Live τώρα    
17°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
14.2°C18.1°C
1 BF 67%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
15 °C
11.6°C16.2°C
1 BF 53%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
16 °C
13.7°C16.0°C
2 BF 66%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
14 °C
13.6°C14.9°C
2 BF 74%
ΛΑΡΙΣΑ
Αραιές νεφώσεις
13 °C
13.4°C13.5°C
1 BF 64%
Χάρης Αθανασιάδης / H Δημοκρατία μοιάζει με τον έρωτα. Δεν επιβάλλεται, ούτε χαρίζεται. Κερδίζεται
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Χάρης Αθανασιάδης / H Δημοκρατία μοιάζει με τον έρωτα. Δεν επιβάλλεται, ούτε χαρίζεται. Κερδίζεται

132692132a.jpg
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

«To επίκαιρο κουβαλάει συχνά βαρύ ιστορικό φορτίο» λέει ο ιστορικός Χάρης Αθανασιάδης. Διδάσκοντας Δημόσια Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και διευθύνοντας το ομώνυμο και δημοφιλές πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, γνωρίζει καλά τους μηχανισμούς και τις διόδους μέσα από τις οποίες η Ιστορία διαχέεται στην κοινωνία.

Με την αρθρογραφία του στον Τύπο βγαίνει εκτός των στενών τειχών της ακαδημαϊκής κοινότητας και απευθύνεται στο ευρύ κοινό με εύληπτο και ελκυστικό τρόπο. Με άλλα λόγια, διώχνει την άγνοια, τη διαστρέβλωση, τον φόβο αλλά και την απέχθεια που πολλοί πολίτες κουβαλάνε από τα μαθητικά τους χρόνια απέναντι στην Ιστορία. Φροντίζει, δηλαδή, ώστε η Ιστορία να μην γίνεται σιωπή.

Αυτό ακριβώς κάνει στο καινούργιο του βιβλίο «Η μνήμη και η πόλις. 40+1 Δημόσιες Ιστορίες» (εκδόσεις Ασίνη), όπου συγκέντρωσε την αρθρογραφία του των τελευταίων δύο χρόνων στις εφημερίδες Documento και ΑΥΓΗ και παρουσιάζεται αύριο, τις 7 μ.μ., στο καφέ Ολυμπιάς, με ομιλητές την πρύτανη του Παντείου Χριστίνα Κουλούρη, τον πρ. αν. υπουργό Πολιτισμού, δημοσιογράφο Νίκο Ξυδάκη, τον δημοσιογράφο Θανάση Καραμπάτσο και συντονίστρια τη δημοσιογράφο Αφροδίτη Ερμίδη. «Η Δημοκρατία μοιάζει με τον έρωτα. Δεν επιβάλλεται, ούτε χαρίζεται. Κερδίζεται» λέει καθώς συζητάμε για το καινούργιο του βιβλίο, την Ιστορία, τη συλλογική μνήμη, την κοινωνία. Αξιομνημόνευτη υπενθύμιση σε μια αμνήμονα περίοδο, όπως η σημερινή

Γιατί επέλεξες αυτά τα επικαιρικά κείμενα να συγκροτήσουν ένα βιβλίο;

Διότι το επίκαιρο κουβαλάει συχνά βαρύ ιστορικό φορτίο. Πολλές από τις σκέψεις και τις πράξεις μας, ακόμα και κάποιες που φαντάζουν καινοτόμες, φέρουν μέσα τους την ηχώ του παρελθόντος είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι. Τα κείμενα του βιβλίου ξεκινούν πράγματι από συμβάντα της επικαιρότητας, αλλά ύστερα πάνε πίσω και ανασύρουν ομόλογα γεγονότα, τα πιο κρίσιμα, εκείνα που προκάλεσαν σκληρές αντιπαραθέσεις στη δημόσια σφαίρα και άφησαν βαθύ αποτύπωμα στη συλλογική μας μνήμη. Έτσι, ενθέτοντας το συγκαιρινό στον μακρό χρόνο, μπορούμε να κατανοήσουμε τη λογική του και να αποτιμήσουμε την αξία του ώστε να ορίσουμε συνειδητά τη στάση μας απέναντί του.

Γι’ αυτό τιτλοφορείς το βιβλίο «Η μνήμη και η πόλις»;

Ακριβώς. Λέγοντας μνήμη, εννοώ τη συλλογική μας μνήμη, αυτή που μοιραζόμαστε όλοι και όλες, ή έστω πολλοί και πολλές, επειδή περάσαμε από τα ίδια μαθητικά θρανία, επειδή περπατήσαμε στους ίδιους πραγματικούς και πνευματικούς δρόμους. Αυτή με ενδιαφέρει τόσο ως ιστορικό όσο και ως πολίτη. Ως ιστορικό, διότι η μνήμη είναι η διανοητική αύρα που έρχεται από το παρελθόν, κουβαλάει, όπως είπα, την ηχώ των περασμένων. Ως πολίτη, διότι επηρεάζει τους τρόπους που κατανοούμε τα τωρινά και προσανατολίζει τις επιλογές και τις δράσεις μας, άρα διαμορφώνει σε κάποιον βαθμό τα μελλούμενα. Χρειάζεται βέβαια να ξεκαθαρίσουμε ότι η μνήμη είναι πάντοτε πληθυντική, είναι μνήμες, που συχνά ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την ηγεμονία. Ανταγωνίζονται εντός ενός πλαισίου. Το πλαίσιο αυτό είναι η πόλις, δηλαδή η κοινότητα των πολιτών που διαλέγονται, συμφωνούν ή διαφωνούν, που αντιπαρατίθενται και ενίοτε συγκρούονται. Καθώς όμως γνωρίζουν ότι ακόμα κι όταν συγκρούονται δεν μπορούν παρά να συνυπάρχουν και να πορεύονται μαζί, έχουν απόλυτη ανάγκη κάποιους κοινούς τόπους - οι συγκρούσεις είναι θερμές συνομιλίες που ζητούν να μετακινήσουν τον αντίπαλο, όχι να τον αφανίσουν. Η πόλις λοιπόν είναι ο κοινός μας τόπος, ο κοινός μας δεσμός, αλλά ταυτόχρονα πεδίο μάχης, διότι εντός της ξεδιπλώνονται μνημονικοί πόλεμοι με τον ίδιο τρόπο που ξεδιπλώνονται κοινωνικές συγκρούσεις. Δεν θυμόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο το Έπος του ’40, τον Εμφύλιο ή το Πολυτεχνείο. Ο τρόπος που τα θυμόμαστε ορίζει την πολιτική μας ταυτότητα. Αλλά και αντίστροφα: η πολιτική μας ταυτότητα -αλλά και η ταξική και η έμφυλη- ορίζουν τον τρόπο που επιλέγουμε να τα θυμόμαστε.

Γιατί επέλεξες αυτές τις 40+1 ιστορίες να παρουσιάσεις στο βιβλίο σου; Γιατί επέλεξες να θυμίσεις τη δολοφονία του Καραϊβάζ, τους αναθεωρητές της Ιστορίας, την πατριδογνωσία της Αριστεράς με αφορμή τη μνήμη του Πολυτεχνείου;

Να ξεκινήσουμε από το τελευταίο. Το Πολυτεχνείο ήταν η έκρηξη που παρήγαγε τους ανέμους της Μεταπολίτευσης, που ώθησαν την κοινωνία και κυρίως τη διανόηση προς τα αριστερά. Στα χρόνια της κρίσης, όμως, συγκροτήθηκε μια φιλελεύθερη διανόηση που καταγίνεται με το πάθος του νεοφώτιστου να αποδομήσει τους τόπους και τα θεσμικά βάθρα της μνήμης του Πολυτεχνείου με την προφανή ελπίδα να στερεώσει την πολιτική επάνοδο της Δεξιάς. Ακόμη και από τα έδρανα της Βουλής, από τον υφυπουργό Παιδείας Άγγελο Συρίγο, διατυπώθηκαν σχετικοί ισχυρισμοί που φανέρωναν τη δυσθυμία της Δεξιάς για την αντοχή αυτής της αντιστασιακής μνημονικής παράδοσης. Το Πολυτεχνείο λοιπόν παραμένει ακόμη πεδίο μάχης, συμβολικής μάχης, και ως τέτοιο δεν θα μπορούσε να λείπει από ένα βιβλίο με ιστορίες που κουβαλάνε μνήμες και ανατέμνουν μνήμες.

Φυσικά οι «αναθεωρητές της Ιστορίας», όπως τους αποκάλεσες, δεν περιορίζονται στο Πολυτεχνείο. Πάνε πίσω στη χαμένη άνοιξη του ’60 και πιο πίσω, στην Κατοχή και στον Εμφύλιο, σε όσες μήτρες γέννησαν μνήμες ισχυρές, που παραμένουν ιδεολογικά ενεργές και πολιτικά δρώσες. Δεν αναφέρομαι βέβαια σε νέες αναζητήσεις και αναγνώσεις που μοιάζονται για πιο έγκυρες ιστορικές ανασυνθέσεις. Αυτές είναι ευπρόσδεκτες. Αναφέρομαι σε εκείνες που αναθεωρούν την ιστορία των κρίσιμων επεισοδίων με προφανή στόχευση να ανακατευθύνουν τη μακριά σκιά τους ώστε να δείχνει τον σύγχρονο πολιτικό τους στόχο. Ορισμένα από τα επεισόδια της σειράς ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΪ με γενικό τίτλο «Καταστροφές και θρίαμβοι», που προβλήθηκε στις αρχές του 2022, με δυσκολία κρύβουν τη ροπή τους προς τέτοιες χρήσεις της Ιστορίας. Πώς θα μπορούσα λοιπόν να μην τους αφιερώσω τουλάχιστον μία από τις ιστορίες του βιβλίου;

Τέλος, οι δηλώσεις του πρωθυπουργού μετά τη δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ, η οποία ακόμη δεν διαλευκάνθηκε, μου έδωσαν την αφορμή για μια ιστορική ανασκόπηση ενός πολύ παλιού τρόπου διακυβέρνησης, εκείνου που συμπυκνωνόταν στη φράση του Λουδοβίκου ΙΔ΄ «Το κράτος είμαι εγώ». Οι ιστορικοί θεωρούσαμε πως με τις νεωτερικές επαναστάσεις που ξέσπασαν στο γύρισμα του 18ου προς τον 19ο αιώνα οι λογικές εκείνες εξοβελίστηκαν οριστικά στα παλιά δερματόδετα βιβλία. Δυστυχώς όμως επανέκαμψαν μεταμορφωμένες, καλυμμένες με τα γυαλιστερά περιτυλίγματα του επιτελικού κράτους και εγκιβωτισμένες στους σκοτεινούς μηχανισμούς του ψηφιακού παρακράτους. Είχα γράψει το σχετικό κείμενο του βιβλίου τον Απρίλιο του 2021. Αν το έγραφα σήμερα, θα ξεκινούσα από τις υποκλοπές. Πάλι όμως θα το έκλεινα με τον ίδιο τρόπο: με τον Ριχάρδο Β΄, τον σαιξπηρικό ήρωα, έναν συμπλεγματικό άνθρωπο με περιορισμένες ικανότητες, αλλά με ασυγκράτητη έπαρση και απύθμενη ανοησία.

Ποιους σκοπέλους και ποιους κινδύνους κρύβει αυτό το πολιτικό σκηνικό για την ποιότητα της Δημοκρατίας μας; Μήπως εύσχημα επιχειρείται να απεμποληθεί η ιδιότητα του πολίτη; Μπορούν οι πολίτες να προασπίσουν τη Δημοκρατία;

Η Δημοκρατία δεν είναι μόνο οι εκλογές, η Βουλή, ο χωρισμός των εξουσιών, η αναγνώριση των δικαιωμάτων και τα συναφή. Όλοι αυτοί οι θεσμοί όσο δύσκολα κατακτήθηκαν τόσο εύκολα μπορούν να εκφυλιστούν σε αδειανά κελύφη. Διότι η Δημοκρατία μοιάζει με τον έρωτα. Δεν επιβάλλεται, ούτε χαρίζεται. Κερδίζεται. Όχι άπαξ, αλλά ξανά και ξανά και ξανά. Όπως ο έρωτας, η Δημοκρατία προϋποθέτει έναν ωκεανό αισθημάτων απ’ όπου ξεπηδούν ομόλογες δράσεις και πρακτικές. Τη Δημοκρατία πρέπει να τη θέλεις για να την κατακτήσεις. Να αλλάξεις προκειμένου να την κατακτήσεις. Μεταμορφώνεσαι σε πολίτη ενόσω κινείσαι συνειδητά προς τον τόπο του πολίτη. Και παύεις να είσαι πολίτης όταν απομακρύνεσαι από τα κοινά, όταν αρκείσαι στον ρόλο του παραγωγού και του καταναλωτή. Όσοι βρίσκονται στην κορυφή του συστήματος έχουν κάθε λόγο να ενισχύουν αυτή την τάση. Προτιμούν μια μετα-Δημοκρατία, μια θεσμική κρούστα δίχως ψυχή, που θα τους επιτρέπει να ιδιοποιούνται τον δημόσιο πλούτο νομότυπα, να παραβιάζουν τους κανόνες ατιμώρητα και να λυμαίνονται την εξουσία ανεμπόδιστα.

Οι αντιστάσεις σ’ αυτή τους την επιδίωξη είναι στις μέρες μας ισχνές. Πάρα πολλοί, ιδιαίτερα οι νεόπτωχοι της πρώην μεσαίας τάξης, εξουθενωμένοι από τις αλλεπάλληλες κρίσεις, πιεσμένοι από χίλιες δυο βιοτικές ανάγκες, αποξενωμένοι από συλλογικά σχήματα και αποκλεισμένοι από την έγκυρη ενημέρωση, αποδέχονται μοιρολατρικά τη θέση τους, προσκολλώνται στους ισχυρούς ελπίζοντας σε ψιχία ή, παντελώς αλλοτριωμένοι, ονειρεύονται να μοιάσουν στους θύτες τους. Σε κάθε περίπτωση, παύουν να είναι πολίτες. Όμως ας μην απελπιζόμαστε. Σ’ ετούτον τον τόπο η αντιστασιακή κουλτούρα έχει βαθιές ρίζες. Κι ίσως δεν θ’ αργήσει το ταρακούνημα που θα ξυπνήσει τις μνήμες και θα ζωντανέψει την πόλιν.

Τελικά στις μέρες μας η Ιστορία πώς μιλιέται, πώς γίνεται Δημόσια Ιστορία;

Η Ιστορία στη χώρα μας πάντα ήταν δημόσια. Από τη δεκαετία του 1860, όταν ο Παπαρρηγόπουλος εξέδιδε σε τεύχη την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» «προς χάριν των πολλών», όπως έγραφε στον υπότιτλο, έως τον Μεσοπόλεμο, που το βιβλίο του Κορδάτου για την Επανάσταση του ’21 προκάλεσε τα Μαρασλειακά και έως τις αρχές του αιώνα μας, όταν αναπτύχθηκε μέσα από τον Τύπο η ιστοριογραφική διαμάχη για την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Απλώς την τελευταία δεκαετία αναγνωρίσαμε την πολιτική και πολιτισμική αξία της, την ονομάσαμε ως τέτοια και αρχίσαμε να θέτουμε ερωτήματα όπως τα εξής: ποια από τα ίχνη του παρελθόντος ανασύρουμε από τη σκόνη του χρόνου; Ποια γίνονται σύμβολα και γιατί; Ποια αφήνονται οριστικά στη λήθη; Πώς διαχειριζόμαστε τις επώδυνες, τις διαιρεμένες και διαιρετικές μνήμες;

Πώς εξηγείται η αντοχή τους και πώς επηρεάζουν τις ζωές και τους προσανατολισμούς μας; Ποιος είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου, της εικόνας, του Τύπου στη διάχυση της ιστορικής γνώσης και στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης; Με τέτοια ερωτήματα αναμετριούνται και οι ιστορίες του βιβλίου μου. Προσπαθούν να φωτίσουν την ηχώ των περασμένων, μα όχι αποστασιοποιημένα, με τον τρόπο του ιατροδικαστή, όχι σίγουρα ψυχρά, αλλά ασφαλώς ψύχραιμα και κάποτε ίσως θερμά, με τον τρόπο του πολίτη. Προπαντός με συνείδηση των διακυβεύσεων του παρόντος - οι 40+1 ιστορίες μου είναι δημόσιες διότι αναλύουν τις μνημονικές συγκρούσεις μετέχοντας ταυτόχρονα σ’ αυτές.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL