Live τώρα    
19°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
15.6°C20.1°C
3 BF 54%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
18 °C
16.3°C18.4°C
2 BF 53%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
20 °C
17.0°C19.9°C
1 BF 49%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αίθριος καιρός
18 °C
16.4°C17.8°C
3 BF 72%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
16 °C
15.7°C16.2°C
2 BF 55%
Νίκος Ξυδάκης στην «Α» / Το τραγούδι το βρίσκεις και εκεί που δεν το περιμένεις
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Νίκος Ξυδάκης στην «Α» / Το τραγούδι το βρίσκεις και εκεί που δεν το περιμένεις

1347561320.jpg
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

«Το τραγούδι το βρίσκεις και εκεί που δεν το περιμένεις. Μπορεί να φτιαχτεί και από το τίποτα, με λίγα πτωχά υλικά» λέει ο Νίκος Ξυδάκης. Κάπως έτσι μας βρήκαν τα τραγούδια του, εκεί που δεν το περιμέναμε. Και δημιούργησαν μια τομή στην ελληνική τραγουδοποιία. Η ιδιαίτερη λαϊκή σφραγίδα που έβαλαν στη μουσική μας συνοδεύει έκτοτε το «αχ» και το «όπα» μας χωρίς να αφήνει παράμερα τη σκέψη και τον στοχασμό. Η ποίηση άλλωστε μπαίνει πάντα επικεφαλής στις νότες και οδηγεί τις μελωδίες του. Ο ίδιος γνωρίζει καλά πώς να συγκεράσει τον λαϊκό και τον λόγιο τρόπο. Ίσως γιατί διαθέτει μια γνήσια λαϊκή πνευματικότητα που τον κάνει τόσο οικείο και τόσο ξεχωριστό. Ίσως πάλι γιατί επιλέγει να συγχρωτίζεται με «τον κόσμο, τη γλώσσα, το βάσανο» των ποιητών. Ίσως γιατί, όπως λέει, «με τη λαϊκή μουσική ένιωθα τη ζεστασιά της. Αλλά και έναν κόμπο, έναν λυγμό στη φωνή της, την ανθρώπινη φωνή, που έσπαγε από κάποια μνήμη, από κάποια λαχτάρα». Αιγυπτιώτης, ευγενής και φιλόκαλος, ο Νίκος Ξυδάκης διατρέχει με τη μουσική του Ανατολή και Δύση. Όπως και το βαθύ συναίσθημα του Έλληνα. Σκάβοντας βαθιά στην παράδοση των ποιητών και των ήχων μας, ακούει το βαθύ συναίσθημα του Έλληνα, ωστόσο πατάει γερά στην εποχή μας. «Δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι όλα καινούργια για να είσαι μοντέρνος και σύγχρονος» υπογραμμίζει. Ο ίδιος πάντως αυτή την περίοδο είναι υπ’ ατμόν. Δουλεύει διαρκώς. Το προηγούμενο διάστημα έντυσε μουσικά το καινούργιο έργο του Αντρέα Στάικου «Αλίφειρα», που παρουσιάζεται στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, ενώ αυτές τις μέρες προετοιμάζεται πυρετωδώς για την παρουσίαση του δικού του έργου «Προς τον κύριον Γεώργιον δε Ρώσση» πάνω στην ποίηση του Διονυσίου Σολωμού, στην Εθνική Πινακοθήκη, στις 25 Μαρτίου. Με αυτές τις αφορμές ξεκινήσαμε τη συζήτηση και με τον μοναδικό τρόπο του Νίκου Ξυδάκη βρεθήκαμε να παρακολουθούμε έναν ολόκληρο κόσμο να ξεδιπλώνεται ανάγλυφα, έναν κόσμο γεμάτο μουσικές, ανθρώπινες φωνές και ποιητικές λαλιές, μνήμες, σκέψεις και σπαράγματα από το «άτυπο μυθιστόρημα» που γράφει ο ίδιος κάθε φορά με τη μουσική του.

Η μουσική σας ντύνει την παράσταση «Αλίφειρα», αυτή την «εξωφρενική, πικρή κωμωδία». Τι σας κέντρισε το ενδιαφέρον στο νέο έργο του Ανδρέα Στάικου;

Είναι ένα ωραίο έργο, με φιλοπαίγμονα διάθεση, ένας κλαυσίγελος. Κρύβει τη συγκίνησή του πίσω από κωμικές καταστάσεις. Εκτός από την παλιά μας γνωριμία με τον Ανδρέα, το κίνητρο να γράψεις μουσική για ένα έργο που γράφεται τώρα από Έλληνα συγγραφέα -μην πω ελληνικό και παρεξηγηθώ, και προκαλέσουμε υποψίες- έχει λοιπόν αυτό ένα πρόσθετο ενδιαφέρον. Το λέω γιατί κάποιοι από εμάς προλάβαμε και ζήσαμε μια εποχή που οι συγγραφείς δημιουργούσαν θέατρο με τα έργα τους εκτός από τους κλασικούς. Ο Κεχαΐδης, ο Σκούρτης, ο Μανιώτης, ο Ζιώγας και άλλοι που δεν θυμάμαι τώρα. Και ανιχνεύανε καταστάσεις και χαρακτήρες με λιγότερη ή περισσότερη επικαιρότητα και εντοπιότητα. Τώρα ίσως αυτό έχει μεταφερθεί στην τηλεόραση και στα σίριαλ. Ο Αντρέας γράφει επίσης και ενδιαφέροντες στίχους για τραγούδια και είναι πολύ λειτουργικά και εναρμονισμένα με τη γλώσσα και τη γραφή του μέσα στο έργο. Κι έτσι ασκώ κι εγώ επιπλέον αυτή μου την τέχνη του τραγουδιού. Οπότε δεν μου λείπει τίποτα.

Και το κλαρίνο πώς βρέθηκε πανταχού παρόν στην παράσταση;

Το κλαρίνο ήταν επιθυμία του Ανδρέα Στάικου και αποδείχθηκε εύστοχη. Είναι ένας ήχος, μια φωνή, που περιπλανάται στο έργο διαρκώς σαν ένα φάντασμα, μια μακρινή ανάμνηση. Ανάμεσα σε έναν τόπο, την Αλίφειρα, που αργά εξαχνώνεται και καταρρέει. Και ανάμεσα σε ανθρώπους που παραλογίζονται. Η μουσική έχει έναν κόντρα ρόλο. Θα έλεγα ακούγεται σαν μια ομορφιά, λίγο μελαγχολική. Το λέει καλύτερα το δημοτικό τραγούδι: «Ποιος ήταν που τραγούδαγε εψές το βράδυ βράδυ/και το λεε τόσο όμορφα και παραπονεμένα».

Με την παραδοσιακή, με τη βυζαντινή μουσική πώς συνομιλείτε;

Υπάρχει πιθανόν σε ένα μέρος του έργου μου μια βυζαντινότροπη χροιά στις μελωδίες, στην αίσθηση του χρόνου που έχει η βυζαντινή μουσική και στον ρυθμό, αλλά παρεισφρέουν και μελωδικά αραβουργήματα. Ακόμη, βλέπετε, έχω στα αυτιά μου αυτή τη γλυκιά μαγική φασαρία του δρόμου της αραβικής μουσικής. Με τη βυζαντινή παράδοση μορφώνεις ένα μέτρο στο συναίσθημα, στην καλαισθησία, στην εκφορά του λόγου, στο ήθος. Σημαντικά πράγματα. Μαθαίνεις όπως και να ’χει από αυτή τη μουσική. Μπορεί να είναι μονόφωνη μουσική, αλλά δεν είναι μονοδιάστατα το αίσθημά της, το βάθος της, η καρδιά της. Μια θρησκευτική, πνευματική ευαισθησία στη μουσική, όχι φανατισμός, είναι κάτι που με συγκινεί και με αγγίζει. Εξάλλου, αν δεν είναι η μουσική η κατεξοχήν κατάλληλη τέχνη να εκφράσει τέτοια συναισθήματα, ποια είναι; Γενικώς, η βυζαντινή μουσική ως λόγια παράδοση και ταυτιζόμενη με αρνητικά συναισθήματα για την Εκκλησία έχει υποτιμηθεί. Και είναι κρίμα να χαθούν οι τρόποι της. Αν και σήμερα πολλοί νέοι μουσικοί καλλιεργούν και τη λαϊκή μουσική, και την κλασική. Ανοίγονται και αντλούν από πολλά είδη μουσικής. Για παράδειγμα, οι Polis Ensemble είναι ένα συγκρότημα δημιουργικό, που, χωρίς να αποκλείει τη λαϊκότητα, ενσωματώνει πολλά λόγια αστικά στοιχεία στη μουσική του, στο παίξιμό του, στο ύφος του. Εν πάση περιπτώσει, δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι όλα καινούργια για να είσαι μοντέρνος και σύγχρονος.

Πώς εσείς, με τις κλασικές σπουδές, κατορθώσατε να βάλετε μια τόσο ιδιαίτερη λαϊκή σφραγίδα στη μουσική μας;

Δεν είχα την αίσθηση πως η μουσική είναι μόνο και αναγκαστικά κάτι ευχάριστο. Με τη λαϊκή μουσική ένιωθα τη ζεστασιά της. Αλλά και έναν κόμπο, έναν λυγμό στη φωνή της, την ανθρώπινη φωνή, που έσπαγε από κάποια μνήμη, από κάποια λαχτάρα. Και ήταν πολλές οι φωνές αυτές γύρω μου στο περιβάλλον των παιδικών μου χρόνων στην Αίγυπτο. Πολλές γλώσσες, πολλοί πόνοι, πολλοί τρόποι. Άνθρωποι με νησιωτικές καταγωγές τραγουδούσαν πληγωμένα αλλά όμορφα, χωρίς πολλές μωροφιλοδοξίες. Αναλογιζόμουνα πολλές φορές τις ταπεινές απαρχές αυτού του τραγουδιού. Στη συνέχεια πάλι θα ακούσω φωνές που θα με συγκλονίσουν. Όταν πρωτάκουσα νέγρους μπλουζίστες, τις βραχνές φωνές τους, που έμοιαζαν διαβρωμένες από την υγρασία στις φυτείες και από τη δουλεία. Έπειτα εκείνη η σαρακοφαγωμένη φωνή του Βαμβακάρη. Σε γδέρνει, φτάνει ως το κόκαλο. Το τραγούδι το βρίσκεις κι εκεί που δεν το περιμένεις. Μπορεί να φτιαχτεί κι από το τίποτα, με λίγα πτωχά υλικά. Φιλοκαλούμε μετ’ ευτελείας που λέμε. Λίγο πολύ αυτή η φωνή είναι που με οδηγεί. Δεν εξετάζω πού τη βρίσκω, αν την ακούω σε ένα ποίημα η αλλού.

Η Ανατολή πού συναντιέται με τη Δύση στο έργο σας;

Κοιτάξτε, οι Ανατολικοί θεωρούν τη μουσική μου δυτικίζουσα και οι Δυτικοί έναν οριενταλισμό και κάτι ελαφρώς εξωτικό. Εμένα πάλι μου είναι δύσκολο να μιλάω για τη μουσική. Πολύ περισσότερο αν πρόκειται για τη δική μου. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι η μαθητεία για ένα διάστημα στην κλασική μουσική άφησε κάποια ίχνη, αλλά δεν έπνιξε το αίσθημα και τον αυθορμητισμό που εκδηλώθηκε στα πρώτα μου τραγούδια. Και χαίρομαι γι’ αυτό.

Είναι διαφορετικό να γράφεις ένα τραγούδι από μια μουσική για το θέατρο ή τον κινηματογράφο;

Στο θέατρο, όπως και στον κινηματογράφο, κάνεις κάτι που δεν θα έκανες αν έγραφες κάποια μουσική ή ένα τραγούδι μόνος σου. Γεννιέται κάτι τρίτο από τις ανάγκες του έργου και τη συνεργασία. Ειδικά στην εποχή μας έχει γραφτεί εξαιρετική μουσική για ταινίες. Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα μουσική των χρόνων μας να προέρχεται από την κινηματογραφική μουσική. Να θυμηθούμε όμως ότι έχουν γραφτεί και εξαιρετικά τραγούδια για το θέατρο.

Είστε από τους συνθέτες που καταφεύγετε στον λόγο των ποιητών. Γιατί επιμένετε στη μελοποίηση;

Κι εγώ αναρωτιέμαι καμιά φορά τι είδους ανταπόκριση μπορεί να έχει ένα ποίημα σήμερα μελοποιημένο. Δηλαδή περιμένει να ανταποκριθεί κανείς εξάπαντος στη μεγαλοσύνη του; Αφήστε που δεν ξέρω και πόσα έχουν απομείνει πλέον προς μελοποίηση. Μπορεί να είναι και αναχρονιστικό, μπορεί να μην αρέσει σε πολλούς. Αυτό πάλι δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να γίνεται. Καμιά φορά κάνεις και τα αντίθετα από αυτά που σκέφτεσαι. Ενδίδεις σε κάτι πιο ισχυρό από σένα, έστω και πλανώμενος. Βρίσκεσαι μπροστά σε ένα ποίημα, σε έναν λόγο που σε συγκινεί, σε ένα σώμα που πάσχει, σε μια ομορφιά, σε ένα θέμα, και κάτι θέλεις να κάνεις γι’ αυτό. Παρ’ όλα αυτά, τα λίγα που μελοποίησα, δεν το πολυσκέφτηκα, δεν είχα κανένα σχέδιο, μια άποψη. Όχι όμως πως κάνω και κάτι παράνομο, κάτι που δεν επιτρέπει ο νόμος του τραγουδιού.

Υπάρχουν νόμοι στη μελοποίηση;

Δεν υπάρχει κάποιος κανόνας που να λέει με τι θα καταπιαστεί ένας μουσικός. Αρκεί βέβαια να αντιλαμβάνεσαι τα όριά σου.

Υπάρχουν κάποια «κλειδιά» στην ποίηση που σας οδηγούν στη μελοποίηση;

Υπάρχει μια βαθύτερη επιθυμία να μην ηχεί μια φωνή κάλπικη ή ένα έργο προσποιητό. Σε ένα γνωστό ποίημά του ο Βιζυηνός μας λέει: «Εψές είδα στον ύπνο μου ένα βαθύ ποτάμι / θεός να μην το κάνει να γίνει αληθινό». Αν δεν περάσει κανείς αυτό το ποτάμι, τον τρόμο, αυτή τη σκοτεινιά, πάντα κάτι θα λείπει όσο καλά και να ξέρεις να γράφεις. Υπάρχουν ποιήματα, έργα που μας θυμίζουν αυτή την προϋπόθεση και μας μαγνητίζουν.

Σολωμός, Λαπαθιώτης, Καρούζος, Καψάλης, Γκανάς, Γκόνης, Ντίκινσον, Σαπφώ, Βιζυηνός… Τι είναι αυτό που κάθε φορά σας φέρνει κοντά σε έναν ποιητή;

Ο κόσμος τους, η γλώσσα τους, το βάσανό τους. Νιώθω μια υπόγεια συγγένεια. Αλλιώς θα έγραφα τραγούδια δίχως λόγια.

Από τον στίχο του Ρασούλη στην ποίηση του Σολωμού πώς διανύετε αυτή την απόσταση;

Μια και βάζετε τα δύο ονόματα μαζί, δεν είναι σε διαμάχη. Ούτε ο Ρασούλης θα ήθελε να μην μελοποιείς τον Σολωμό έπειτα από εκείνον ούτε τον Σολωμό φαντάζομαι θα τον ένοιαζε τι θα έκανες με τον Ρασούλη. Θέλω να πω δηλαδή πως πάντα σε ό,τι μελοποιώ η σκέψη μου είναι στην προφορικότητα του λόγου, είτε αυτός είναι ποίηση είτε στίχος. Σε μια συνάντησή μου με τον Γκάτσο με ρώτησε αν θέλω να γράφω λαϊκά ή αριστοκρατικά. Κι εγώ, μολονότι νέος και πολύ αμήχανος μπροστά του, του είπα ότι δεν τα διαχωρίζω. Δεν είναι πάντως η καταστροφή του τραγουδιού η μελοποιημένη ποίηση. Το πιθανότερο είναι το ίδιο το τραγούδι να κακοποιεί τον εαυτό του. Τόσα ωραία ποιήματα έγιναν θαυμάσια τραγούδια. Επειδή ο Χατζιδάκις, ας πούμε, έγραψε τα «Παιδιά του Πειραιά», να μην είχε βάλει αυτή την έξοχη μουσική στο «Άσμα ασμάτων», που είναι και παμπάλαιη ποίηση; Ο πιο ευτυχής και επίκαιρος αναχρονισμός.

Στον Σολωμό επανέρχεστε συχνά. Τι σας έλκει στην ποίησή του;

Ο Σολωμός για μένα ήταν όπως συναντάς ένα βιβλίο. Ένα βιβλίο όμως που νιώθεις να σε διαβάζει εκείνο τόσο καλά. Σε βρίσκει ή το βρίσκεις σε μια δύσκολη στιγμή. Ο Σολωμός γεννήθηκε από μια επίμονη ανάγνωση και σιγά σιγά μεταμορφώθηκε σε μια «μελωδική ανάγνωση». Αυθόρμητα άρχισα να τραγουδώ ψιθυριστά φράσεις του, σπαράγματα, όπως μονολογεί κανείς μια πνοή, με μια ανάσα. «Ούτε όσο κάνει η μέλισσα απ’ τον ανθό περνώντας», όπως λέει ο ίδιος. Κάτι τόσο αθόρυβο δεν μου περνούσε η ιδέα να το κοινοποιήσω. Δεν με απασχόλησε αν το είχα ολοκληρώσει ούτε να το παρουσιάσω κάπου, μολονότι γράφτηκε κοντά στην περίοδο των πρώτων μου τραγουδιών. Παρέμεινε ένα μυστικό. Ηχογραφήθηκε λίγο αργότερα στο περιθώριο άλλων ηχογραφήσεων, όπως κρατάμε σημειώσεις. Εκείνο που διαισθανόμουν ήταν πως τα περισσότερα ποιήματα του Σολωμού τα διαπερνούσε ένα πένθος και ήταν σαν το ρίγος και ο συγκλονισμός τους να τρόμαζε. Είχαν, θα έλεγα, επισκιαστεί από τον εθνικό ποιητή, σαν να ήταν αποκλεισμένα συναισθήματα. Και συγχρόνως ένιωθα αυτή την πνοή της ελευθερίας στα ποιήματά του, όχι τόσο επειδή έγραψε τον «Ύμνο στην Ελευθερία». Ο Σολωμός είτε γράφει για τον θάνατο ενός παιδιού, για την Ευρυκόμη, είτε για τον θάνατο του πατέρα ενός φίλου του, για έναν φίλο του Ψυχοραγούντα, για το Μεσολόγγι και τους Ελεύθερους Πολιορκημένους, για τον λόρδο Βύρωνα ή τον Πόρφυρα, είναι το ίδιο συγκλονισμένος. Τόσοι συντριμμοί ηρώων. Ακόμη κι όταν αποτυγχάνει ο ίδιος να ολοκληρώσει τα μεγάλα έργα του, δεν παύει να ακούγεται ένας αέρας νίκης, ποιητικής υπεροχής μέσα στον ζόφο. Όχι η νίκη κάποιου ισχυρού, αλλά αυτό που λέει «Κάθε φωνή κινούμενη κατά το φως κοιτούσε». Αν κάτι τέτοιο, έστω λίγο, ακούγεται σ’ αυτό που έκανα, ευτυχής είμαι. Την αίσθηση ενός μουσικού μεταφέρω. Δεν θέλω να πω τίποτε περισσότερο.

Ετσι γεννήθηκε το «Προς τον κύριο Γεώργιο δε Ρώσση»;

Ναι, αυτή την απόπειρα τη βάφτισα «Προς τον κύριο Γεώργιο δε Ρώσση», όπου ο Σολωμός ανακοινώνει σε φίλο του που ζει στο Λονδίνο τον θάνατο του πατέρα του. Γίνεται δηλαδή και παρηγοριά μαζί το ποίημα. Τώρα χαίρομαι που μας δίνεται η δυνατότητα να παρουσιάσουμε αυτό το μουσικό ποιητικό σχεδίασμα στην Εθνική Πινακοθήκη στις 25 Μαρτίου. Βρίσκεται κοντά στα έργα ζωγραφικής εξάλλου η παραστατικότητα της ποίησης του Σολωμού. Και κατά κάποιον τρόπο το έργο του είναι και μια πινακοθήκη συγκινητικών προσώπων και ανθρώπων. Και κάτι που μου αρέσει επίσης στην Πινακοθήκη είναι που δεν υπάρχουν πολλοί πίνακες με ηγεμόνες που συναντάς σε άλλα μουσεία. Και νιώθεις καλά που σε υποδέχεται στην είσοδο «Η λαϊκή αγορά», ο εκρηκτικός χρωματικά πίνακας του Παναγιώτη Τέτση.

Λέτε συχνά ότι τα τραγούδια σας είναι ένα άτυπο μυθιστόρημα. Τι επιδιώκετε να αφηγηθείτε κάθε φορά μέσα από τις σελίδες του;

Με το πέρασμα του χρόνου ό,τι έκανα, τραγούδια, μουσική, απέκτησαν μια αφηγηματικότητα. Όταν βγαίνω στη σκηνή, αισθάνομαι να λέω μια ιστορία μετά μουσικής. Με αυτή την έννοια μοιάζει με μυθιστόρημα, αλλά γεμάτο τραγούδια και μουσική. Και πηγαίνω μιλώντας ή τραγουδώντας και πορεύομαι μαζί με έναν κόσμο που συναντήθηκα μες στον χρόνο, με φίλους στιχουργούς, ποιητές ζώντες και τεθνεώτες που δανείστηκα τα αισθήματά τους και μοιράστηκα τα δικά μου, με φωνές, με μουσικούς δημιουργικούς που ωφελήθηκα. Με πρόσωπα αγαπημένα που μεγάλωσα και έζησα, πρόσωπα κοντινά και πιο μακρινά, και μια καταγωγή που άλλοτε την ανακάλυπτα και άλλοτε την ξεχνούσα, αλλά δεν την εγκατέλειψα. Αυτά με ενθαρρύνουν να βγαίνω στη σκηνή. Γιατί δεν νιώθω τραγουδιστής.

Τραγουδάτε όμως.

Περιέργως, μιλώντας για άλλους, ανακάλυψα και άκουσα τη φωνή μου καλύτερα.

Θυμάστε πότε γράψατε τις πρώτες νότες;

Κάποιοι αυτοσχεδιασμοί στο πιάνο με έβαλαν σε μια υποψία ότι κάτι θα μπορούσα να κάνω. Έπειτα ξεχνούσα ολόκληρα μέτρα στις εξετάσεις του πιάνου και έβαζα περάσματα δικά μου. Φαίνεται πως ήταν πειστικά, διότι με περνούσαν οι επιτροπές. Βέβαια απατεών αισθανόμουνα, αλλά και πάλι έλεγα «μπας και κάνω για σονάτες!».

Το Διαδίκτυο βοηθάει τη μουσική, την τέχνη;

Δεν ξέρω τι γίνεται με το Διαδίκτυο. Δεν ξέρω δηλαδή να σας δώσω μια λογική απάντηση. Όλα συμβαίνουν εκεί μέσα. Άλλοι μπορεί να καταστραφούν, άλλοι να βοηθηθούν. Οι τέχνες στο τέλος θα μάθουμε τι θα γίνουν. Αυτές οι φωτεινές οθόνες, αυτό το φως τους δεν μπορώ να πω ότι το εμπιστεύομαι και τόσο.

Κοιτάζοντας την εποχή μας, τον κόσμο μας, τι σκέψεις κάνετε;

Τώρα, στο τέλος της συνομιλίας μας, θα σας παρακαλούσα να μην με βάζετε σε τέτοιες σκέψεις…

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL