Πριν από λίγες μέρες τα επίσημα στοιχεία έδειξαν ότι οι καταθέσεις στις τράπεζες αυξήθηκαν. Η προσεκτικότερη ματιά στα στοιχεία δείχνει ότι αυξήθηκαν οι καταθέσεις των επιχειρήσεων, και δη των μεγαλύτερων, όμως οι καταθέσεις των νοικοκυριών μειώθηκαν. Που σημαίνει ότι η διαφορά μεγαλώνει όλο και περισσότερο.
Δεν είναι πλέον οι εργαζόμενοι που χάνουν, που βγαίνουν διαρκώς χαμένοι, και η μεσαία τάξη, και ειδικότερα οι μικρομεσαίοι, που αποτελούν και τον μεγαλύτερο αριθμό των επιχειρήσεων. Η μεσαία τάξη και οι μικρομεσαίοι, μετά το στραπάτσο της χρεοκοπίας (το οποίο με επιτυχία το σύστημα Μητσοτάκη απέδωσε -χρέωσε δηλαδή- σε μεγάλο βαθμό στον ΣΥΡΙΖΑ), στήριξαν τις ελπίδες τους για ανάκαμψη στον Μητσοτάκη. Που υποσχέθηκε επιστροφή στα κέρδη, μείωση ασφαλιστικών και φορολογικών συντελεστών. Αυτό που δεν εξήγησε είναι ότι η πολιτική του ευνοεί το μεγάλο κέρδος. Πράγματι εμφάνισε κάποιες μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών. Όμως αυτό δεν αρκεί για να καλυφθούν οι τεράστιες διαφορές με τα μεγάλα κέρδη.
Το κόστος ζωής αυξήθηκε αλλά και το παραγωγικό κόστος αυξήθηκε, αφού η Ελλάδα έχει το ακριβότερο χρήμα (στον εσωτερικό καταμερισμό του ευρώ), την ακριβότερη ενέργεια και ακριβή στέγη την ώρα που έχει τη χαμηλότερη (πλην Βουλγαρίας) καταναλωτική δύναμη.
Οι επιχειρήσεις θέλουν πριν απ’ όλα πελάτες, κι αυτό είναι που λείπει. Διότι η χαμηλά αμειβόμενη εργασία δεν επιτρέπει ικανή καταναλωτική συμπεριφορά. Οι μεγάλες αλυσίδες τροφίμων και βασικών υπηρεσιών τραβάνε το όλο και λιγότερο χρήμα των νοικοκυριών, με τις μικρές επιχειρήσεις να βουλιάζουν. Και την ίδια ώρα δεν βλέπουμε ούτε επενδύσεις, ούτε ανάπτυξη, ούτε καινοτομίες. Τίποτα από τις υποσχέσεις των Χατζηδάκη και Μητσοτάκη.
Αυτό που σίγουρα βλέπουμε είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης βλάπτει σοβαρά την οικονομία, μαζί και τη μεσαία τάξη.