Ενα από τα πιο μεστά διηγήματα της συλλογής του Ανδρέα Μήτσου «Ο καουμπόης του Αλίμου» είναι το εξαιρετικά πυκνό «Μια νύχτα με βροχή»: ο αφηγητής μισεί το δημοτικό τραγούδι, νιώθοντας περιφρόνηση για όσους «ενδίδουν» σ’ αυτό. «Ανίδεοι περικύκλωναν όλοι μαζί αλαλάζοντας το παράλογο. Παρασέρνονταν τότε σ’ έναν καταρράχτη πιασμένοι χέρι-χέρι, προς τον γκρεμό, δίνοντας απλά κουράγιο ο ένας στον άλλο με ανόητες θρηνωδίες και την ασήμαντη νοσταλγία τους». Όταν όμως τον επισκέπτεται ο θάνατος, την πρώτη νύχτα της ταφής του αγαπημένου προσώπου, μια νύχτα με βροχή, τρέχει με μια ομπρέλα στο χέρι πάνω από το φρεσκοσκαμμένο χώμα τραγουδώντας δυνατά ένα δημοτικό τραγούδι για να καλύπτεται ο ήχος από τα μπουμπουνητά.
Με γλώσσα δωρική, συναίσθημα που ξεχειλίζει, αλλά με τρόπο ελεγχόμενο, ο οποίος αποστρέφεται τον μελοδραματισμό, με εικόνες που χαράσσονται στο μυαλό του αναγνώστη, ο Μήτσου σπουδάζει την έννοια της απώλειας αλλάζοντας αιφνιδιαστικά τόνο στις τελευταίες αράδες, σε μια επίπλαστη προσπάθεια να ισορροπήσει το συναίσθημα με τη λογική, καταλήγοντας και πάλι στο παράλογο. «Πειράζοντας» τον αναγνώστη με το εξής ηθικό, όπως λέει, δίδαγμα: όποιος δεν έχει πέσει στον γκρεμό σωσμό δεν έχει.
Αλλά και στο «Ξάγναντο», καθώς ο αφηγητής επιστρέφει στην παιδική ηλικία, βλέπει τον εαυτό του 10χρονο, στη γενέτειρα Αμφιλοχία, να αγναντεύει τη θάλασσα ενώ οι άλλοι ψαρεύουν. Νιώθοντας από τότε ακόμη -βιώνοντας μάλλον- τη γραμμή που χωρίζει τους ανθρώπους της δράσης από τους καθ’ έξιν παρατηρητές. Ο αφηγητής, παρά τις πιέσεις, αρνείται να ψαρέψει. Αρνείται να διαχωρίσει την πραγματικότητα από το όνειρο. Όταν τελικά πιάνει το τεράστιο σαλάχι, εκείνο κόβει την πετονιά και ξεφεύγει, αφήνοντας ένα «μακρύ αυλάκι αίμα πάνω στη θάλασσα». Αυτό το κόκκινο αυλάκι που «χωρίζει πάντα τη θάλασσα του Αμβρακικού στα δύο» ίσως έγινε το εφαλτήριο απ’ όπου γεννήθηκε ο κατοπινός συγγραφέας.
Αλλά και στο πιο ευφάνταστο διήγημα της συλλογής στο εξαιρετικό «Ο καουμπόης του Αλίμου», ο Μήτσου, με τρόπο απρόσμενο, ξαναγυρνά στην παιδική ηλικία. Η παιδική ηλικία, το παρελθόν ως άγραφο χαρτί που σιγά-σιγά συμπληρώνεται για να αφήσει ανεξίτηλο σημάδι, τροφοδοτείται διαρκώς από τα ερεθίσματα του παρόντος. Ενός παρόντος απροσδιόριστου, σύμφυρμα του ονείρου με την πραγματικότητα, του λογικοφανούς με το παράδοξο, των αναμνήσεων με τους συνειρμούς. Διαβάζουμε στο διήγημα «Ξηρασία»: «Έζησα στο ορεινό χωριό ως τα δέκα, έχω καθαρές και ανεξίτηλες τις εικόνες του. Θυμάμαι μικρές, ασήμαντες λεπτομέρειες, τοπία, μεγάλους βράχους και δέντρα συγκεκριμένα. Με τα ονόματά τους, με τις ιστορίες που τα είχα ντύσει».
Οι καθαρές και ανεξίτηλες εικόνες, οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας παίρνουν άλλη διάσταση γιατί ποτίζονται με το βίωμα, τις διαψεύσεις και τις πικρίες ενός ρευστού και ακατανόητου παρόντος. Ενός παρόντος που δεν είναι ακριβώς ό,τι φαίνεται. Στο διήγημα «Ο δισθανής», το εναρκτήριο της συλλογής, ο ήρωας-αφηγητής αναγνωρίζει τον εαυτό του σε έναν σωσία μέχρι που να συνειδητοποιήσει ότι ο εαυτός του, εκείνος ο αλλοτινός εαυτός, μόνο στη μνήμη του υπάρχει. Ο δισθανής ήρωας πεθαίνει δύο φορές. Πολλές φορές πεθαίνουν οι ήρωες του Μήτσου, ακριβώς γιατί πολλές ζωές ζούνε. Ή, αλλιώς, γιατί ζούνε πολλαπλές ζωές.
Υπερρεαλισμός και μυστήριο
Από διήγημα σε διήγημα χτίζονται, αποκαλύπτονται τα χαρακτηριστικά της γραφής του Μήτσου. Οι αναφορές σε πολλά προηγούμενα έργα του δίνουν άλλη διάσταση στα πεζά, καθώς ο αναγνώστης καλείται να συνομιλήσει με το σύνολο του έργου του, και άρα της οπτικής του. Η αυτοτέλεια όμως και η πληρότητα των ιστοριών του λειτουργούν ισοδύναμα και για τον αναγνώστη ο οποίος δεν έχει έρθει σε επαφή με το προηγούμενο έργο του. Οι υπερρεαλιστικές μυστηριώδεις ιστορίες του -με την ακριβή και αστόλιστη γλώσσα τους-, κατάσπαρτες από τόνους τρυφερότητας αλλά και βιαιότητας, η οποία μοιάζει σύμφυτη με την ανθρώπινη φύση, υπακούν σε εντελώς ιδιοσυγκρασιακούς κανόνες σε μια πεζογραφία η οποία βάζει η ίδια τους τύπους και τα όρια, γνωρίζοντας καλά ότι τα πάντα είναι ύφος. Από το ύφος των ιστοριών του Μήτσου αδυνατεί να ξεφύγει ο αναγνώστης. Και έτσι, δίχως να το καταλάβει, βρίσκεται μπροστά σε έναν κόσμο όπου τα «ανίσχυρα ψεύδη» γιγαντώνονται και γίνονται η απειλητική, γοητευτική, ρέουσα πραγματικότητα. Αλλά μπορεί και να μην είναι έτσι…
Αλλωστε, τα μυστήρια τρέφουν την πένα του δημιουργού. Το δηλώνει ρητά: «Μ’ αρέσουν όμως τα μυστήρια. Θεωρώ μεγάλη τύχη να είμαι μέρος τους, να συμμετέχω, να ’χω κι εγώ έναν ρόλο καίριο σε κάποιο απ’ αυτά. Για τούτο και δεν κάνω ερωτήσεις όταν νιώθω πως έχω ήδη εμπλακεί. Από φόβο μην και το χαλάσω, μην προσγειωθώ σε μια απλή και αυτονόητη πραγματικότητα». Τα μυστήρια είναι το κλειδί λοιπόν. Η μη συνθηκολόγηση με την πραγματικότητα. Μέσω της γραφής. Αυτής της γραφής. Που δεν συνθηκολογεί: με κομψότητα, με αμφιθυμία, με αμφισημία, με ψεύδη, με υποσχέσεις.
INFO
Ανδρέας Μήτσου
«Ο καουμπόης του Αλίμου»
Εκδόσεις Καστανιώτη
Σελίδες: 160
Τιμή: 15 ευρώ