«Ενα επιχείρημα μου ήλθε στο μυαλό ακούγοντας τα ασταμάτητα ρεπορτάζ για το υποβρύχιο που εξαφανίστηκε και τις έρευνες, καθ’ όλα νόμιμες, για τη διάσωση των επιβατών του. Κλείνουμε τα μάτια και αφήνουμε να πεθάνουν μπροστά στα μάτια μας εκατοντάδες φτωχοδιάβολοι που δεν έχουν άλλη λύση ελπίδας για επιβίωση από το να “φύγουν”. Και κινούμε γη και ουρανό για να βρούμε τους δισεκατομμυριούχους, λευκούς βεβαίως. Παράξενος κόσμος». Τα λόγια ανήκουν στον Μαροκινό συγγραφέα, ζωγράφο και γλύπτη Mahi Binebine, που μίλησε στη ΑΥΓΗ της Κυριακής με αφορμή το βιβλίο του «Χαρράγκα: Αυτοί που καίνε τα χαρτιά τους» (εκδόσεις Άγρα, μετάφραση Έλγα Καββαδία) που έγραψε το 1999. Ένα «προφητικό» βιβλίο που μιλούσε για τα προσφυγικά, μεταναστευτικά δράματα που έρχονταν.
Ποια ήταν τα συναισθήματά σας όταν ακούσατε την τραγική είδηση του ναυαγίου στα ανοιχτά της Πελοποννήσου;
Σοκ και αγανάκτηση, όπως κάθε κανονικός άνθρωπος. Και ντροπή επίσης για τους ομοίους μου που άφησαν να γίνει μία τέτοια τραγωδία, που μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Η εικόνα του μικρού από τη Συρία που ξεβράστηκε σε μια παραλία είχε συγκινήσει όλο τον πλανήτη, τη θυμάστε, ναι; Αϊλάν λεγόταν. Δεν ζήτησε κάτι. Δεν ξέρουμε την ιστορία της οικογένειάς του, από τι προσπαθούσε να σωθεί, από τον πόλεμο, τα βασανιστήρια, την πείνα ή ακόμη και τον θάνατο. Λίγη σημασία έχει, με βαριά καρδιά κοιτούσαμε αδύναμοι έναν άγγελο να κοιμάται στην άμμο μιας όμορφης παραλίας. Αϊλάν υπήρχαν εκατοντάδες στα αμπάρια του αλιευτικού που έφυγε από το Τομπρούκ λίγες μέρες πριν τη νύχτα της 13ης προς 14ης Ιουνίου. Μαζί με τις μητέρες τους. Ίσως να τους κρατούσαν αγκαλιά την ώρα που πνίγονταν. Μέσα στη σιωπή. Το νερό στα πνευμόνια τους εμπόδισε το κλάμα τους. Οι τρεις μέρες εθνικού πένθους που κήρυξε η ελληνική κυβέρνηση δεν θα σβήσουν το χειρότερο ναυάγιο, παραλίγο να γράψω τη χειρότερη δολοφονία, στην Ιστορία της Μεσογείου.
Σε ποιον βαθμό πιστεύετε ότι το μυθιστόρημα, η Τέχνη μπορούν να συμβάλουν στην κατανόηση των κινήτρων των ζωών αυτών των ανθρώπων που αναζητούν νέα ζωή, ρισκάροντας ακόμη και τη ζωή τους; Ποια η βαρύτητα ενός έργου τέχνης κόντρα στον ρατσιστικό και ξενοφοβικό λόγο μιας Ακροδεξιάς, που πλέον έχει κανονικοποιηθεί σε πολλές χώρες στην Ευρώπη;
Γράφοντας το βιβλίο πριν 25 χρόνια, έβλεπα να έρχεται ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του αιώνα. Μιλούσαμε τότε για στατιστικές αντί να μιλάμε για ανθρώπους. Τόσοι νεκροί εκεί, τόσοι τραυματίες εδώ. Οι άνθρωποι είχαν μετατραπεί σε αριθμούς. Ο στόχος του μυθιστορήματος ήταν να εξηγήσω ότι αυτός ο παράτυπος μετανάστης έχει μια ταυτότητα, ένα όνομα, μια οικογένεια, φίλους, έρωτες, εχθρούς... Γελά και κλαίει όπως εσείς κι εγώ. Ονειρεύεται, επίσης, ένα «αλλού», μια ζωή πιο επιεική. Όσο έγραφα, πέρασα αρκετό καιρό στην Ταγγέρη. Οι σοροί των μεταναστών μαζεύονταν μαζικά. Μια μέρα η θάλασσα είχε ξεβράσει τη σορό ενός μαύρου στην πλαζ του Cap Spartel. Είχε χάσει ένα παπούτσι και τα ψάρια είχαν αρχίσει να ροκανίζουν τα δάχτυλά του. Από το μάτι του έβγαινε ένα μικρό καβούρι. Μου είπαν ότι ένας τουρίστας, αναστατωμένος από το θέαμα, έκανε την εξής σκέψη: «Ακόμη και το καβούρι δεν θέλει αυτόν τον νέγρο!». Να πού βρισκόμαστε. Η Ακροδεξιά δεν έχει το μονοπώλιο του μίσους. Ακούω δημοκράτες να μας εξηγούν ότι είναι έτοιμοι να υποδεχθούν 5 εκατομμύρια Ουκρανούς γιατί είναι λευκοί και οδηγούν αυτοκίνητα, και όχι μερικές χιλιάδες που καταλήγουν πνιγμένοι στη Μεσόγειο με τις ευλογίες της Frontex. Αυτή η εθνικοποίηση της υποδοχής είναι αφόρητη. Και αποτρόπαια.
Η Μεσόγειος έχει μετατραπεί σε νεκροταφείο προσφύγων. Ποιος φταίει; Η Ε.Ε. με τα δύο μέτρα και τα δύο σταθμά της; Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες που πλέον αποδέχονται τον ρατσιστικό λόγο της Ακροδεξιάς; Στο ότι χώρες, όπως η Τουρκία, η Λιβύη, εργαλειοποιούν τους πρόσφυγες για τα δικά τους συμφέροντα; Όλα αυτά;
Ολα αυτά μαζί και ακόμη περισσότερα. Χωρίς να μιλήσουμε για τις προηγούμενες ευθύνες, τους πολέμους για το πετρέλαιο και τον ορυκτό πλούτο, τις αποσταθεροποιημένες χώρες που γίνονται θρύψαλα, τη στήριξη των δικτατόρων, τις λεηλασίες... Ο κατάλογος είναι μακρύς. Υπάρχει, βεβαίως, υποκρισία των δυτικών κυβερνήσεων απέναντι στην παράτυπη μετανάστευση. Οι πληθυσμοί τους γερνάνε. Οι Γερμανοί το κατάλαβαν όταν υποδέχονταν τους Σύριους. Οι δυτικές κυβερνήσεις έχουν ζωτική ανάγκη φθηνών εργατικών χεριών, υπάκουων και συχνά χωρίς κοινωνική ασφάλιση στα χωράφια, όπως στον Νότο της Ισπανίας, στις οικοδομές και στα εστιατόρια. Αλλά αυτό δεν συμφέρει από εκλογική σκοπιά, κι έτσι χρησιμοποιούν διπλή γλώσσα, τέτοιας βιαιότητας που ορισμένοι θεωρούν ότι μπορούν να φτάσουν ακόμη και στο χειρότερο.
Τούτων δοθέντων, κάποιος που πεινάει, που είναι καταπιεσμένος ή απλώς δεν ονειρεύεται στην πατρίδα του θα πάει αλλού. Γιατί οι άνθρωποι είναι σαν τα πουλιά. Πάνε εκεί όπου μπορούν να αναπνεύσουν καθαρό αέρα. Έτσι, μια αίσθηση εγκλεισμού καταπιέζει τους νέους μας από τότε που δημιουργήθηκε ο χώρος Σένγκεν και μειώθηκαν δραστικά οι βίζες. Αυτό δημιουργεί τρελή επιθυμία φυγής. Η φυγή για τη φυγή. Η φυγή για τη μη παραμονή. Γνωρίζουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει συρματόπλεγμα γύρω από την Ευρώπη. Και θα υπάρχουν πάντα μαφίες, τέλεια οργανωμένες και στις δύο πλευρές των συνόρων, έτοιμες να τους πιουν το αίμα. Η ευρωπαϊκή πολιτική για τη μετανάστευση δεν είναι μόνο αναποτελεσματική αλλά και φονική. Όμως αυτός ο αγώνας δεν μπορεί να γίνεται στα σύνορα, αλλά στις χώρες και στις σκέψεις των παράτυπων μεταναστών. Πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο της συνεργασίας Βορρά-Νότου, στη βάση ενός ισορροπημένου διαλόγου και όχι ενός μονολόγου του Βορρά. Χρειάζεται μια πολιτική και όχι αστυνομία μετανάστευσης. Ο Νότος δεν μπορεί να γίνει επαίτης.