Live τώρα    
18°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
18 °C
16.4°C19.3°C
4 BF 49%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
17 °C
15.4°C18.3°C
2 BF 54%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
17.0°C17.1°C
4 BF 67%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αίθριος καιρός
19 °C
18.2°C19.7°C
4 BF 30%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
18 °C
17.9°C17.9°C
4 BF 32%
Κινηματογράφος στα χρόνια της Χούντας / Όταν και το σινεμά βρισκόταν στον γύψο
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Κινηματογράφος στα χρόνια της Χούντας / Όταν και το σινεμά βρισκόταν στον γύψο

134901330a_enal.jpg

Δίπλα στις συντηρητικές ηθογραφίες, κάποιες λαϊκές κωμωδίες και κακέκτυπα των λαϊκών μιούζικαλ, στα χρόνια της Χούντας γυρίστηκαν ταινίες εθνικοπατριωτικής διαπαιδαγώγησης με θέματα είτε από την Επανάσταση του ΄21 είτε από την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου, όμως, εξαφανίστηκε η Εθνική Αντίσταση και ο ρόλος του αντιστασιακού αποδιδόταν στον… στρατό

Ο ελληνικός κινηματογράφος ήδη διένυε μια υπαρξιακή κυρίως κρίση στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 και δεν θα μπορούσε να γλιτώσει από τα νύχια της Χούντας των συνταγματαρχών. Στα χρόνια της δικτατορίας το σινεμά χρησιμοποιήθηκε ως μέσο προπαγάνδας και φορέας εθνικοφροσύνης με καταγέλαστο τρόπο. Κοινό χαρακτηριστικό των κινηματογραφικών ιστοριών που είχαν τις ευλογίες της Χούντας ήταν η πλήρης αποσιώπηση της αντίστασης του ΕΑΜ αλλά και της δράσης των δωσίλογων στα χρόνια της Κατοχής, ενώ η Αντίσταση παρουσιαζόταν ως αποτέλεσμα της γενναιότητας των ανδρών του στρατού. Το πράσινο φως περιοριζόταν μόνο σε ταινίες με θέμα την Παλιγγενεσία, τα χρόνια της Κατοχής και τις αφηγήσεις για το ένδοξο παρελθόν, όπως «Η χαραυγή της νίκης» (1971), «Ο Γοργοπόταμος» (1968) και «Το Φρούριο των αθανάτων» (1971).

Η εγκεκριμένη, βλέπε επιθυμητή, κινηματογραφική αφήγηση επί Χούντας περιείχε φουστανέλες, ηρωικές ιστορίες και ανώδυνες κωμωδίες με χορευτικά. Ανάμεσά τους ήταν ταινίες όπως «Αυτοί που μίλησαν με τον θάνατο», το «Μια γυναίκα στην Αντίσταση» (1970), το «Οι γενναίοι του Βορρά» (1970), το «Υποβρύχιο Παπανικολής» (1971) και το «Στη Μάχη της Κρήτης» (1970). Μέσα από τις κινηματογραφικές παραγωγές που ευλόγησαν οι χουντικοί και στήριξε το κράτος στην περίοδο 1967-73 προέκυψε ικανός αριθμός θλιβερών κινηματογραφικών θεαμάτων, κάποια μάλιστα άγγιζαν ή ακόμα και ξεπερνούσαν τα όρια της κακοτεχνίας, ανάμεσά τους κάποιες συντηρητικές ηθογραφίες, λαϊκές κωμωδίες και κακέκτυπα των λαϊκών μιούζικαλ. Μεταξύ των ταινιών που γυρίστηκαν εν τω μέσω της επταετίας και στόχευαν στην τόνωση του πατριωτικού φρονήματος και την ορθή διαπαιδαγώγηση των νεαρών Ελληνόπουλων συναντάμε κυρίως περιπέτειες εποχής που αναβίωναν τα επιτεύγματα, αληθινά ή φανταστικά, του 1821.

Από το ‘21 στον Εμφύλιο

Οι τρεις πιο εμβληματικές παραγωγές που έγιναν στην περίοδο του καθεστώτος ήταν ο «Παπαφλέσσας» του 1971 σε σκηνοθεσία του Ερρίκου Ανδρέου με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, η «Μαντώ Μαυρογένους» του 1971 σε σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη με πρωταγωνίστρια την Τζένη Καρέζη στον ομώνυμο ρόλο και τον Πέτρο Φυσσούν στον ρόλο του Υψηλάντη και, τέλος, οι «Σουλιώτες» (1972) του Δημήτρη Παπακωνσταντή. Πίσω από τα προφανή και αναμενόμενα μηνύματα εθνικής υπερηφάνειας τα σενάρια φέρουν ευθείς παραλληλισμούς με τον Εμφύλιο και φυσικά υπονοείται ότι μόνο οι στρατιωτικοί αποτελούν στοιχείο ενότητας απέναντι στον ζυγό, ενώ οι πολιτικοποιημένοι χαρακτήρες σπέρνουν τη διχόνοια στον λαό. Οι παραπάνω δαπανηρές παραγωγές, παρά τα εμφανή καλλιτεχνικά προβλήματα, κατορθώνουν να σταθούν με μια κάποια σχετική αξιοπρέπεια, συγκριτικά τουλάχιστον με τις πλέον προπαγανδιστικές παραγωγές της περιόδου εκείνης, παραγωγές που διακρίνονται από την κιτς αισθητική, την εξόφθαλμη παραχάραξη της νεότερης Ιστορίας, το ψυχροπολεμικό κλίμα και σφοδρές αντικομμουνιστικές αναφορές. 

Η ταινία «Οι δραπέτες του Μπούλκες» (1969) του Ανδρέα Παπασταματόπουλο, αποτελεί μνημείο κακογουστιάς που υψώθηκε για να υμνήσει χωρίς περιστροφές τα Δεκεμβριανά και να κατηγορήσει τα δήθεν κακοποιά αριστερά στοιχεία που κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία όπου έχοντας βρει άσυλο εξυφαίνουν τα επόμενα αντεθνικά τους σχέδια, καθοδηγούμενοι από ανθέλληνες ινστρούχτορες. Το κάκιστο στη φτιαξιά του φιλμ ακολουθεί το δράμα ενός ανθυπολοχαγού, ο αδελφός του οποίου έχει υποστεί πλύση εγκεφάλου από συμμορίτες. Ο αγαπημένος πρωταγωνιστής της Χούντας υπήρξε χωρίς αμφιβολία ο Κώστας Πρέκας, που έπαιξε μεταξύ άλλων στο «Όχι», ένα στερεοτυπικό ρομάντζο με φόντο το Έπος του Σαράντα, και στο «Η Μεσόγειος φλέγεται», όπου δύο αξιωματικοί του ναυτικού, ένας Έλληνας και ένας Γερμανός, που υπήρξαν παιδικοί φίλοι, βρίσκονται αντιμέτωποι στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Ερρίκος Ανδρέου σκηνοθέτησε την ταινία «Δώστε τα χέρια» (1971), η οποία φαινομενικά μεν έχει ένα συμφιλιωτικό προφίλ, ωστόσο αναπτύσσει την ιστορία ενός αριστερού που εξαιτίας του θανάτου της αγαπημένης του ανανήπτει και επιστρέφει θεραπευμένος στην αγκαλιά της οικογενειακής εστίας, ανακαλύπτοντας τις αληθινές αξίες της ζωής. Την ιδέα της εθνικής συμφιλίωσης διαχειρίστηκε με τουλάχιστον αποκρουστικό τρόπο και η ταινία «Γράμμος» (1971) σε σκηνοθεσία του Ηλία Μαχαίρα, όπου το γεφύρωμα των διαφορών προκύπτει από τη μετάνοια των «ξεστρατισμένων» και τη μεγαθυμία των ανθρώπων του νόμου και της τάξεως. 

Ο ρόλος του Τζέιμς Πάρις

Η πιο επιδραστική και ταυτόχρονα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στα κινηματογραφικά δρώμενα επί Χούντας ήταν ο παραγωγός Τζέιμς Πάρις, επίσημος συνεργάτης του καθεστώτος που κατάφερε την περίοδο εκείνη να θησαυρίσει γυρίζοντας ταινίες εθνικοπατριωτικού περιεχομένου. Κολοφώνας της δόξας του Πάρις, η ταινία «Η μεγάλη στιγμή του '21, Παπαφλέσσας» με σκηνοθέτη τον πάντα πρόθυμο Ερρίκο Ανδρέου. Οι περισσότερες παραγωγές εκμετάλλευσης (exploitation films) του Πάρις ήταν βαθιά προπαγανδιστικές και είχαν δεχτεί τους επαίνους των συνταγματαρχών. Η ανάθεση της υπερπαραγωγής, για εκείνη την εποχή, του «Παπαφλέσσα», οι φήμες λένε ότι ξεπέρασε τα 10 εκατομμύρια δραχμές (σχεδόν αμύθητο ποσό για ταινία), συνέπιπτε με τον εορτασμό των 150 ετών από την Επανάσταση του '21. Η γενναία χρηματοδότηση του καθεστώτος έφερε χιλιάδες κομπάρσους (ως επί το πλείστον φαντάροι) και οπλισμό στα γυρίσματαμ με τη νεοσύστατη Γενική Κινηματογραφικών Επιχειρήσεων (το μετέπειτα Κέντρο Ελληνικού Κινηματογράφου) να εργάζεται πυρετωδώς για την παρώθηση ενός έργου που τα μέσα της εποχής χαρακτήριζαν το ελληνικό «Μπεν Χουρ». Η ταινία έφτασε τα 300.000 εισιτήρια, όμως η προβολή της στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης προκάλεσε μια πρωτοφανή αποδοκιμασία από τον πολιτικοποιημένο «εξώστη», παρά τις αμφιλεγόμενες βραβεύσεις της, κυρίως για τα πατριωτικά στερεότυπα, τις ιστορικές ανακρίβειες και τις προφανείς ωραιοποιήσεις των περίπλοκων γεγονότων. Μάλιστα, ήταν τέτοια η οργή του Δημήτρη Παπαμιχαήλ για την έντονη γιούχα που δέχτηκε η ερμηνεία του, που ζήτησε δημοσίως την κατάργηση του Φεστιβάλ. 

Ο Τζέιμς Πάρις, που είχε αμερικανική υπηκοότητα, είχε θητεύσει στο τμήμα προώθησης της «United Artists» καθώς και στην «20th Century Fox». Στην Ελλάδα επέστρεψε στα τέλη της δεκαετίας του '50 και η αισθητική του ταίριαξε απόλυτα με τις ανάγκες του καθεστώτος για προσφορά εύκολου και φτηνού θεάματος με εθνικοπατριωτικό πρόσημο. Η πιο μεγάλη του επιτυχία ήταν η ταινία «Στα σύνορα τηςπροδοσίας» (1968) σε σκηνοθεσία Ντίμη Δαδήρα, που αποτελούσε ίσως το πιο χαρακτηριστικό δείγμα της κινηματογραφικής αντίληψης της Χούντας. Στη φιλόδοξη αυτή ταινία πρωταγωνιστούσαν ο Κώστας Πρέκας και ο Ανδρέας Μπάρκουλης. Πρόκειται για μια εξαιρετικά πετυχημένη εμπορικά ταινία (ξεπέρασε τα 700.00 εισιτήρια) στην οποία ένας ταγματάρχης αναζητά τα ίχνη ενός Ρώσου πράκτορα που βρίσκεται στην Ελλάδα αναζητώντας μια μυστική βάση του ΝΑΤΟ, σε συνεργασία με έναν αδίστακτο κομμουνιστή που λειτουργεί ως πληροφοριοδότης. Τελικά, ο ταγματάρχης της ελληνικής αντικατασκοπίας θα συλλάβει τον κατάσκοπο και στη δίκη του στρατοδικείου θα αποκαλυφθεί ότι είναι αδέλφια και κατά την περίοδο του Εμφυλίου μεταφέρθηκε σε σοβιετικό στρατόπεδο ως θύμα του παιδομαζώματος. Όταν ο σοβιετικός της Κα-Γκε-Μπε θα ανακαλύψει ότι έχει ελληνικές ρίζες θα δηλώσει μετάνοια και το μεγάθυμο ελληνικό κράτος θα του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία. Η ταινία κλείνει με εικόνες από στρατιωτική παρέλαση, με την εικόνα του ένστολου Ανδρέα Μπάρκουλη να παρελαύνει στο Σύνταγμα. Η ταινία «Στα σύνορα της προδοσίας» ύστερα από την πτώση της Χούντας χαρακτηρίστηκε προπαγανδιστικό έργο και δεν μεταδόθηκε ποτέ από την ελληνική τηλεόραση στα μετέπειτα χρόνια.

Η λογοκρισία στις ελληνικές ταινίες

Το καθεστώς δεν στάθηκε μόνο σε νέες παραγωγές αλλά προέβη σε επανεξέταση των ταινιών που είχαν πάρει άδεια προβολής πριν από το πραξικόπημα. Τον σκόπελο της λογοκρισίας δεν απέφυγαν εκ των υστέρων ταινίες όπως «Πρόσωπο με πρόσωπο» και «Οι βοσκοί της συμφοράς», ενώ πέρασαν από ξυράφι παλαιότερες παραγωγές, με αποτέλεσμα να αυτολογοκριθεί το μεγαλύτερο κομμάτι των ανήσυχων δημιουργών, καθώς αντιμετώπιζαν τις αντιστάσεις των παραγωγών. Μια από τις ταινίες που πετσόκοψε το ψαλίδι των συνταγματαρχών ήταν η «Στεφανία» (1967), με τη Ζωή Λάσκαρη στον ρόλο μιας νεαρής γυναίκας που καταλήγει σε ένα βασανιστικό αναμορφωτήριο. Μεμονωμένες ατάκες που ενδεχομένως να περιείχαν σκόρπιες αναφορές στη Δημοκρατία κόπηκαν από αμέτρητες ταινίες, όπως τα «Κορίτσια στον ήλιο» με τον Γιάννη Βόγλη (1968), το «Οι θαλασσιές οι χάντρες» του Γιάννη Δαλιανίδη, το «Κορίτσι του λούνα παρκ» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και το «Ξύπνα, Βασίλη» (1969), παρ' όλο που το σενάριο του Ψαθά περιείχε έντονες αντιαριστερές νύξεις μέσα στον γενικότερο καυτηριασμό των πολιτικών αντιπαραθέσεων στην αστική κοινωνία. 

Η γέννηση του πολιτικού κινηματογράφου 

Από τις «Μέρες του ‘36» του Θόδωρου Αγγελόπουλου στο «Προξενιό της Άννας» του Παντελή Βούλγαρη

Μέσα στον ζόφο του ελληνικού σινεμά, κατάφερε να αναδυθεί ένας εναλλακτικός κινηματογράφος, ο οποίος σήκωσε ανάστημα στον συντηρητισμό των εμπορικών ελληνικών ταινιών που ήταν σε σύμπνοια με τις προπαγανδιστικές ταινίες. Το γενναίο κύμα του πολιτικού κινηματογράφου, που θα άνθιζε αργότερα, στη Μεταπολίτευση, μίλησε με παράλληλο ή αλληγορικό τρόπο για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα της Δικτατορίας. 

Το έδαφος για τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο στρώνεται φυσικά με το έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Μέρες του ’36» (1972), όπου ο οραματιστής δημιουργός μιλάει με ποιητικό λόγο για μια δικτατορία στα χρόνια μιας άλλης δικτατορίας. Από εκείνο το κύμα δημιουργίας και αντίστασης προέκυψαν πολλοί δημιουργοί, όπως ο Κώστας Σφήκας, ο Σταύρος Τορνές, ο Παύλος Τάσιος, αλλά και ο Δήμος Θέος, που είχε υπογράψει το σκοτεινό πολιτικό θρίλερ «Κιέριον» το 1968. 

Ορόσημα

Ταινίες- ορόσημα για το πολιτικό σινεμά της εποχής στάθηκαν η «Ανοιχτή επιστολή» (1967) του Γιώργου Σταμπουλόπουλου και το «Προξενιό της Άννας», όπου ο Παντελής Βούλγαρης θα αφηγηθεί με συναίσθημα και διακριτικότητα την απόπειρα αντίστασης μιας καταπιεσμένης γυναίκας που αρνήθηκε τη μοίρα της ψυχοκόρης. Η ταινία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου την περίοδο που ο σκηνοθέτης εξορίστηκε στη Γυάρο. Επίσης εμβληματικό είναι το ντεμπούτο της Τώνιας Μαρκετάκη με τίτλο «Ιωάννης ο βίαιος» (1972), το ψυχογράφημα ενός κακοποιητή που έχει γαλουχηθεί στα καλούπια της πατριαρχίας. Η Μαρκετάκη, με άξονα ένα έγκλημα, έκανε μια τολμηρή ηθογραφία και έβαλε μπροστά τη φεμινιστική της ματιά χωρίς να αφήνει περιθώριο εξιλέωσης στον θεατή. Τη σκυτάλη πήρε αργότερα η Φρίντα Λιάππα με το αυτοβιογραφικό «Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις» (1977). Χαρακτηριστικό δείγμα αντιδικτατορικής κινηματογράφησης αποτελεί το μικρού μήκους φιλμάκι της Λιάππα με τίτλο «Μετά 40 μέρες», στο οποίο η σκηνοθέτρια γύριζε τους νυχτερινούς περιπάτους του ήρωα γύρω από την Ομόνοια, ενώ ταυτόχρονα κρυβόταν από τα περίπολα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL