Ένα ακόμα επεισόδιο «αποδόμησης» ενός γνωστού συγγραφέα, με βάση τις εκφερόμενες εντός του έργου του απόψεις των χαρακτήρων του, ή ακόμα και τις απόψεις του αφηγητή (ο οποίος δεν είναι παρά ένας ακόμη χαρακτήρας, σκηνοθετημένος από τον συγγραφέα), συντελείται το τελευταίο διάστημα στα καθ’ ημάς, μεταφέροντας απλώς τη μόδα που έχει πλήξει πλείστες χώρες, λογοτεχνίες και έργα.
Εν προκειμένω, στο στόχαστρο βρέθηκε ο Μ. Καραγάτσης, ο συγγραφέας που εισάγει στη χώρα μας και τη γλώσσα μας, έστω και με καθυστέρηση δεκαετιών, το αστικό μυθιστόρημα (μετά τα προανακρούσματα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη και του Πέτρου Πικρού). Πιάνοντας το νήμα από την πηγή του, δηλαδή από τον Μπαλζάκ, ο Καραγάτσης αναδεικνύεται ως ο μόνος επαρκής πεζογράφος, απ’ όσους εμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1930, με τα συναφή όριά του και αναμενόμενα όσα κοινωνικά στερεότυπα συνοδεύουν μια τέτοιου είδους ιδρυτική στιγμή, εκείνη του αστικού μυθιστορήματος, το οποίο διαλέγεται συστηματικά, ή και σε σημαντικό βαθμό αντανακλά, μεσολαβημένη από την τέχνη του λόγου, την κοινωνική συνθήκη της εποχής του. Αλλά, εισάγοντας το προϋποτιθέμενο αστικό μυθιστόρημα, ο Καραγάτσης φυσικά και δεν προσχώρησε στον καθ’ ημάς, έτσι κι αλλιώς αναιμικό πεζογραφικό μοντερνισμό της εποχής του, τον οποίο πλέον κανένας σοβαρός κριτικός, φιλόλογος και γραμματολόγος δεν τον θεωρεί ως άξια λόγου και αυθύπαρκτη περιοχή της λογοτεχνίας μας. Μα δεν ελέγχεται γι’ αυτό ο Καραγάτσης.
Στη δίνη της «ορθότητας» βρέθηκε το μυθιστόρημά του Η μεγάλη χίμαιρα (1953), το οποίο εγκαλείται, μαζί και ο συγγραφέας του, ως «σεξιστική παραφωνία», όπως έγραψε στις σελίδες της Lifo άρτι εμφανισθείσα επίδοξη πεζογράφος.
Λίγο το κακό, θα μπορούσε να πει κάποιος, αν στη συζήτηση δεν εμπλέκονταν ασμένως συγγραφείς, βεβαίως και πανεπιστημιακοί, δημοσιολογούντες και λοιποί λόγιοι, σηκώνοντας έναν κάποιο κουρνιαχτό εν μέσω θέρους. Να μια στιγμή αυτού του μικρού σήριαλ: «Να ξεμπερδεύουμε, λοιπόν, και με τους Καραγάτσηδες και μ’ όλη τη μίζερη ελληνόφωνη παλιατζούρα και με τον Ελληνα-άνδρα-συγγραφέα-εικόνισμα που αν δεν το φιλήσεις καλείσαι να απολογηθείς, αν έτσι νιώθουμε. Αλλά να δούμε τους λόγους. Το να μας φαίνονται σεξιστικές αηδίες κάποιες φράσεις είναι θεμιτός λόγος να αφήσουμε ένα βιβλίο στο πλάι».
Με τις «πολιτισμικές σπουδές» και την «πολιτική ορθότητα», έχουμε από καιρού φθάσει στην αναβίωση της θεματογραφίας, ως μοναδικό «περιεχόμενο» της τέχνης, επιστρέφοντας έτσι στην αρχή του 20ού αιώνα, και ακόμα πιο πίσω, πριν δηλαδή, με την έκρηξη των κινημάτων του μοντερνισμού, κυριαρχήσει, τουλάχιστον στις λόγιες κοινωνικές κατηγορίες, μια στοιχειωδώς επαρκής αντίληψη για το έργο τέχνης.
Γιατί κάθε έργο τέχνης είναι έργο τέχνης, και όχι «κάτι» το οποίο «αφηγείται», κρινόμενο σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο είναι και αφηγείται, όχι από το «θέμα» του. Είναι η μορφή του που το καθιστά έργο τέχνης (μέσα από τούτο ή εκείνο το «περιεχόμενο», κλπ κλπ, όπως έχουν δείξει αιώνες συζήτησης για την τέχνη και χιλιάδες τόμοι θεωρίας της λογοτεχνίας). Η δε σχέση με το έργο τέχνης, αυτό που δίνουν και παίρνουν όλοι οι εμπλεκόμενοι σε αυτή τη διαδικασία, δεν είναι παρά η αισθητική εμπειρία. Επ’ αυτού, δηλαδή επί της αισθητικής του επάρκειας, ναι, να κριθεί ο Καραγάτσης, όπως φυσικά και οι τόσοι πολλοί «διάδοχοί» του, που μέχρι σήμερα επιχειρούν, εντελώς ετεροχρονισμένα, να γράψουν αστικό μυθιστόρημα, στη μετανεωτερική πια εποχή.
Όσοι ψάχνουν κάτι άλλο, δηλαδή τη θεματογραφία, ακριβώς εκείνο που αναζητούσαν μαζικότατα αναγνώστες του 19ου αιώνα στην παραλογοτεχνία, έχουν σήμερα στη διάθεσή τους ανάλογη ποσότητα παραλογοτεχνικών βιβλίων, αλλά και σήριαλ, ταινίες, «ιστορίες» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τόσα άλλα προϊόντα του καταναλωτικού «πολιτισμού». Δεν τους αρκούν όλα αυτά; Δεν τους αρκούν, γιατί θέλουν να επιβάλλουν, με ακραιφνώς φασιστικό τρόπο, το γενικευτικά επηρμένο «εγώ» τους, την αδηφάγα «ταυτότητά» τους, τη γραμματολογική ασχετοσύνη τους, επί της τέχνης. Να την αποτιμήσουν με τα μέτρα τους, να την ισοπεδώσουν, να την ακυρώσουν.
Δεν χρειάζονται επιχειρήματα για την υπεράσπιση του Καραγάτση ή εν γένει της τέχνης. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα κοινωνικό φαινόμενο, όχι με κάποιο καλλιτεχνικό επίδικο. Μία ακόμα εκδήλωση φασίζοντος λαϊκισμού, με καινούρια στερεότυπα που νευρωτικά αναγορεύονται σε «αξίες». Άμουσοι άνθρωποι.
(Αυτή την εποχή τυγχάνει να δουλεύω το διήγημα του Εμμανουήλ Ροΐδη, «Ψυχολογία Συριανού συζύγου». Ως εκ τούτου, η σκέψη προκύπτει αβίαστη: μα, τον Καραγάτση έβαλαν στο στόχαστρο; Ο Ροΐδης στο έργο του διαθέτει όλα τα καταγγελλόμενα, στον υπέρτατο βαθμό. Βέβαια, όσο να ’ναι, πηγαίνοντας κανείς στον Ροΐδη κάπως θα εισπράξει εκείνο το «ψάρωμα» μπροστά στη μεγάλη λογοτεχνία, ενώ θα πρέπει να αντιμετωπίσει και τη διεξοδική επιχειρηματολογία του, θεωρητικώς και ενδοκειμενικώς, επί των «αποκλινουσών» απόψεών του: «...καπνίζων μετά το γεύμα επί του εξώστου, και δίδων άδικον εις τους μεμψιμοίρους εκείνους, τους κηρύττοντας τον κόσμον κακοκαμωμένον, διά τον λόγον ότι τα ρόδα έχουσιν ακάνθας...»)