«Εγραψα το βιβλίο που ήθελα να διαβάσω» λέει ο Δημήτρης Βεριώνης, για να εξηγήσει αμέσως ότι η επιδίωξή του ήταν «να τιμηθούν αυτοί οι νεκροί, να δικαιωθούν οι οικογένειές τους και να πέσει φως σε μια αθέατη μέχρι σήμερα πλευρά της Ιστορίας στην περίοδο της Χούντας». Στο βιβλίο του «Θάνατοι στη χούντα. Δολοφονίες. Αντιδικτατορική δράση. Ύποπτοι θάνατοι κατά την περίοδο 1967-1974» (εκδόσεις Τόπος) εγκιβωτίζει μία από τις πιο σκληρές σελίδες από το μαύρο βιβλίο που έγραψε το απριλιανό καθεστώς στη χώρα μας. Η σελίδα αυτή γράφεται με ονοματεπώνυμα, φωτογραφίες, στοιχεία από τη ζωή και τη δράση αυτών των ανθρώπων, αλλά και όσα στοιχεία μπόρεσε να αποδώσει η εντεκάχρονη έρευνα του συγγραφέα για τον θάνατό τους. Στο βιβλίο καταγράφονται 247 θάνατοι, διερευνώνται υποθέσεις γνωστές ή κρυμμένες στην αφάνεια. Πίσω από τις τραγικές ανθρώπινες ιστορίες κρύβονται μηχανισμοί, πρακτικές και ατιμωρησία. Πενήντα χρόνια μετά την πτώση της Χούντας η μνήμη αυτών των ανθρώπων επανέρχεται στο προσκήνιο ως τραγικό τεκμήριο των πεπραγμένων του επτάχρονου καθεστώτος. Καθώς συζητάμε για το βιβλίο του ο Δημήτρης Βεριώνης ξεδιπλώνει ανάγλυφα τα στοιχεία που εντόπισε η έρευνά του, μιλάει για ανθρώπους που «αυτοκτόνησαν», για εξόφθαλμα παραπλανητικές αιτίες θανάτων, για τη μνήμη και τα αναθεωρητικά αφηγήματα, για τους σκοπέλους που είχε να αντιμετωπίσει καθώς ερευνούσε όλες αυτές τις περιπτώσεις, μιλάει κυρίως για την ιστορική μνήμη. Καθώς η σημερινή επέτειος της τραγικής αυτής σελίδας στην πρόσφατη Ιστορία μας ανασύρει σκληρές μνήμες, ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι «σήμερα και πάντα πρέπει να τιμάμε τα θύματα και να μην τα καταδικάζουμε σε δεύτερο θάνατο, αυτόν της λήθης».
Φιλόδοξο σχέδιο η καταγραφή των νεκρών της Χούντας. Πώς το αποτολμήσατε;
Ολα ξεκίνησαν το 2013 μετά από μια επίσκεψη στον μουσειακό χώρο του ΣΦΕΑ στο Πάρκο Ελευθερίας. Κατά την επίσκεψή μου εκεί διαπίστωσα ότι πολλές από τις αναρτημένες φωτογραφίες θυμάτων της Χούντας απεικόνιζαν άγνωστα σ’ εμένα πρόσωπα. Ερεύνησα στο Διαδίκτυο και δεν κατάφερα να συγκεντρώσω πληροφορίες γι’ αυτά τα πρόσωπα, παρά μόνο ένα δημοσίευμα της Ελευθεροτυπίας του 2000 με μια απλή ονομαστική καταγραφή. Είναι η γνωστή λίστα των 88 ονομάτων που διαβαζόταν κάθε χρόνο στο Πολυτεχνείο. Η αναζήτηση αυτών των νεκρών μου έγινε έμμονη ιδέα. Άρχισα να ψάχνω τη βιβλιογραφία και την αρθρογραφία των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης. Υπήρχαν ελάχιστες, σποραδικές πληροφορίες, χωρίς επιπλέον λεπτομέρειες, απλώς ορισμένες ονομαστικές καταγραφές. Από εκείνη τη στιγμή και μετά ήταν αδύνατο να σταματήσω να ψάχνω σε ποιους ανήκαν αυτές οι φωτογραφίες, ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι και τι είχε συμβεί στις ζωές τους.
Δώσατε ονοματεπώνυμα σε όλους αυτούς τους θανάτους. Τι επιδιώξατε με αυτό το βιβλίο;
Πάντα με απασχολούσε το δίπολο «μνήμη - λήθη». Ήταν πολύ δύσκολο να συμβιβαστώ με την ιδέα ότι κάποιοι άνθρωποι υπήρξαν θύματα του τυραννικού καθεστώτος και είχαν παραμείνει στην αφάνεια, είχαν αγνοηθεί ή ξεχαστεί. Είναι φοβερό να βλέπεις τη φωτογραφία ενός νέου ανθρώπου, να ξέρεις περίπου τι έχει συμβεί καθώς βλέπεις τη συγκεκριμένη φωτογραφία δίπλα σ’ αυτές των νεκρών του Πολυτεχνείου και άλλων θυμάτων της Χούντας, αλλά να μην έχει καταγραφεί σχεδόν τίποτα για τον ίδιο. Με βασάνιζε το ερώτημα ποιοι είναι αυτοί. Ποιος ήταν ο Λάμπρος Τζιάνος, για παράδειγμα, ο Γιώργος Κωνσταντίνου, ο Γιάννης Καΐλης, ο Παναγιώτης Πετρόπουλος, νέα παιδιά όλοι τους. Σιγά-σιγά, ερευνώντας, άρχισα να μαθαίνω και να οδηγούμαι σταδιακά και σε άλλες περιπτώσεις. Κατά μία έννοια έγραψα το βιβλίο που ήθελα να διαβάσω. Πάντως η βασική μου επιδίωξη ήταν να τιμηθούν αυτοί οι νεκροί, να δικαιωθούν οι οικογένειές τους και να πέσει φως σε μια αθέατη μέχρι σήμερα πλευρά της Ιστορίας της περιόδου.
Πάνω από μισό αιώνα παραμένει αθέατη αυτή η πλευρά της Ιστορίας. Πού το αποδίδετε;
Τα θεσμικά όργανα της Μεταπολίτευσης φάνηκαν μάλλον απρόθυμα να διερευνήσουν τους θανάτους που συνέβησαν στην περίοδο της δικτατορίας και λίγο μετά την πτώση της, αλλά και η Αριστερά ασχολήθηκε κυρίως με τη μεγάλη εικόνα και τα πολύ επίκαιρα διακυβεύματα του εκδημοκρατισμού της χώρας, αφήνοντας αναπόφευκτα πίσω αυτές τις υποθέσεις. Έγιναν κάποιες προσπάθειες μέσω της Προοδευτικής Ένωσης Μητέρων Ελλάδος (ΠΕΜΕ) και του Συνδέσμου Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974 (ΣΦΕΑ), χωρίς ωστόσο να υπάρξει αποτέλεσμα, καθώς και οι δύο δρούσαν σε ένα μάλλον αφιλόξενο πολιτικά τοπίο. Έτσι σιγά-σιγά κάθισε η σκόνη πάνω απ’ αυτές τις υποθέσεις.
Στο βιβλίο σας μιλάτε για τους «αρνητές» του Πολυτεχνείου. Πώς διαχειρίζεστε τα αναθεωρητικά αφηγήματα γύρω από τη δικτατορία;
Ο ιστορικός αναθεωρητισμός ξεκίνησε ήδη από τον πρώτο καιρό της Μεταπολίτευσης, βασισμένος σε ένα παράδοξο. Όσοι υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχουν νεκροί στο Πολυτεχνείο, πέρα από την αφελή χωροταξική προσέγγιση των λεγομένων τους, έρχονται σε αντίθεση ακόμα και με τις ανακοινώσεις της Χούντας που παραδέχτηκε 12 νεκρούς στο Πολυτεχνείο. Επιπλέον, το πόρισμα Τσεβά στη Μεταπολίτευση καταγράφει 18 επιβεβαιωμένους θανάτους και 16 ανώνυμες περιπτώσεις θανάτων και κρίνει ως αξιόπιστες τις μαρτυρίες ότι πέθαναν κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τη βία που ακολούθησε, αλλά δεν καταγράφονται τα ονόματά τους. Πρέπει να προσθέσουμε ότι, σύμφωνα με την εμπεριστατωμένη έρευνα του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη, οι νεκροί του Πολυτεχνείου φτάνουν τους 24, πέρυσι προστέθηκε το όνομα του Βασίλη Μπαλαφούτη που πέθανε δύο μήνες μετά τον τραυματισμό του στο Πολυτεχνείο και αναφέρεται για πρώτη φορά από τον σκηνοθέτη Σταύρο Στάγκο στο ντοκιμαντέρ του 2023 «Εμείς, όχι εγώ». Επιπλέον, στο βιβλίο μου καταγράφονται δύο περιπτώσεις θανάτων ανθρώπων που απεβίωσαν εξαιτίας του τραυματισμού τους στο Πολυτεχνείο κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια. Είναι ο οικοδόμος Οδυσσέα Γιουντέρης και ο μαθητής Παναγιώτης Στασινός. Επίσης, υπάρχει ο Γιάννης Φιλίνης, αδελφός του Κώστα Φιλίνη, ο οποίος πέθανε κατά τη διάρκεια της εισβολής της αστυνομίας στο σπίτι του, στο πογκρόμ που εξαπολύθηκε τις επόμενες ημέρες του Πολυτεχνείου, αλλά και οι φοιτητές Λάμπρος Τζιάνος και Γιάννης Καΐλης, οι οποίοι δολοφονήθηκαν και ο θάνατός τους αποδόθηκε σε αυτοκτονία.
Είναι αδύνατο να προσεγγίσεις με τη λογική αναθεωρητικά αφηγήματα που εκκινούν από ακροδεξιές ιδεολογικές αφετηρίες και ιδεοληψίες. Οφείλουμε, ωστόσο, να απαντάμε κατανοώντας τις κρυφές στοχεύσεις που έχει ένας τέτοιος λόγος. Ένα δικτατορικό καθεστώς δεν μπορεί να κριθεί θετικά ή να αναγνωριστούν ελαφρυντικά στα πεπραγμένα του, καθώς καταλύει το σύνταγμα, επιβάλλεται με τη βία και ακυρώνει τα πλέον βασικά ανθρώπινα δικαιώματα μέσα από τον τρόμο και τη σιωπή. Μέσα από τις ιστορίες των θυμάτων που καταγράφονται στο βιβλίο καταδεικνύεται ο δολοφονικός μηχανισμός ενός καθεστώτος που εξυπηρετούσε μόνο τον εαυτό του, αυτούς που το επέβαλαν και τα συμφέροντά τους. Σε ένα τέτοιο καθεστώς όλοι οι άλλοι, ακόμα και οι συντηρητικοί δεξιοί, κρίνονταν ως εχθροί τους. Δημοκράτες αστυνομικοί, όπως ο Βλάσης Σωτηρόπουλος, κληρικοί, όπως ο Τιμόθεος Λαγουδάκης, και στρατιωτικοί, όπως ο Ιωάννης Βάρσος, βασανίστηκαν, εξορίστηκαν και οδηγήθηκαν στον θάνατο. Θεώρησα χρέος μου να μιλήσω γι’ αυτούς τους ανθρώπους, να μείνει ζωντανή η μνήμη τους και να ειπωθεί η αλήθεια, γιατί στη μνήμη πάνω ακουμπάει η αλήθεια. Αν τελικά οι χουντικοί ήταν τόσο πατριώτες όσο υποστήριζαν, γιατί απέκρυψαν με κάθε τρόπο την ενοχή τους για τα εγκλήματα που έκαναν, αντί να δηλώσουν περήφανοι γι’ αυτά;
Υπάρχουν εκτενείς αναφορές στο βιβλίο για όσους «αυτοκτόνησαν» ή πέθαναν σε τροχαία ή από «ξαφνικές» ασθένειες και εξοστρακισμούς σφαιρών ή κατά λάθος πυροβολισμούς. Ήταν καλά καμουφλαρισμένες οι δολοφονίες;
Ηταν πολύ συνεπής η προσπάθεια να καμουφλαριστούν. Σκηνοθετημένες αυτοκτονίες και ατυχήματα, «ξαφνικές» ασθένειες, «πρόθυμοι» μάρτυρες, σφραγισμένα φέρετρα και ασφαλίτες στα νεκροταφεία θόλωναν την εικόνα των θανάτων και έλεγχαν τυχόν αντιδράσεις. Ο φοιτητής Φαρμακευτικής και με ενεργό δράση στο Πολυτεχνείο Λάμπρος Τζιάνος βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του τον Δεκέμβριο του 1973 με μια νάιλον σακούλα στο κεφάλι και ο θάνατός του αποδόθηκε σε αυτοκτονία ή ατύχημα. Ο Γιάννης Καΐλης, φοιτητής της ΑΣΚΤ, τον Φεβρουάριο του ’74 βρέθηκε νεκρός από πτώση από τον τέταρτο όροφο οικοδομής στα Εξάρχεια, αλλά το σώμα του εντοπίστηκε 5,5 μέτρα μακριά από το σημείο πτώσης, στην αυλή του διπλανού σπιτιού. Κατά την εκταφή που έγινε κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας τον Ιούνιο του 1975, μετά τη μήνυση της δικηγόρου Ψυρρή, αποδείχτηκε ότι έφερε πολλά κατάγματα που είχαν γίνει εν ζωή. Και ο δικός του θάνατος αποδόθηκε σε αυτοκτονία. Το 1974 ο στρατιώτης Αλκιβιάδης Τζιβένης φέρεται ότι αυτοπυροβολήθηκε με το στρατιωτικό του τουφέκι, το οποίο όμως έφερε την ξιφολόγχη. Γενικά, παρατηρούνται πολλοί «ύποπτοι» θάνατοι στρατιωτών λίγες μόνο ημέρες πριν απολυθούν. Ο στρατιώτης Γιάννης Φουντουλάκης φέρεται ότι πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1972 σε στρατόπεδο στην Κομοτηνή όπου υπηρετούσε, αλλά κατά την εκταφή το 1975 διαπιστώθηκε τρύπα από σφαίρα στην ωμοπλάτη. Άλλη περίπτωση απόδοσης σε αυτοκτονία είναι ο θάνατος του φοιτητή του ΕΜΠ Γιώργου Κωνσταντίνου, ο οποίος βρέθηκε απαγχονισμένος τον Μάιο του 1973 στο σπίτι του στην Κυψέλη. Οι γονείς του δεν έπαψαν στιγμή να αμφισβητούν με κάθε τρόπο την αιτία θανάτου, θεωρώντας ότι το παιδί τους δολοφονήθηκε από τη Χούντα. Επίσης, υπάρχουν οι τουλάχιστον τέσσερις επίσημοι νεκροί κατά το «αντικίνημα» του Κωνσταντίνου, οι οποίοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυρών στις 13 Δεκεμβρίου 1967, οι Σωτήρης Κοτρωνιάς και Χρήστος Μπουρνάκας στην Κομοτηνή, ο Δημήτρης Ρίζος στην Τανάγρα και ο Ευάγγελος Βασιλάκος στην Ελευσίνα, οι οποίοι αποσιωπούνται συστηματικά. Επίσης, καταγράφονται θάνατοι από ασθένειες σε τόπους εξορίας, όπου οι άνθρωποι αφήνονταν κυριολεκτικά στην τύχη τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι καταγράφεται αυτοκτονία κρατουμένου στη Λέρο, του Κωνσταντίνου Κατή, ενώ σε άλλες περιπτώσεις ετοιμοθάνατοι εξόριστοι αφήνονταν ελεύθεροι λίγες μέρες πριν αποβιώσουν για να μην πεθάνουν στα χέρια τους, προφανώς για να αποφύγουν τη δυσαρέσκεια της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Δεν μπορεί να αγνοηθεί, επίσης, ο θάνατος του εξηντάχρονου Βασίλη Ράμμου, προσώπου που αναφερόταν μόνο ονομαστικά στη λίστα των 88 ονομάτων που διαβάζονταν στο Πολυτεχνείο, ο οποίος πέθανε τον Μάιο του 1967, φρουρούμενος στο Γενικό Νοσοκομείο Πατρών, και. σύμφωνα με την οικογένειά του. είχε μώλωπες και αίματα στο πρόσωπο και στο σώμα. Νοσηλευόμενος, δηλαδή, βασανίστηκε μέχρι θανάτου. Αξίζει να πούμε ότι η οικογένειά του κατέφυγε στη Δικαιοσύνη, αρχικά δικαιώθηκε, στη συνέχεια το Ελληνικό Δημόσιο κατέθεσε έφεση παραγραφής που κρίθηκε θετικά στον Άρειο Πάγο λόγω παραγραφής με το αιτιολογικό ότι η οικογένεια δεν προσέφυγε στη Δικαιοσύνη μέσα στη Χούντα. Αυτό που εμένα με στοιχειώνει είναι η αδυναμία να βρεθούν περισσότερες πληροφορίες για αρκετά από τα θύματα. Σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν η φωτογραφία και η ημερομηνία θανάτου, αλλά όχι άλλες πληροφορίες, καθώς δεν ήταν δυνατό να εντοπιστούν συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα.
Πόσους θανάτους καταγράφετε στο βιβλίο;
Αναφέρομαι σε 247 θανάτους για τους οποίους ευθυνόταν ή κατηγορήθηκε το απριλιανό καθεστώς. Θάνατοι από αντιδικτατορική δράση ή στις εξορίες, εξαφανίσεις, δολοφονίες και ύποπτοι θάνατοι πολιτών, στρατιωτών, φοιτητών, ακόμη και αστυνομικών ή στρατιωτικών. Δηλαδή το κράτος της Χούντας και οι κύκλοι του εναντίον όλων. Οι θάνατοι αυτοί συνέβησαν από την πρώτη μέρα της Χούντας μέχρι και τον Δεκέμβριο του 1974, δηλαδή λίγους μήνες μετά την πτώση της.
Οι πηγές σας ποιες ήταν;
Είναι η βιβλιογραφία και η αρθρογραφία της εποχής, το αρχείο της δικηγόρου Φιλάνθης Ψυρρή, ο παράνομος αντιστασιακός Τύπος, ο αντιστασιακός Τύπος του εξωτερικού, οι πολυάριθμες συνεντεύξεις των συγγενών τους, όσα από τα αρχεία δήμων και κοινοτήτων ανταποκρίθηκαν θετικά στο αίτημά μου. Σημαντική ήταν η συμβολή των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), του αρχείου του ΚΚΕ και του αρχείου του ΣΦΕΑ. Αν θέλουμε να δούμε πραγματικά τι συνέβη την περίοδο της Χούντας, θα έπρεπε να ανοίξουν τα κρατικά αρχεία, τα αρχεία του στρατού, της αστυνομίας, διότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι παραμένουν στην αφάνεια πολύ περισσότερα απ’ όσα ξέρουμε. Αυτό είναι το πραγματικό καθήκον της Πολιτείας. Είναι πολλές οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ιστορικός ερευνητής, τα απρόσιτα ή και κλειστά αρχεία, οι διαφορετικές ερμηνείες του κανονισμού για τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, αλλά και ενίοτε η επιλογή των οικογενειών να μην δημοσιοποιήσουν τις ιστορίες των νεκρών τους.
Γράφετε ότι ήταν κομβική στιγμή για την έρευνά σας ο εντοπισμός του αρχείου της δικηγόρου Φιλάνθης Ψυρρή. Γιατί;
Εντόπισα το όνομα της Φιλάνθης Ψυρρή στα πρακτικά της δίκης του Πολυτεχνείου, στην κατάθεση του δημοσιογράφου Γρηγόρη Παπαδάτου, ο οποίος είχε καταρτίσει μία από τις λίστες θυμάτων του Πολυτεχνείου, τον Σεπτέμβριο του 1974, όταν είχε ξεκινήσει η ανακριτική διαδικασία από τον Τσεβά. Ήρθα σε επικοινωνία με τη δικηγόρο και την οικογένειά της και μου έδωσαν πρόσβαση στο αρχείο της. Μέχρι τότε ήταν πολύ περιορισμένες οι πληροφορίες που μπορούσα να συγκεντρώσω από άλλες διαθέσιμες πηγές. Σ’ αυτό το αρχείο βρήκα αρκετές πληροφορίες για «ύποπτους» θανάτους, υποθέσεις για τις οποίες η δικηγόρος είχε καταθέσει μηνύσεις «κατ’ αγνώστων, αυτουργών και συμμετόχων». Το αρχείο της αποδείχτηκε θησαυρός γιατί μου έδωσε κυρίως τη δυνατότητα, και όλα αυτά τα απαραίτητα στοιχεία, προκειμένου να αρχίσω να αναζητώ συγγενικά πρόσωπα των θυμάτων, καθώς και σημαντικές λεπτομέρειες για τις υποθέσεις τους, όπου αυτές υπήρχαν. Αυτό το αρχείο ήταν μια καλή αφετηρία με περίπου 40 ονόματα ανθρώπων που είχαν «ύποπτο» θάνατο και για τα οποία είχαν κατατεθεί μηνύσεις κατά τη Μεταπολίτευση. Η Φιλάνθη Ψυρρή αγωνίστηκε γι’ αυτές τις υποθέσεις, πολλές φορές αμισθί, απέναντι σε ένα κράτος απρόθυμο, όπως αποδείχτηκε, να διερευνήσει περαιτέρω αυτό το ζήτημα. Παρά τις προσπάθειές της, ουσιαστικά όλες οι υποθέσεις που χειρίστηκε κατέληξαν στο αρχείο.
Είμαστε ξανά, δηλαδή, μπροστά σε υποθέσεις που ουσιαστικά δεν δικάστηκαν, στην ατιμωρησία.
Η Χούντα και οι κύκλοι της κάλυπταν τα πεπραγμένα τους, αλλά η Μεταπολίτευση, που όφειλε να διερευνήσει αυτές τις υποθέσεις, προτίμησε να μην τις αγγίξει. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι τόσο στη Δικαιοσύνη όσο και στον στρατό και στην αστυνομία, αλλά και στα θεσμικά όργανα του κράτους παρέμεναν περίπου οι ίδιοι άνθρωποι που στελέχωναν ή βοηθούσαν το δικτατορικό καθεστώς. Η ατιμωρησία, η ατολμία, τα πολιτικά προτάγματα του μεταπολιτευτικού κράτους και της Δικαιοσύνης έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην αποσιώπηση όλων αυτών των θανάτων.
Γιατί δεν μιλάτε για τους ενόχους στο βιβλίο;
Αναφέρομαι στους ενόχους μόνο στις περιπτώσεις που υπάρχει καταδικαστική απόφαση, αλλά και πάλι όχι εκτεταμένα. Γιατί στο βιβλίο μου ήθελα να δώσω φωνή στα θύματα. Το ζήτημα είναι να ανοίξει η συζήτηση για τους θανάτους αυτών των ανθρώπων σε στέρεη βάση και όχι να κλείσει με κάποια συμπεράσματα δικά μου, που, άλλωστε, δεν ενδιαφέρουν και κανέναν. Δικός μου σκοπός είναι να συνεχιστεί η έρευνα γι’ αυτές και πιθανά για άλλες ακόμα υποθέσεις.
Γιατί θεωρείτε ότι είναι χρήσιμο να διαβάσει κανείς το βιβλίο σας;
Γιατί μέσα στις σελίδες του υπάρχει ένα σημαντικό κομμάτι ιστορίας σε προσωπικό επίπεδο, που έχει αγνοηθεί από την Ιστορία της περιόδου, και χωρίς αυτό δεν είναι πλήρης η εικόνα που έχουμε για τη Χούντα. Διότι και σήμερα και πάντα πρέπει να τιμάμε τα θύματα και να μην τα καταδικάζουμε σε δεύτερο θάνατο, αυτόν της λήθης.