Μια υπερεθνική πολιτικοοικονομική ένωση που αποτελείται από πολύ διαφορετικές χώρες. Η μεγαλύτερη σε πληθυσμό -και οικονομία- είναι η Γερμανία, έχει περίπου 84 εκατ. κατοίκους. Η μικρότερη είναι η Μάλτα, έχει 500.000 κατοίκους. Οι πολίτες της μιλούν διαφορετικές γλώσσες και χρησιμοποιούν τρία διαφορετικά αλφάβητα, το λατινικό, το ελληνικό, το κυριλλικό. Υπάρχουν διαφορετικές παραδόσεις, κουλτούρες, φαγητά, γιορτές, επίσημες αργίες. Είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για μια συνύπαρξη ετερόκλητων μερών.
Κι αυτό ανάβει τη συζήτηση: Τι πραγματικά είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση; Ποιον ρόλο έχει; Γιατί υπάρχει; Η «ταυτοποίησή» της αποτελεί εδώ και καιρό αντικείμενο ερμηνειών, διχογνωμίας, προσεγγίσεων που ξεκινούν από εντελώς διαφορετικές αφετηρίες. Στις σχετικές επίσημες αυτοσυστάσεις περιγράφεται ως μια «μοναδική εταιρική σχέση μεταξύ 27 ευρωπαϊκών χωρών, γνωστών ως κρατών-μελών ή χωρών της Ε.Ε., που μαζί καλύπτουν το μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου». Όμως τι σημαίνει «μοναδική εταιρική σχέση»; Τι υποδηλώνει αυτή η διατύπωση; Ότι η σχέση είναι αποκλειστικά οικονομική; Ότι ο όρος «Ένωση» συνεπάγεται έναν «συνεταιρισμό» που εξυπηρετεί τις ανάγκες παραγωγής και διάθεσης αγαθών σε μια μεγάλη, κοινή αγορά;
Οχι, δεν είναι αυτό, λένε οι επίσημες «γραφές». Κατά βάση είναι ένα αξιακό σύστημα. Ναι, ακριβώς αυτό… Ενώ κάθε χώρα-μέλος έχει τη δική της κουλτούρα, την Ιστορία της, τη γλώσσα της, τις δικές της παραδόσεις, όλες μοιράζονται τις ίδιες κοινές αξίες. Είναι αυτές με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνονται ως μέλη της Ένωσης. Η υπέρτατη και θεμελιώδης που συνενώνει όλες τις χώρες της Ε.Ε. κάτω από την ίδια σκέπη είναι, βέβαια, η Δημοκρατία. Αυτό σημαίνει ότι μόνο δημοκρατικές χώρες μπορούν να γίνουν, και να είναι, μέλη της. Άλλες αξίες κοινές για όλες τις χώρες-μέλη είναι ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η ελευθερία, η ισότητα, το Κράτος Δικαίου, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των ατόμων που ανήκουν σε μειονοτικές ομάδες.
Οι Συνθήκες της Ε.Ε. περιγράφουν τους κανόνες που καθοδηγούν το έργο και τη λειτουργία της. Τροποποιούνται κατά καιρούς, για παράδειγμα όταν προσχωρούν σ’ αυτή νέες χώρες ή όταν υπάρχουν αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της. Η πιο πρόσφατη είναι η Συνθήκη της Λισαβόνας που υπογράφτηκε το 2007. Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης τέθηκε σε ισχύ με αυτή τη Συνθήκη. Καθορίζει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που απολαμβάνουν όλοι οι άνθρωποι που ζουν στην Ε.Ε. σε προσωπικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Για να αντικατοπτρίζει τα στάνταρ της σύγχρονης κοινωνίας, ο Χάρτης περιλαμβάνει νεότερα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως η προστασία των προσωπικών δεδομένων και οι κανόνες για τη βιοηθική. Περιλαμβάνει, επίσης, ειδικές διατάξεις για τα δικαιώματα των ατόμων κάτω των 18 ετών, διασφαλίζοντας ότι τα δικαιώματα των παιδιών και των εφήβων αποτελούν μέρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τα οποία η Ε.Ε. και τα κράτη-μέλη υποχρεούνται να συμμορφώνονται και να προστατεύουν.
Αβεβαιότητες
Η Ένωση, λοιπόν, αντιπροσωπεύει και εγκολπώνει στον τρόπο λειτουργίας της ένα σύστημα αξιών το οποίο τα κράτη-μέλη της αποδέχονται, τηρούν και προάγουν. Αξίες της Ε.Ε., όπως ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η αλληλεγγύη, το Κράτος Δικαίου, η επικουρικότητα, είναι ζωτικής σημασίας για την ύπαρξή της, αλλά και για την καθοδήγηση της συνεχιζόμενης διαδικασίας διεύρυνσης και ολοκλήρωσης. Δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν ή να επιτραπούν παρεκτροπές από αυτές τις αξιακές αρχές ούτε να γίνουν οποιουδήποτε είδους «εκπτώσεις» στην πιστή τήρησή τους. Μόνο που τα τελευταία χρόνια πολλοί Ευρωπαίοι διαπίστωσαν το αντίθετο: να παραβλέπονται με ευκολία αυτές οι αρχές, να αντιμετωπίζονται με κυνισμό και αδιαφορία, με γνώμονα το μικρό σύμπαν κάθε μέλους. Είδαν την αλληλεγγύη στο Μεταναστευτικό να «επιβάλλεται» με μια συμφωνία υποχρεωτικού καταμερισμού των υποχρεώσεων, όχι καλή τη πίστη και καλή τη θέληση. Έτσι για τους περισσότερους, αν όχι για όλους τους Ευρωπαίους, η Ε.Ε. είναι πρωτίστως ένας οικονομικός «συνεταιρισμός» και τίποτε άλλο. Μια σύμπραξη οικονομικού προσανατολισμού για την εξυπηρέτηση κοινών συμφερόντων στην υπηρεσία του πάγιου στόχου της ανάπτυξης, η οποία, αποκομμένη από την ουσιαστική σημασία της, συνεχίζει να αφορά αριθμούς, κλάσματα, ποσοστά, όχι τους ανθρώπους.
«Πρέπει να θυμόμαστε και να αναζωογονούμε αυτές τις ευρωπαϊκές αξίες περισσότερο από ποτέ σ’ αυτούς τους ταραχώδεις καιρούς που ζούμε και στους οποίους η σχέση με τον διατλαντικό εταίρο, τις ΗΠΑ, είναι υπό πίεση» λένε οι ταγοί του ευρωπαϊκού σχεδίου. Και όχι μόνο λόγω αυτού, αλλά και επειδή οι αρχές του Διεθνούς Δικαίου αγνοούνται κατάφωρα και περισσότεροι άνθρωποι από ποτέ παρασύρονται σήμερα από τον λαϊκισμό. Το μεγάλο ζητούμενο «είναι να βρούμε νέους τρόπους για να λειτουργήσουν αυτές οι αξίες εντός της Ε.Ε., αλλά και στις σχέσεις της με τους άλλους».
Μαζί με το ευχολόγιο έρχονται, βέβαια, και εύλογα ερωτήματα: Θα παραμείνει ο σεβασμός των αξιών της Ε.Ε. ο ακρογωνιαίος λίθος της ή οι βασικές υποχρεώσεις των μελών της θα αγνοούνται όλο και περισσότερο, όλο και πιο συχνά με προσχήματα και δικαιολογίες, προτάσσοντας ιδίως το εθνικό συμφέρον; Αυτή η πρώτη βασική αβεβαιότητα αφορά τον βαθμό στον οποίο η Ε.Ε. θα συνεχίσει να σέβεται τις αξίες που η ίδια θεμελίωσε με τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Και η εν λόγω αβεβαιότητα οδηγεί στην επόμενη, που παραμένει εξίσου σημαντική: Θα υπάρξει μεγαλύτερη ενσωμάτωση όχι μόνο σε επίπεδο διεύρυνσης; Ή το σχέδιο «Ε.Ε.» θα αφεθεί στην τύχη του τελικά; Ποιο θα είναι το εύρος της ολοκλήρωσης; Θα μεταβιβαστούν περισσότερες κρατικές αρμοδιότητες σε επίπεδο Ένωσης ή απλώς περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες θα γίνουν μέλη της;
Η γέννηση του οράματος
Κι αν η Ε.Ε. κατακερματιστεί, οι αρμοδιότητές της θα μεταβιβαστούν σε χαμηλότερα επίπεδα, δηλαδή πίσω στα εθνικά κράτη, σε άλλους διακρατικούς οργανισμούς; Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό; Ειρηνικά, μ’ ένα «βελούδινο» διαζύγιο, ή με μια βίαιη, αιματηρή σύγκρουση;
Εδώ ξαναμπαίνει στη συζήτηση η αφήγηση που ήταν κεντρική σε περασμένες εποχές, εν μέρει και σήμερα, ότι δηλαδή η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι κατά βάση και πρωτίστως ένα μακρόπνοο, υλοποιούμενο σε φάσεις και κύκλους, ειρηνευτικό σχέδιο. Είναι μια θέση θεμελιωμένη στα τεκμήρια των διευθετήσεων της πρώτης περιόδου μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, του πολέμου που άφησε ένα τρομακτικό αποτύπωμα θανάτου και καταστροφής στη Γηραιά Ήπειρο. Μια ήπειρο με μακρά και επαναλαμβανόμενη ιστορία αιματοχυσιών. Μετά από δύο καταστροφικούς Παγκόσμιους Πολέμους στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα (1914-1918, 1939-1945) οι ευρωπαϊκές ελίτ θεώρησαν ότι είχαν υποχρέωση να μην αφήσουν να συμβεί ένας τρίτος. Έκριναν πως δεν θα έπρεπε να επιτρέψουν να αναβιώσει η έχθρα ανάμεσα στις δύο μεγάλες δυνάμεις της ηπειρωτικής Ευρώπης, στη Γαλλία και στη Γερμανία.
Μεταξύ 1945 και 1950 Ευρωπαίοι πολιτικοί, μεταξύ αυτών ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ρομπέρ Σουμάν, ο καγκελάριος Κόνραντ Αντενάουερ, ο Ιταλός πρωθυπουργός Αλσίντε ντε Γκασπιέρι αλλά και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, εγκαινίασαν τη διαδικασία δημιουργίας μιας κοινής οικονομικής οντότητας. Το όραμά τους ήταν να ενώσουν τις ευρωπαϊκές χώρες οικονομικά, ίσως και πολιτικά αργότερα, με στόχο να εξασφαλίσουν τη διαρκή ειρήνη και ευημερία. Έπρεπε, άλλωστε, να δείξουν στον υπόλοιπο κόσμο ότι κάτι κάνουν για να αφήσουν πίσω τους τη θανάσιμη έχθρα του πολέμου, πως βάζουν μια πέτρα στα θεμέλια της συμφιλίωσης. Στις 9 Μαΐου 1950 ο Ρ. Σουμάν πρότεινε τη συγχώνευση της ευρωπαϊκής παραγωγής άνθρακα και χάλυβα. Εκείνη την εποχή αυτές ήταν οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιήθηκαν στον πόλεμο, ο άνθρακας ως ενεργειακός πόρος και ο χάλυβας για όπλα και μηχανές. Με τη συγκέντρωση της παραγωγής τους καμία χώρα δεν θα μπορούσε πια να επανεξοπλιστεί κρυφά ενάντια στις άλλες. Η πρωτοβουλία οδήγησε στη σύσταση το 1952 της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα. Ιδρύθηκε από έξι γειτονικές χώρες, το Βέλγιο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο και την Ολλανδία. Ήταν η οντότητα που έβαλε τα θεμέλια της σημερινής Ε.Ε.
Η ευκαιρία που χάθηκε
Η Ε.Ε. δεν γεννήθηκε μέσα στην κόλαση της ιδεολογικοπολιτικής σύγκρουσης του Ψυχρού Πολέμου, στο μέτωπο της αντιπαράθεσης του «ελεύθερου κόσμου» με το «σιδηρούν παραπέτασμα». Στον πυρήνα του ευρωπαϊκού σχεδίου επικράτησε το νεοφιλελεύθερο εγχείρημα
Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ένα καθοριστικό στοιχείο κατά την «άμωμο σύλληψη» του ευρωπαϊκού οράματος: το γεωπολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο συνέβη. Μόνο περιβάλλον συμφιλίωσης και συνύπαρξης δεν ήταν για τους ευρωπαϊκούς λαούς. Ο πόλεμος είχε τελειώσει, αλλά ένας άλλος, συγκαλυμμένος αλλά εξίσου σκληρός, μαινόταν στο παρασκήνιο με όπλα του την προπαγάνδα, τη δολοπλοκία, την ταπείνωση του αντιπάλου. Και η ειρήνη στη νέα μεταπολεμική Ευρώπη είχε το πρόσωπο μιας νέας διαίρεσης, μιας νέας σύγκρουσης, ιδεολογικής και πολιτικής. Είχε το πρόσωπο του ανταγωνισμού της επικράτησης ενός από τα δύο αντίπαλα συστήματα πολιτικοοικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης. Ο πρόγονος του αξιακού συστήματος που σήμερα ονομάζεται Ε.Ε. δεν γεννήθηκε μέσα σ’ έναν παράδεισο συνεννόησης και συνύπαρξης, ευρωπαϊκής συμφιλίωσης και αδελφοσύνης. Γεννήθηκε μέσα στην κόλαση της ιδεολογικοπολιτικής σύγκρουσης του Ψυχρού Πολέμου, στο μέτωπο της αντιπαράθεσης του «ελεύθερου κόσμου» με το «σιδηρούν παραπέτασμα»...
Κάπου εδώ χάθηκε και η μεγάλη ευκαιρία, λένε οι πολιτικοί διανοούμενοι. Ποια ήταν αυτή; Το ευρωπαϊκό σχέδιο να οδηγήσει σε μια ακλόνητη, καθολική, διαχρονική ειρήνη στην Ευρώπη. Το αποτέλεσμα της αποτυχίας αυτής είναι σήμερα πιο ξεκάθαρο από ποτέ. «Η Ευρώπη σπατάλησε την ευκαιρία της να εξασφαλίσει μια διαχρονική ειρήνη, συνθηκολογώντας με τον καπιταλισμό» γράφει επιγραμματικά στο Jacobin ο Βρετανός σχολιαστής και βιβλιοκριτικός Σάμιουελ ΜακΙλχάγκα.
Μια νεοφιλελεύθερη συνωμοσία
Διότι περισσότερο απ’ όλα στον πυρήνα του ευρωπαϊκού σχεδίου βρίσκεται το νεοφιλελεύθερο εγχείρημα. Συμφωνεί με αυτό και η Wall Street Journal: «Όσοι λένε ότι η Ε.Ε. είναι μια νεοφιλελεύθερη συνωμοσία έχουν, φυσικά, σε μεγάλο βαθμό δίκιο. Κάθε ενιαία αγορά που επιτρέπει την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και ανθρώπων από τη φύση της δημιουργεί ανταγωνισμό, φέρνοντας αντιμέτωπες χώρα με χώρα, περιφέρεια με περιφέρεια, πόλη με πόλη, σε μια κούρσα για την προσέλκυση επενδύσεων και παραγωγικού ανθρώπινου κεφαλαίου. Οι ανταμοιβές ρέουν σε εκείνους που προσφέρουν το καλύτερο επιχειρηματικό περιβάλλον, υποδομές υψηλής ποιότητας και τον σωστό συνδυασμό δεξιοτήτων. Εκείνοι που το κάνουν λάθος αντιμετωπίζουν στασιμότητα και παρακμή»...
Για ορισμένους μελετητές του ευρωπαϊκού σχεδίου οι απαρχές της νεοφιλελευθεροποίησης της ευρωπαϊκής οικονομίας και της Ε.Ε. ανάγονται στη Συνθήκη της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης (Single European Act), που υπογράφτηκε τον Φεβρουάριο του 1986 στο Λουξεμβούργο και στη Χάγη και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 1987 από την Κομισιόν του Ντελόρ. Θεωρείται το πρώτο βήμα προς τη διαδικασία εδραίωσης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Ήταν η πρώτη μεγάλη μεταρρύθμιση μετά τη Συνθήκη Συγχώνευσης του 1965 (την ενοποίηση των τριών υφιστάμενων τότε Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Άνθρακα και Χάλυβα, Οικονομικής Κοινότητας και Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας). Αντιπροσώπευε το πρώτο βήμα προς μια νέα ευρωπαϊκή πολιτική τάξη. Η Πράξη συνέβαλε καθοριστικά στην υλοποίηση του προγράμματος της ενιαίας αγοράς, τροποποιώντας τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων ώστε η πλειοψηφία να καθορίζει τα βασικά ζητήματα λειτουργίας της.
Οικονομικός μονόδρομος
Η ενίσχυση της ενιαίας αγοράς και η εναρμόνιση των κανόνων της επέβαλαν τελικά στις εθνικές οικονομίες μια λογική μονόδρομου. Η οικονομική «ενσωμάτωση μέσω της νομοθεσίας» την οποία προώθησε η Ευρωπαϊκή Πράξη ήταν σαφώς αντίθετη στην εδραίωση μιας ευρωπαϊκής οικονομίας της κοινωνικής αγοράς, επισημαίνει το 2009 σε μια μελέτη του ο Φριτς Σαρπφ του Τμήματος Κοινωνικών Ερευνών του Ινστιτούτου «Μαξ Πλανκ» στην Κολωνία. Η δημιουργία αυτής της ενιαίας αγοράς μέσω της αποκαλούμενης «αρνητικής ολοκλήρωσης» δεν είναι συμβατή με την ιστορία πολιτικής οικονομίας των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών.
Ο Φίλιπ Θερ, ιστορικός, γεννημένος στη Γερμανία, καθηγητής Ιστορίας της Κεντρικής Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης και ιδρυτικός διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου για την Ιστορία των Μετασχηματισμών, σ’ ένα βιβλίο που εξέδωσε πέρυσι με τίτλο «Πώς η Δύση έχασε την ειρήνη: Ο μεγάλος μετασχηματισμός μετά τον Ψυχρό Πόλεμο» γράφει χαρακτηριστικά ότι το ιδανικό της ευρωπαϊκής ειρήνης υπονομεύτηκε από τις διαδικασίες του αρπακτικού καπιταλισμού, των ξένων παρεμβάσεων και των άνισων επενδύσεων και ανάπτυξης στην Ανατολική Ευρώπη. Η προτεραιότητα στον νεοφιλελευθερισμό σε συνδυασμό με τον «θριαμβευτισμό» του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου οδήγησαν σε πολλές χαμένες ευκαιρίες για την ενσωμάτωση της Ρωσίας μαζί με την Ανατολική Ευρώπη σ’ ένα ευρύτερο σύνολο πανευρωπαϊκών συμμαχιών κατά τη δεκαετία του 1990.
Η νεοφιλελεύθερη επιδίωξη της απορρύθμισης, των ιδιωτικοποιήσεων, των ελεύθερων αγορών αποσταθεροποίησε σταδιακά την Αμερική, τη Ρωσία, την Ιταλία, τη Γερμανία, την Πολωνία, τον μετασοβιετικό κόσμο. Η επιβολή της νεοφιλελεύθερης «ειρήνης» στην Ευρώπη δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη λαϊκιστική εξέγερση των ημερών μας, τον «αντιφιλελευθερισμό», εν ολίγοις την πολιτική πλατφόρμα που γίνεται δημοφιλής και αρχίζει να εδραιώνεται στην Ε.Ε. Ένα από τα συμπεράσματα του Θερ ακούγεται σίγουρα «ενοχλητικό» και άβολο: Η ανάδυση της Ακροδεξιάς και η γεωπολιτική αστάθεια που οδήγησε στον πόλεμο στην Ουκρανία έχουν τις ρίζες τους στην αναδιοργάνωση των οικονομιών της Ευρώπης μετά την ήττα των σοσιαλιστικών δυνάμεων και την άνοδο της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας.