακή περιοδολόγηση της ιστορίας, αφού τα ιστορικά κοινωνικοποιητικά γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο με ακανόνιστο ρυθμό. Ωστόσο, καθώς στη σύγχρονη εποχή οι αλλαγές είναι κατακλυσμιαίες, ο ρυθμός εμφάνισης νέων γενεών μπορεί να επιταχυνθεί σε βαθμό που οι γενιές να μην κρατούν παρά 10-15 χρόνια (Rintala 1963: 517). Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, τα τελευταία 100 χρόνια αυτό περίπου έχει συμβεί, ειδικά στην Ελλάδα με την ταραχώδη πολιτική ιστορία.

Όπως ήδη γράψαμε, ο Μεγάλος Πόλεμος, όπως ονομάστηκε η παγκόσμια σύρραξη του 1914-1918, στιγμάτισε μια ολόκληρη γενιά. Η ήττα της Γερμανίας και η Οκτωβριανή Επανάσταση διαμόρφωσε τη γενιά του Μεσοπολέμου, τόσο τους κομμουνιστές όσο και τους φασίστες.

Ο ΄Β Παγκόσμιος Πόλεμος (1939-1945) που ακολούθησε τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του ’30 σημάδεψε μια γενιά που έζησε τη στέρηση των ελευθεριών και των υλικών αγαθών. Ενώ, όμως, οι προηγούμενες γενιές διαμορφώθηκαν σε άμεση συσχέτιση με συλλογικά ιστορικά τραύματα, η μεταπολεμική γενιά διαμορφώθηκε σε συνθήκες οικονομικής ευημερίας και αισιοδοξίας για το μέλλον (Goldstone and McAdam 2001: 210-11): «η επέκταση της εμβέλειας των ευκαιριών βρισκόταν σε δυναμική σχέση με την επέκταση της εμβέλειας των προσδοκιών» (Schildt και Siegfried 2010: 23). Η οικονομική άνθιση είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των εισοδημάτων των εφήβων, ενώ η επέκταση του καταναλωτισμού είχε ως αποτέλεσμα να διαφοροποιηθούν τα καταναλωτικά πρότυπα των νέων γενεών από τα αντίστοιχα των  γονιών τους, που ακόμα διακατέχονταν από την «ιδεολογία της αποταμίευσης» (στο ίδιο: 29, 82).

Το ποσοστό των νέων επί του συνολικού πληθυσμού είχε αυξηθεί και πλέον στις χώρες της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης τα άτομα κάτω των 30 ετών αποτελούσαν το 40% με 50% του πληθυσμού, η βιομηχανία παρήγαγε όλο και περισσότερο προϊόντα για τους νέους, επηρεάζοντας και τις καταναλωτικές συνήθειες των μεγαλυτέρων, ενώ σε μεγαλύτερη έκταση από ποτέ άνθρωποι σχετικά νεαρής ηλικίας αναλάμβαναν σημαντικές θέσεις στον ανερχόμενο κλάδο των ΜΜΕ και τη βιομηχανία της κουλτούρας (Siegfried 2010: 83-4).

Η αυξημένη αυτοκίνηση, τα μεγαλύτερα μεγέθη των διαμερισμάτων, τα δίκτυα των συνομιλήκων, η εμφάνιση και διάδοση της pop μουσικής, η διάδοση του ραδιοφώνου, των δίσκων, των στερεοφωνικών συστημάτων και της τηλεόρασης, τα κλαμπ και οι συναυλίες, διαμόρφωσαν ένα πεδίο εντός του οποίου «αναπτύχθηκε σε σημαντικό βαθμό η αίσθηση των νέων ότι αποτελούσαν ‘γενιά’, πράγμα που τους διαχώρισε από τις παλιότερες γενιές» (Schildt και Siegfried 2010: 30-1).  Η εκπαίδευση, ειδικά η τριτοβάθμια, μαζικοποιήθηκε, με αποτέλεσμα οι νέοι να αποκτήσουν επιρροή στην κοινωνία (στο ίδιο: 35-6). Το μέγεθος των οικογενειών μειώθηκε, ο γονεϊκός έλεγχος επίσης (στο ίδιο: 37) και τα οργισμένα νιάτα επιδόθηκαν σε έναν αγώνα ενάντια στους αυστηρούς κοινωνικούς κώδικες, που στηρίζονταν στο «σεβασμό απέναντι στην αυθεντία» και τον «ανοιχτό πατερναλισμό», στην καταπίεση, ενοχή και αποσιώπηση ως προς τη σεξουαλική συμπεριφορά, στην «τήρηση των τύπων σε ζητήματα γλώσσας, πρωτοκόλλου και ενδυματολογικών κωδίκων», καθώς και στους «προκαθορισμένους και απόλυτα διαχωρισμένους ρόλους των νεαρών αγοριών και κοριτσιών» (Marwick 2010: 52-3).

Οι νέες άρχισαν να ντύνονται με μίνι φούστες, οι νέοι άρχισαν να αφήνουν μαλλιά, ενώ οι σεξουαλικές σχέσεις μεταβλήθηκαν σε προνομιακό θέμα συζήτησης μεταξύ τους και η σεξουαλική απόλαυση χωρίς δεσμεύσεις σε σταθερή αναζήτηση (Κατσάπης 2007: 197, 207, 231-3). Από όλα αυτά γίνεται ξεκάθαρο ότι η γενιά του baby boom υιοθετούσε πιο μεταϋλιστικές αξίες σε σχέση με την προηγούμενη (Inglehart 1971, Abramson and Inglehart 1992).

Η διαφορά αυτή στις αξίες και η συνακόλουθη αμοιβαία έλλειψη κατανόησης μεταξύ των δύο γενιών άρχισε ήδη από τη δεκαετία του ’60 να γίνεται αντιληπτή ως «χάσμα γενεών» (Κατσάπης 2007: 216, 218). Ακόμα και κοινωνικοί επιστήμονες επέδειξαν έλλειψη κατανόησης, καθώς «δεν υπήρχαν διαθέσιμα ερμηνευτικά μοντέλα για τους νέους τύπους κοινωνικής συμπεριφοράς» (Siegfried 2010: 87). Χάρη στις ιδιαίτερές τους αξίες, αλλά και όλα όσα ήδη αναφέρθηκαν, πολλοί νέοι άρχισαν να αισθάνονται από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 ως μέλη μιας μοναδικής γενιάς (Κατσάπης 2007: 220-1), που βρισκόταν στο κέντρο των πάντων και διέθετε τη δυνατότητα να γράψει ιστορία (Goldstone and McAdam 2001: 211-2). Η αυτο-συνείδηση των boomers αποτυπώθηκε στο σύνθημα «μην εμπιστεύεσαι κανέναν άνω των 30».

Οι μεταπολεμικές εξελίξεις επηρέασαν τους νέους και τις νέες σχεδόν σε όλο τον κόσμο, όχι στον ίδιο βαθμό αλλά προς την ίδια κατεύθυνση. Τα διαμορφωτικά γεγονότα, ωστόσο, παρουσιάζουν διαφορές από χώρα σε χώρα, όπως φάνηκε τις αμέσως επόμενες δεκαετίες, με τις Δυτικές χώρες να επηρεάζονται από την έλευση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, τις χώρες του ανατολικού μπλοκ να επηρεάζονται από την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», και της χώρες της ημιπεριφέρειας, όπως η Ελλάδα και η Τουρκία, να επηρεάζονται από την άνοδο και την πτώση δικτατοριών. 

Τη δεκαετία του ’80, μια νέα γενιά στην ΕΣΣΔ, που είχε γεννηθεί μετά το θάνατο του Στάλιν, πιο μορφωμένη από τις προηγούμενες, η οποία αποζητούσε την οικονομική ευμάρεια και είχε διαμορφωθεί πολιτισμικά από τις επιρροές της Δύσης, αντ’ αυτής έζησε τον αδιέξοδο πόλεμο του Αφγανιστάν και την οικονομική καθίζηση, και συνέδεσε την ύπαρξή της με προσπάθειες μεταρρύθμισης του συστήματος και τελικά με την πτώση του (Goldstone and McAdam 2001: 203-4). Αντιθέτως, η μετα-κομμουνιστική γενιά των σοβιετικών δημοκρατιών, διαμορφωμένη στο πλαίσιο των δημοκρατικών θεσμών και της οικονομίας της αγοράς, μεταξύ αναβίωσης της εθνικής κουλτούρας και υιοθέτησης της δυτικής νεανικής κουλτούρας, επιχείρησε δια των «πορτοκαλί επαναστάσεων» στη Σερβία, Γεωργία και Ουκρανία, στις αρχές του 21ου αιώνα, να εκδημοκρατίσει τις μετα-κομμουνιστικές αυταρχικές δημοκρατίες που είχαν προκύψει μετά την πτώση του ανατολικού μπλοκ (Nikolayenko 2007).

Αν, όμως, αυτοί και αυτές που γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’60 στο ανατολικό μπλοκ είχαν τελείως διαφορετικές κοινωνικοποιητικές εμπειρίες από όσους και όσες γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’80, οι νέοι που γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’70 είχαν εμπειρίες και από τις δύο περιόδους, γεγονός που τους προσέδωσε a posteriori μια ξεχωριστή ταυτότητα (Nugin). Μεγάλωσαν σε μια σοβιετική δημοκρατία, αλλά πήγαν στο πανεπιστήμιο και βρήκαν την πρώτη τους δουλειά σε μια μετα-κομμουνιστική. Πιο ολιγαρκής και φιλύποπτη η γενιά της μετάβασης από την καθαρά μετα-κομμουνιστική γενιά, νιώθει πιο κοντά στην προηγούμενή της γενιά λόγω κοινής πολιτικής μνήμης, ενώ ζει σαν την επόμενή της γενιά, καθώς αργεί να παντρευτεί, σπουδάζει και δουλεύει, και συμμετέχει σε κοινωνικά δίκτυα που στοχεύουν στην ανέλιξη και όχι στην επιβίωση (στο ίδιο).

Τα κοινωνικοποιητικά γεγονότα στη Δύση ήταν κάπως διαφορετικά. Η κατίσχυση του νεοφιλελευθερισμού επί Θάτσερ και η εμπέδωσή του επί Μπλερ διαμόρφωσε αντίστοιχες γενιές με πολύ διαφορετικές πολιτικές συμπεριφορές σε σχέση με τη γενιά που πολιτικοποιήθηκε τις δεκαετίες ’60 και ’70 (Grasso et al. 2019). Για την ακρίβεια, τα παιδιά της Θάτσερ και του Μπλερ κινητοποιούνταν λιγότερο σε σχέση με τους προπάτορές τους (στο ίδιο).

Ομοίως, τα στρατιωτικά πραξικοπήματα του ’60 και του ’80 στην Τουρκία διαμόρφωσαν τρεις διακριτές μεταξύ τους γενιές, με την ενδιάμεση γενιά να κινητοποιείται κατά τον 21ο αιώνα περισσότερο, καθώς την περίοδο των διαμορφωτικών της εμπειριών απολάμβανε περισσότερες πολιτικές ευκαιρίες για κινητοποίηση (Inan and Grasso 2017).

Οι κατακλυσμιαίες αλλαγές που ακολούθησαν την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», και συγκεκριμένα η παγκοσμιοποίηση των κεφαλαιακών, εμπορικών, και ανθρώπινων ροών, η κυριαρχία νεοφιλελεύθερων υπερεθνικών οργανισμών σε βάρος των εθνικών κυβερνήσεων, η ψηφιακή επανάσταση και ο μετασχηματισμός του κόσμου από τη διάδοση του διαδικτύου και των νέων μέσων επικοινωνίας (κινητών τηλεφώνων και social media), η επισφαλειοποίηση της εργασίας και η διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών, κατέστησε τις κοινωνικοποιητικές εμπειρίες των millenials (αυτών που γεννήθηκαν μεταξύ του 1980 και του 2000) τελείως διαφορετικές από αυτές των προηγούμενων γενεών, με αποτέλεσμα αυτοί να αποκτούν συνείδηση αυτού του νέου χάσματος γενεών.

Το γενεαλογικό χάσμα τροφοδοτούνταν από το γεγονός ότι α) οι νέοι χρησιμοποιούσαν πιο μαζικά και επιδέξια τα ψηφιακά μέσα επικοινωνίας, β) στελέχωναν τους κλάδους του ψηφιακού καπιταλισμού, γ) βίωναν πρώτοι και με μεγαλύτερη ένταση την εργασιακή επισφαλειοποίηση, δ) ήταν κατά μέσο όρο πιο μορφωμένοι λόγω της συνεχούς επέκτασης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ε) αδυνατούσαν να βρουν δουλειές αντάξιες των προσόντων τους παρόλο που είχαν περισσότερα προσόντα από τους μεγαλύτερους σε ηλικία εργαζομένους και (κατά πάσα πιθανότητα) και από αυτούς που θα τους προσλάμβαναν, στ) ήταν κατά μέσο όρο πιο κοσμοπολίτες λόγω μεγαλύτερης γλωσσομάθειας και περισσότερων ταξιδιών στο εξωτερικό, ζ) πολιτικοποιήθηκαν μέσα από τα κινήματα και όχι μέσα από τα κόμματα και τα συνδικάτα.

Στο πλαίσιο αυτό, οι νέοι που κατέκλεισαν τους δρόμους της Μέσης Ανατολής, της Ευρώπης και των ΗΠΑ, το 2011 και εντεύθεν, κινητοποιήθηκαν με τη βοήθεια ψηφιακών πλατφορμών, αδιαμεσολάβητα, καταργώντας τις παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές, στοχοποιώντας τις ελίτ που ευθύνονται για την διαφθορά, τη λιτότητα, και τον αυταρχισμό. Η γενιά που διαμορφώνεται  από την οικονομική κρίση είναι πολύ πιθανό να έχει και αυτή διαφορετικά χαρακτηριστικά από τις προηγούμενες, καθώς σε όλα τα προηγούμενα προστέθηκαν η υψηλή ανεργία και τα χαμηλά μεροκάματα, που γιγαντώνουν τις ανισότητες, η κλιματική κρίση και η πανδημία του Covid-19, που γιγαντώνει την ανασφάλεια των νέων για το μέλλον.

Βιβλιογραφία

Alwin Duane and Ryan McCammon, “Generations, cohorts, and social change”

Goldstone Jack and Doug McAdam, “Contention in demographic and life-course context”, in Silence and voice in the study of contentious politics, edited by Ronald Aminzade, Jack Goldstone, Doug McAdam, Elizabeth Perry, Wolliam Sewell Jr, Sidney Tarrow, and Charles Tilly. Cambridge University Press, 2001

Grasso Teresa Maria, Stephen Farall, Emily Grey, Colin Hay, and Will Jennings, “Socialization and generational political trajectories: an age, period and cohort analysis of political participation in Britain”, Journal of elections, public opinion and parties, 2018

Inan Murat and Maria T. Grasso, “A participatory generation? The generational and social class bases of political activism in Turkey”, Turkish studies, vol. 18(1), 2017

Inglehart Ronald, “The silent revolution in Europe: intergenerational change in post-industrial societies”, The American political science review, vol. 65(4), 1971

Mannheim Karl, “The problem of generations”, in Karl Mannheim, Essays in the sociology of knowledge, Routledge and Kegan Paul, 1972

Moreno Almudena and Marriano Urraco, “The generational dimension in transitions: A theoretical review”, Societies, vol. 8, 2018

Nikolayenko Olena, “The revolt of the post-soviet generation: Youth movements in Serbia, Georgia, and Ukraine”, Comparative politics, vol. 39(2), 2007

Nugin Raili, “Generation on the doorstep? How to define an age group shaped by the changes”

Rintala Marvin, “A generation in politics: A definition”, The review of politics, vol. 25(4), 1963

White Jonathan, “Thinking generations”, British journal of sociology, vol. 64(2), 2013

Κατσάπης Κώστας, Ήχοι και απόηχοι: κοινωνική ιστορία του ροκ εν ρολ  
φαινόμενου στην  Ελλάδα, 1956-1967, ΙΑΕΝ, 2007

Marwick Arthur, «Η νεανική κουλτούρα και η πολιτική επανάσταση της μακράς δεκαετίας του ‘60», στο Αξελ Σιλντ και Ζίνγκφριντ Ντετλεφ (επιμ.), Ανάμεσα στον Μαρξ και στην Coca Cola, Κασταλία, 2010

Ματθιόπουλος Ευγένιος, Η έννοια της ‘γενιάς’ στην περιοδολόγηση της ιστορίας, της ιστορίας της λογοτεχνίας και της ιστορίας της τέχνης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2019

Παντελίδου Μαλούτα Μάρω, Πολιτισμικές συνιστώσες της πολιτικής διαδικασίας, Ελληνικά ακαδημαϊκά συγγράμματα, 2019

Schildt Axel and Detlef Siegfried, «Νεολαία, κατανάλωση και πολιτική σε μια εποχή ριζικών αλλαγών», στο Αξελ Σιλντ και Ζίνγκφριντ Ντετλεφ (επιμ.), Ανάμεσα στον Μαρξ και στην Coca Cola, Κασταλία, 2010

Siegfried Detlef, «Κατανοώντας το 1968: Νεανική ανταρσία, αλλαγή γενιάς και μεταβιομηχανική κοινωνία», στο Αξελ Σιλντ και Ζίνγκφριντ Ντετλεφ (επιμ.), Ανάμεσα στον Μαρξ και στην Coca Cola, Κασταλία, 2010

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL