Πριν από δύο μήνες, όταν, στον πυρετό μιας φρενήρους εκστρατείας επανεκλογής, ο Ερντογάν κατηγορούσε ανοιχτά τις δυτικές χώρες -συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών- ότι τα έχουν κάνει πλακάκια με την αντιπολίτευση για να τον ρίξουν απ’ την εξουσία, η πορεία των σχέσεων της Τουρκίας με τους διατλαντικούς συμμάχους της έδειχνε να βρίσκεται σε… τροχιά διαφυγής. Όλοι πίστευαν πως αυτή τη φορά θα συνέβαινε το μοιραίο...
Μόλις ο Ερντογάν κέρδισε τις εκλογές και το τουρκικό Κοινοβούλιο έγινε σαφώς πιο εθνικιστικό, εντάθηκαν οι φόβοι στις δυτικές πρωτεύουσες ότι μια πιο συντηρητική Τουρκία θα απομακρυνόταν ακόμη περισσότερο από τη Δύση και το ΝΑΤΟ.
Ωστόσο, οι πρώτες ενδείξεις ότι δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο και ότι ο πραγματισμός του «σουλτάνου» θα άλλαζε για άλλη μια φορά τα δεδομένα διαφάνηκαν με την επιλογή των μελών του νέου υπουργικού συμβουλίου, το οποίο σε γενικές γραμμές ανέδειξε αρκετές φιλοδυτικές φωνές -συμπεριλαμβανομένου του ευρέως σεβαστού Μεχμέτ Σιμσέκ που επέστρεψε στο υπουργείο Οικονομικών-, ενώ παραγκωνίστηκαν φανερά οι πιο ένθερμοι δυτικο-σκεπτικιστές της ισλαμο-Δεξιάς.
Αναλυτές προσκείμενοι στην τουρκική κυβέρνηση έσπευσαν να υποστηρίξουν ότι οι τελευταίες κινήσεις της Άγκυρας δεν αποτελούν τόσο «συστροφή» προς τη Δύση όσο μια επιχείρηση «εξισορρόπησης» και «διόρθωσης» των προβληματικών σχέσεων μαζί της, πάντα στα χνάρια της «αυτόνομης» πορείας που έχει χαράξει και ακολουθεί η Τουρκία στα χρόνια του Ερντογάν. Απ' την άλλη, υπήρξαν πολλές εικασίες ότι ο ξαφνικός έρωτας για τη Δύση, τουλάχιστον ώς ένα σημείο, ήταν αποτέλεσμα της αίσθησης μιας αποδυναμωμένης Ρωσίας, μετά την ανταρσία του Πριγκόζιν και της Wagner, τον Ιούνιο. Η εικόνα του Πούτιν ως αδιαμφισβήτητου άρχοντα του Κρεμλίνου φαίνεται να κλονίστηκε στην Άγκυρα.
Αδυναμίες
Σαφώς, ένας πιο αδύναμος Πούτιν «υποβαθμίζει» τη Μόσχα σε λιγότερο αξιόπιστο εταίρο για την Τουρκία. Η φιλία Πούτιν - Ερντογάν, πέρα από τον δεδομένο συγκυριακό και ωφελιμιστικό χαρακτήρα της, στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στην προσωπική χημεία, ιδιαίτερα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 κατά του «σουλτάνου».
Τώρα ο Ερντογάν βλέπει ως αδυναμία τη «συμβιβαστική» αντιμετώπιση της εξέγερσης του Πριγκόζιν από τον αρχηγό του Κρεμλίνου, αντίθετα μ’ εκείνον που κατέστειλε με σιδηρά πυγμή το πραξικόπημα εναντίον του. Αυτή η κλονισμένη εικόνα του Πούτιν μάλλον έχει επηρεάσει και τη στάση του ή ίσως και τις προσδοκίες του για τη Ρωσία. Τούρκοι αναλυτές είναι βέβαιοι πως η εξέγερση της Wagner έχει αλλάξει την αντίληψη της Άγκυρας για τον Πούτιν ως ηγέτη που ελέγχει πλήρως τις πολιτικές και στρατιωτικές ελίτ στη χώρα του.
«Ενώ οι βαθιές οικονομικές σχέσεις Τουρκίας και Ρωσίας είναι απίθανο να διακοπούν ή να περιοριστούν, η ιδέα, ή η ψευδαίσθηση, ότι η Ρωσία μπορεί να αποτελεί την εναλλακτική λύση στη Δύση υπό οποιαδήποτε στρατηγική έννοια αρχίζει να ξεφτίζει», υπογραμμίζει ο Γκράντι Ουίλσον, βοηθός διευθυντής της δεξαμενής σκέψης Atlantic Council.
Ετσι, για άλλη μια φορά, ο Ερντογάν αλλάζει ρότα. Και για να γίνει πιο «πιστευτός» είπε το «ναι» στην ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ στη σύνοδο κορυφής του Βίλνιους, τον περασμένο μήνα. Οι απόψεις διίστανται για το ποιος ήταν ο «νικητής» σ΄ αυτό το εκτυλισσόμενο επί μήνες μπρα ντε φερ, με τους Αμερικανούς να «καίγονται» να επεκτείνουν εκ νέου την «επικράτεια» του ΝΑΤΟ και τον «σουλτάνο» να κάνει παζάρια ζητώντας ακόμη και την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. ως αντάλλαγμα.
Ηταν, λοιπόν, ο Ερντογάν που πήρε ό,τι ήθελε και κυρίως να σταματήσει αυτό που η Άγκυρα θεωρεί «ανοχή» της Σουηδίας στην πολιτική δράση του PKK; Ή ήταν ο Μπάιντεν και η στρατηγική πολιορκίας των κάθε είδους αντιρρησιών συμμάχων από τον αμερικανικό διπλωματικό κλοιό; Στην Ουάσιγκτον, ένα μέρος του διπλωματικού κατεστημένου βλέπει στα αποτελέσματα της συνόδου του Βίλνιους και στην ερντογανική αναδίπλωση μια «μεγάλη νίκη» του Μπάιντεν, ενώ αποδίδουν τα εύσημα και στον γενικό γραμματέα της Συμμαχίας Γενς Στόλτενμπεργκ. Και οι δύο, λένε, εργάστηκαν πολύ σκληρά στο παρασκήνιο για να καταστεί δυνατή η συμφωνία.
Η αλήθεια μάλλον βρίσκεται κάπου στη μέση. Ύστερα από ένα τηλεφώνημα του Μπάιντεν κι έναν πυρετώδη κύκλο διαβουλεύσεων ανάμεσα στον αρχηγό της αμερικανικής διπλωματίας Άντονι Μπλίνκεν και τον εκ δεξιών, σύμβουλο του Αμερικανού Προέδρου Τζέικ Σάλιβαν με τους Τούρκους ομολόγους τους, ήρθε το τουρκικό «ναι» και μετά το πολυπόθητο αμερικανικό… «γλυκό»: Η διαβεβαίωση ότι θα δοθούν τα F-16 στην Άγκυρα, ουσιαστικά το «υποκατάστατο» που προσφέρθηκε στην Τουρκία μετά την εκδίωξή της από το πρόγραμμα ανάπτυξης και παραγωγής του μαχητικού τελευταίας γενιάς F-35. Ήταν η τιμωρία της Ουάσιγκτον για την επιμονή του Ερντογάν να πάρει τους S400 από τη Μόσχα αψηφώντας την αμερικανική οργή.
Win-win
Βέβαια, ο «σουλτάνος» γνώριζε ότι το Βίλνιους ήταν η στιγμή που μπορούσε να αποσπάσει τις μέγιστες παραχωρήσεις από τη Δύση. Έκανε μια δύσκολη συμφωνία έχοντας υπόψιν του τις συνέπειες που θα είχε για τον ίδιο και την Τουρκία ένα ενδεχόμενο αδιέξοδο. Aλλά και ο Μπάιντεν δεν είχε άλλη επιλογή από το να κάμψει με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο τις τουρκικές αντιρρήσεις. «Ο σκληρός γεωπολιτικός ανταγωνισμός κόντρα στη Κίνα και τη Ρωσία δεν δίνει στην Ουάσιγκτον την πολυτέλεια να διατηρεί την πολιτική της κοινωνικής αποστασιοποίησης απέναντι στον Ερντογάν, παρά το απαίσιο ιστορικό του σε ό,τι έχει να κάνει με τη δημοκρατία», γράφει χαρακτηριστικά η Washington Post.
Σε μια συνέντευξή του πριν από τη σύνοδο κορυφής, ο Μπάιντεν είχε κάνει μνεία και στην ενίσχυση της (αμερικανικής) στρατιωτικής «υποστήριξης» τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας ταυτόχρονα, ως ενός τρόπου να περάσει από το Κογκρέσο η συμφωνία για τα F-16. Αυτό παραπέμπει -γράφει ο Ουίλσον- στο πώς οι Ηνωμένες Πολιτείες εξισορρόπησαν ιστορικά τους δύο βασικούς συμμάχους τους στη Νοτιοανατολική Ευρώπη μέσω της χορήγησης στρατιωτικής βοήθειας και προς τους δύο, απ’ την εποχή ακόμη του «δόγματος Τρούμαν». Η κυβέρνηση Μπάιντεν «προβάλλει» τώρα την «αναθέρμανση» των σχέσεων της Αθήνας με την Άγκυρα μετά τον καταστροφικό σεισμό του Φεβρουαρίου ως ένδειξη «εξομάλυνσης» της κατάστασης στην Αν. Μεσόγειο προκειμένου να στρώσει το έδαφος για την προμήθεια των F-16. Αυτοί οι παράγοντες μπορεί να διαδραματίσουν ρόλο στην υπέρβαση των ανησυχιών των ισχυρών μελών του Κογκρέσου, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας Ρόμπερτ Μενέντεζ, ο οποίος επιβεβαίωσε ότι βρίσκεται σε συνομιλίες με την κυβέρνηση για το ξεμπλοκάρισμα της υπόθεσης των τουρκικών F-16.
«Αν η κυβέρνηση Μπάιντεν κατορθώσει να βρει έναν τρόπο να διασφαλίσει ότι θα σταματήσει η επιθετικότητα της Τουρκίας έναντι των γειτόνων της, που βρίσκεται σε παύση τους τελευταίους μήνες, αυτό είναι υπέροχο, αλλά πρέπει να υπάρχει μια μόνιμη πραγματικότητα», διαμήνυσε ο γερουσιαστής.
Για άλλους αναλυτές, όπως η Ασλί Αϊντιντασμπάς που γράφει στην Washington Post, τα F-16 μπορεί να μην έρθουν αμέσως ή να έρθουν αργότερα, αυτό που έχει σημασία είναι ότι μια γενικότερη «επαναφορά» της Τουρκίας στη δυτική τροχιά μπορεί να δρομολογηθεί αν τόσο η Τουρκία όσο και η Δύση παίξουν σωστά τα χαρτιά τους. Ο Ριτς Ουτζέν ανώτερος συνεργάτης στο Atlantic Council, λέει, με τη σειρά του, στο CNN ότι η συμφωνία για τα F-16 είναι ένα «μεγάλο κέρδος» για την Τουρκία. «Υπό μια ευρύτερη έννοια, ο αδικαιολόγητος πόλεμος της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας υπενθύμισε στη Δύση τη σημασία της γεωγραφίας, της απόλυτης στρατιωτικής ισχύος και των δεσμεύσεων της Συμμαχίας - και συνεπώς την αξία της Τουρκία», λέει ο Τούρκος αναλυτής. Δεν υπήρχε αμφιβολία, κατά τον ίδιο, ότι η Τουρκία θα αποδεχόταν την ένταξη της Σουηδίας στη Συμμαχία.
Κίνηση στρατηγικής ή τακτικής
Αν και τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ στην Άγκυρα σερβίρισαν το τουρκικό «ναι» στη σουηδική ένταξη ως «νίκη» του Ερντογάν, οι επαΐοντες επισημαίνουν ότι επ' ουδενί δεν μπορεί να εκληφθεί ως τέτοια, μιας και, τουλάχιστον στο ζήτημα των ευρωπαϊκών φιλοδοξιών της Άγκυρας, η Σουηδία είναι εδώ και καιρό ένα από τα μέλη της Ε.Ε. που διατηρούν την πιο ευνοϊκή στάση. Ο Οζγκούρ Ουνλουχισαρτσικλί, διευθυντής του German Marshall Fund στην Άγκυρα, λέει στην D, ότι η κίνηση του Ερντογάν μπορεί να θεωρηθεί ως ένα σημαντικό μήνυμα προς τη Δύση.
«Νομίζω ότι μετά τις εκλογές, ο Ερντογάν επιδιώκει πιο θετικές σχέσεις με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη και θέλει να γίνει αποδεκτός από αυτές. Ζητάει, για παράδειγμα, το άνοιγμα του δρόμου προς την Ε.Ε., αν και γνωρίζει πως τίποτα δεν θα συμβεί προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό που θέλει να πει στους άλλους είναι “μην με αποκλείετε”».
Φυσικά, όλοι γνωρίζουν, τόσο στις Βρυξέλλες όσο και στην Άγκυρα, ότι ο δρόμος προς την ένταξη θα παραμείνει για πολύ καιρό ακόμη κλειστός, τουλάχιστον όσο ο Σελαχεντίν Ντεμιρτάς ή ο Οσμάν Καβαλά παραμένουν έγκλειστοι στις φυλακές, ο πρώτος από το 2016, ο δεύτερος από το 2017. Εάν δεν υπάρξει πρόοδος στην υπόθεση του Καβαλά, την απελευθέρωση του οποίου έχει ζητήσει επανειλημμένα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το Συμβούλιο της Ευρώπης θα ξεκινήσει διαβουλεύσεις για την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία το φθινόπωρο. Επομένως, η Άγκυρα χρειάζεται να κάνει πολύ περισσότερα για τη διαδικασία ένταξης στην Ε.Ε. από το να εγκρίνει την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, σχολιάζει δηκτικά η DW.
Μια άλλη θεωρία για την επιχειρούμενη τουρκική επαναπροσέγγιση με τη Δύση είναι ότι με τους ρυθμούς - ρεκόρ ανόδου του πληθωρισμού και με τη ραγδαία υποτίμηση της λίρας, ο Ερντογάν αλλάζει την πολιτική της ισορροπίας μεταξύ Ρωσίας και Δύσης προς όφελος της Δύσης κυρίως για οικονομικούς λόγους. Φυσικά, υπό μια πιο φιλοδυτική στάση, η Άγκυρα θα μπορούσε να επιτύχει οικονομικά οφέλη εκσυγχρονίζοντας και διευρύνοντας την τελωνειακή ένωσή της με την Ε.Ε.. Αυτός ο εκσυγχρονισμός θα μπορούσε να συμπεριλάβει γεωργικά προϊόντα, υπηρεσίες και κρατικές προμήθειες εκτός από τα βιομηχανικά προϊόντα. Οι τουρκικές επιχειρήσεις θα είχαν εξάλλου τη δυνατότητα να προστατεύσουν τις δραστηριότητές τους υπό την ομπρέλα των περίπλοκων εμπορικών συμφωνιών της Ε.Ε. με τρίτες χώρες.
«Υποστηρίζοντας την προσπάθεια της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, η Άγκυρα σηματοδοτεί μια επαναρρύθμιση των δεσμών της με τη Δύση, οι οποίοι βιώνουν ένταση εδώ και λίγο καιρό», λέει στο CNN ο Μεχμέτ Τσελίκ, αρχισυντάκτης της φιλοκυβερνητικής εφημερίδας Daily Sabah. «Κατά κάποιο τρόπο, είναι μια κίνηση εξισορρόπησης της θέσης της Τουρκίας μεταξύ Δύσης και Ρωσίας», συμπληρώνει.
Δεν υπάρχει, πάντως, αμφιβολία ότι η ωφελιμιστική οπτική της Άγκυρας παραμένει η αδιατάρακτη σταθερά. Τουρκία και Ρωσία διαφωνούν σε πολλά, αλλά εκεί όπου τα συμφέροντά τους ευθυγραμμίζονται, παραμένουν φίλοι και εταίροι. «Η Δύση δεν έχει αυτή τη σχέση με την Τουρκία που νομίζω ότι είναι μια χαμένη ευκαιρία», λέει ο Τσελίκ. «Η Τουρκία είναι πιο κοντά στον δυτικό άξονα αλλά η Δύση δεν θέλει να δεχτεί μια ισότιμη εταιρική σχέση μαζί της, κάτι που κάνει την Άγκυρα να σηκώσει τον πήχη για να προστατεύσει τα συμφέροντά της», προσθέτει ο Τούρκος δημοσιογράφος.
Από την επανεκλογή του Ερντογάν για άλλα πέντε χρόνια, τον Μάιο, μέχρι σήμερα, η αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο η Τουρκία «επανατοποθετεί» εαυτήν στη διεθνή σκακιέρα και επιχειρεί να οδηγήσει τις σχέσεις της με τη Δύση σε πιο ήρεμα νερά είναι ορατή και αξιοπρόσεκτη. Ως εκ τούτου, γίνεται πιο ανοιχτά «φιλοουκρανική» και πιο αποστασιοποιημένη από τις επιλογές του Πούτιν. Και, όπως επισημαίνει ο Σινάν Ουλτζέν, πρώην διπλωμάτης και σήμερα πρόεδρος της δεξαμενής σκέψης EDAM της Κωνσταντινούπολης, αισθάνεται τώρα πιο σίγουρη και ότι έχει μεγαλύτερο χώρο στη διάθεσή της για ελιγμούς. «Η Ρωσία είναι απομονωμένη και χρειάζεται την Τουρκία ως τη μόνη χώρα του ΝΑΤΟ που δεν έχει εφαρμόσει κυρώσεις εναντίον της», εκτιμά ο διπλωμάτης. Όμως, αυτός ο συλλογισμός και αυτή η άποψη των πραγμάτων μπορεί εντέλει να είναι περισσότερο ενδεικτική τού πραγματιστικού στυλ του Ερντογάν παρά μια πραγματική αλλαγή πολιτικής εκ μέρους του, υπογραμμίζουν οι αναλυτές. Κι εδώ είναι που οι ηγέτες της Δύσης θα πρέπει να επιστρατεύσουν όλες τις… μαντικές ικανότητές τους.