Την μπάντα Ψύλλοι στ’ Άχυρα αποτελούν ο τραγουδιστής και κιθαρίστας Ηρακλής Δαΐτσης, ο κιθαρίστας Νίκος Βρύζας, που κάνει και φωνητικά, ο μπασίστας Χάρης Κατόπης, που επίσης κάνει φωνητικά, και ο ντράμερ Σάκης Δρακούλης, με τελευταία προσθήκη τον τρομπετίστα Γιώργο Λάλο. Κυκλοφόρησαν το ομότιτλο πρώτο album τους το 2018, που προκάλεσε αμέσως μεγάλη αίσθηση και τους καθιέρωσε ως ένα από τα καλύτερα και πλέον υποσχόμενα νέα συγκροτήματα του ελληνικού ροκ. Το δεύτερο album τους «Εφτά μέρες ντροπής», που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες -όπως και το πρώτο, από την έγκριτη ελληνική ανεξάρτητη εταιρεία Puzzlemusik- ψηφιακά και σε CD, είναι σαφώς ωριμότερο από το πρώτο και πολύ πιο ανήσυχο μουσικά. Σε τέτοιον βαθμό, που μια συζήτηση με τον ερμηνευτή και δημιουργό των τραγουδιών τους Ηρακλή Δαΐτση να μην είναι απλώς ενδιαφέρουσα, αλλά ακόμα και επιβεβλημένη.
Γιατί επτά και όχι έξι ή οκτώ ημέρες ντροπής;
Για κάθε ημέρα της εβδομάδας και μια ιστορία. Ανακαλύψαμε ή μάλλον δημιουργήσαμε και μια όγδοη και φύγαμε. Το αφήγημα μπορεί να το ανακαλύψεις και ακούγοντας το album.
Από τη στιγμή που τα περισσότερα τραγούδια ήταν έτοιμα στο EP του ’22, γιατί δεν περιμένατε ίσως λίγο ακόμα για να κυκλοφορήσετε το album τότε, αλλά το κάνετε τώρα, δύο χρόνια μετά;
Δεν ήταν τα περισσότερα έτοιμα. Ήταν τα μισά. Ήμασταν στα μέσα της διαδρομής ενός ταξιδιού και είπαμε να επικοινωνήσουμε με τους ανθρώπους που μας ακούν τότε.
Αλλαξαν καθόλου οι βασικές μουσικές αναφορές, και όχι απλώς επιρροές, ανάμεσα στους δύο δίσκους και, αν ναι, πόσο και προς ποια κατεύθυνση;
Αλλάξαμε εμείς, αλλάξανε και αυτές. Νομίζω ψάχνουμε με μια πιο alternative διάθεση, συλλέγοντας τόσο από πιο δυνατούς όσο και από πιο ατμοσφαιρικούς ήχους.
Στον πρώτο δίσκο σας η τρομπέτα ήταν κατά κάποιον τρόπο συμπληρωματική. Τι σας έκανε να την εντάξετε μόνιμα στον ήχο σας με ένα νέο μέλος; Και γιατί αυτήν και όχι κάποιο άλλο όργανο; Τι σας ελκύει τόσο πολύ στον ήχο και στη χροιά της;
Τον σκεφτόμασταν από τον πρώτο δίσκο τον ρόλο της τρομπέτας. Είχαμε ανέκαθεν ένα σκάλωμα με μπάντες (Budos Band, The Ex κ.ά.) που είχαν σκληρούς ή ρυθμικούς ήχους με χάλκινα και θέλαμε να δούμε αν και πώς θα λειτουργούσε με έναν δικό μας τρόπο.
Δεν θα ήταν πιο λογικό, ίσως και αναμενόμενο, το «Ξέρω τι έκανες εκείνο τον Δεκέμβρη» να ήταν στον πρώτο δίσκο και όχι στον δεύτερο;
Η γενιά μας είναι η γενιά του Δεκέμβρη. Οι σημερινοί τριανταπεντάρηδες. Σε αυτούς και αυτές μιλάμε. Τώρα φαίνεται να ήταν η σωστή στιγμή, αφού τώρα ήρθε.
Η πανδημία και η καραντίνα επηρέασαν καθόλου τη στιχουργική θεματολογία, ίσως και το μουσικό κλίμα του δίσκου;
Ε, δεν θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς. Τους στίχους από τα «Ντροπή», «Τα περιστέρια στην οδό Μοναστηρίου» και «Πράσινος ουρανός» τους έγραψα σε διάφορες καταστάσεις της καραντίνας. Αλλά και όταν βρεθήκαμε ξανά όλοι μαζί προκειμένου να δούμε πού βρισκόμαστε, αισθανθήκαμε τη δύναμη του εγκλεισμού πάνω μας.
Τι έχετε να πείτε για το ότι η κυκλοφορία του τραγουδιού «Τα περιστέρια στην οδό Μοναστηρίου» συνέπεσε με την επίθεση εναντίον των δύο τρανς ανθρώπων; Πιστεύετε ότι η Θεσσαλονίκη έχει γίνει πιο σεξιστική, ρατσιστική, φασιστική τελικά πόλη από όσο ήταν παλαιότερα και σε ποιους παράγοντες το αποδίδετε αυτό;
Η Θεσσαλονίκη ήταν και είναι σκοτεινή. Χρόνια τώρα τρέφεται με σκυλάδικο, Ορθοδοξία, Μακεδονίες, αντρίλες και καψούρα. Ευτυχώς, υπάρχει κάποιος κόσμος που αντιδρά σε όσα βλέπει, όπως ακριβώς έκανε και στην περίπτωση της επίθεσης του όχλου στην Αριστοτέλους.
Από την άλλη, γράφοντας αυτό το τραγούδι, είχατε την αίσθηση ότι μιλάτε μόνο για την πόλη σας ή συνολικά για τη σημερινή Ελλάδα;
Προσωπικά, τη Θεσσαλονίκη σκεφτόμουν όταν το έγραφα, τη συγκεκριμένη γειτονιά μάλιστα, την οποία, αν την ξέρεις, ξέρεις και τις δυσκολίες της.
Το «Ο Johnny» είναι και ένας φόρος τιμής στον χαρακτήρα -και όχι απαραίτητα στη μουσική- του τραγουδιού των Thin Lizzy «Johnny The Fox»;
Ο Johnny είναι ένα παιδί που γνώρισα παλιά στις ειδικές κατασκηνώσεις για παιδιά με αναπηρίες. Του τραγουδούσαμε το «Johnny The Fox» για να ηρεμεί και εκείνος ενθουσιαζόταν. Είναι ένα τραγούδι για όλους τους ψυχικά ασθενείς ανθρώπους, έγκλειστους και μη, που πρέπει να μάθουμε να τους ακούμε και να τους συμπεριλαμβάνουμε.
Το «Ντροπή» είναι για μένα το κεντρικό από στιχουργικής πλευράς τραγούδι του δίσκου. Σε αυτό υπάρχει και η αναφορά στην τραγωδία των Τεμπών. Πιστεύετε, λοιπόν, ότι ο ρατσισμός, ο σεξισμός, η βία κατά των γυναικών, όλα όσα βασανίζουν και πληγώνουν όλο και περισσότερο την κοινωνία μας σχετίζονται άμεσα με την πολιτική;
Το σημαντικό είναι πως σχετίζονται άμεσα μ’ εμάς. Είναι χρέος όλων μας να σκοτώσουμε την Ντροπή που ηγεμονεύει σε αυτόν τον τόπο.
Τελικά, θεωρείτε ότι γράφετε κοινωνικά ή πολιτικά τραγούδια; Ή αλλιώς, πού τελειώνει η κοινωνία και πού αρχίζει η πολιτική;
Καλύτερα ας πει ο κόσμος τι ακριβώς κάνουμε. Σίγουρα, πάντως, δεν γράφουμε τραγούδια για να κατοχυρωθούμε ως κοινωνικά ευαίσθητη ή πολιτική μπάντα. Όλα είναι βιωματικά. Ως άνθρωποι αυτής της πόλης ανησυχούμε και προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας.
Εχετε κατά νου να παίξετε περισσότερο εκτός Θεσσαλονίκης και σε άλλα μέρη της Ελλάδας αυτή τη φορά;
Εχουμε ήδη προγραμματίσει εμφανίσεις στην Αθήνα στις 13, στον Βόλο στις 26 και στη Λάρισα στις 27 Απριλίου. Αν μπορέσουμε ή αν μας καλέσουν και κάπου αλλού, θα πάμε φυσικά!
Και τα προσεχή σχέδια; Και με την ευκαιρία, γράφετε τα τραγούδια σας με τόσο αργό ρυθμό ή ήδη υπάρχουν ιδέες, ίσως και κάποια έτοιμα, για το επόμενο album;
Τα τραγούδια δεν κυκλοφορούν όταν γράφονται. Πόσο μάλλον όταν, δυστυχώς, δεν διαθέτουμε όλα τα υπόλοιπα εργαλεία και μέσα για να κόψουμε δρόμο (όπως, π.χ., συνθήκες και budget, ενώ από την άλλη έχουμε δουλειές για τον βιοπορισμό μας που μας τρώνε ώρες). Έχουμε τραγούδια στο συρτάρι, που μετά τις καλοκαιρινές συναυλίες θα δούμε τι θα κάνουμε μαζί τους.
Φωτογραφίες: Αριστοτέλης Παπακωνσταντίνου