Live τώρα    
16°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
16 °C
11.2°C17.6°C
1 BF 70%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
14 °C
11.2°C15.5°C
2 BF 59%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
15 °C
11.0°C14.9°C
0 BF 69%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
12 °C
11.8°C12.7°C
3 BF 81%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
11 °C
10.7°C11.3°C
0 BF 66%
Carla Bley / Μια σκάλα για τ’ άστρα
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Carla Bley / Μια σκάλα για τ’ άστρα

Η μουσική που αγαπούσε την ώθησε στη Νέα Υόρκη. Ήθελε να πάει στο θρυλικό “Café Bohemia” ν’ ακούσει τον Miles Davis! Έκανε ωτοστόπ απ’ το Oakland ώς το "Big Apple" και πήγε κατευθείαν εκεί όπου ήταν όλα υπέροχα, όπως τα είχε φανταστεί! Μετακόμισε στο «Μεγάλο Μήλο» στα δεκαεπτά, σε μια εποχή μυθική για την τζαζ, γεγονός που καθόρισε το μέλλον της. «Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι όλοι αυτοί έπαιζαν μπροστά στα μάτια μου. Ήταν ένα 'πανεπιστήμιο της τζαζ', αλλά χωρίς λεφτά! Εκεί έμαθα την τεχνική τού Thelonious Monk και του Budd Powell», θυμάται η Carla.

H μουσική υπήρχε από την αρχή στην οικογένειά της. Ο πατέρας της την έμαθε να παίζει μόλις έμαθε να περπατάει. «Άρχισα μαθήματα τριών ετών. Ο πατέρας ήταν δάσκαλος του πιάνου, οπότε όλα ήταν δωρεάν. Δίδασκε κλασική μουσική, αλλά σ’ εκείνο το αρχικό στάδιο, με την ποικιλία των μαθητών του, δεν υπήρχαν μουσικά είδη».

Η τρίχρονη Κάρλα έδωσε την πρώτη της συναυλία στην εκκλησία της γειτονιάς της. Ήταν πρωτοφανές να βλέπει κανείς ένα μικροσκοπικό ξανθό κοριτσάκι να παίζει πιάνο και να τραγουδάει. Λίγο αργότερα άρχισε να συνθέτει. Tην τζαζ, η κατά κόσμον Lovella May Borg, που γεννήθηκε στις 1 Μαΐου του 1936, την ανακάλυψε στην εφηβεία.

Στα δεκατρία, με μια φίλη και τον μεγάλο της αδερφό πήγαν στο κλαμπ “Βlack Ηawk”, στο San Francisco, στην απέναντι μεριά του κόλπου του Όκλαντ της Καλιφόρνια, όπου γεννήθηκε. Εκεί έπαιζαν ο Gerry Mulligan κι ο Chet Baker. Τους βρήκε υπέροχους!

Την επόμενη εβδομάδα ξαναπήγαν. Αυτή τη φορά στην “Oakland Arena”, για ν’ ακούσουν τον «βασιλιά του swing», τον παγκόσμια αγαπητό βιμπραφωνίστα Lionel Hampton, που έπαιζε με την Big Band του τη μεγάλη του επιτυχία: το “Flying Home”. Όλα εκεί ήταν θορυβώδη και συναρπαστικά, σε αντίθεση με τον cool ήχο του Chet και του Gerry, αλλά στην Κάρλα άρεσαν και οι δύο πλευρές αυτής της εξαίσιας μουσικής. Και η «στοχαστική» και η «εορταστική». «Μπορούσα να ακούω επί ώρες. Με συνάρπαζε αυτό που μου έλεγε αυτή η γλώσσα» λέει σήμερα, ενώ αναλογίζεται τις πρώτες της τζαζιστικές εμπειρίες.

Στο κλαμπ “Birdland”

Η μουσική που αγαπούσε την ώθησε στη Νέα Υόρκη. Ήθελε να πάει στο θρυλικό “Café Bohemia” ν’ ακούσει τον Miles Davis! Έκανε ωτοστόπ απ’ το Oakland ώς το "Big Apple" και πήγε κατευθείαν εκεί όπου ήταν όλα υπέροχα, όπως τα είχε φανταστεί!

Μετακόμισε στο «Μεγάλο Μήλο» στα δεκαεπτά, σε μια εποχή μυθική για την τζαζ, γεγονός που καθόρισε το μέλλον της. Η Κάρλα, στην αρχή, δεν είχε ιδέα πόσο σπουδαίο ήταν ν’ ακούει μουσική κάθε βράδυ, δουλεύοντας σε ταπεινές δουλειές, στο βεστιάριο ή πουλώντας τσιγάρα στους θαμώνες του περίφημου club “Birdland”, που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Charlie “Bird” Parker.

«Είχα τον δίσκο τού cigarette girl κρεμασμένο στον λαιμό μου και στεκόμουν κοντά στη σκηνή, για να βλέπω τους μουσικούς που περνούσαν από εκεί. Έπρεπε να με χτυπήσει κάποιος στον ώμο για να μου θυμίσει ότι πουλούσα τσιγάρα». Είχε ακόμα μια φωτογραφική μηχανή και ρωτούσε τους ανθρώπους στα τραπέζια: «Θέλετε να σας βγάλω μια φωτογραφία;». Τους την πουλούσε για 20 δολάρια τη μία (!), ενώ είχε την ευκαιρία να ακούει τους θρύλους της τζαζ, τα τύμπανα του Art Blakey, τη χρυσοκόκκινη τρομπέτα του Miles Davis.

«Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι όλοι αυτοί έπαιζαν μπροστά στα μάτια μου. Ήταν ένα 'πανεπιστήμιο της τζαζ', αλλά χωρίς λεφτά! Εκεί έμαθα την τεχνική του Thelonious Monk και του Budd Powell», θυμάται η Carla.

Δεν ήταν σύνηθες να συνθέτει κανείς τζαζ μουσική. Οι λίγοι που έγραφαν, το έκαναν για λογαριασμό της ορχήστρας του Bill -Count- Basie, που άφηνε τους μουσικούς του να κάνουν τις ενορχηστρώσεις: ο Ernie Wilkins, ο Thad Jones, ο Neal Hefti, ο Frank Wess, ο Frank Foster, μουσικοί που ήταν οι πρώτοι της δάσκαλοι. Οι πλέον σημαντικές επιρροές της, συνθετικά. «Ήμουν δεκαεννέα ετών και ήμουν ήδη συνθέτρια της τζαζ. Δεν το είπα σε κανέναν! Ήμουν μια νεαρή, λευκή, ξανθιά και λιγνή, με σουηδική καταγωγή. Ήταν λάθος το όλο πράγμα, όμως εγώ τι άλλο μπορούσα να κάνω;».

Εκείνη την εποχή, η Κάρλα ήθελε μόνο να γράφει. Σύντομα οι μουσικοί γύρω της άρχισαν να εκτιμούν κάποιον που ήταν πρόθυμος να μοχθήσει με μολύβι και χαρτί πάνω σ’ ένα κομμάτι επί εβδομάδες. Ενώ εκείνοι απλά σηκώνονταν να παίξουν στο πάλκο, χωρίς να συνειδητοποιούν πως, αν δεν τολμούσαν να γράψουν τις δικές τους μουσικές, δεν θα εισέπρατταν τα δικαιώματα που θα τους επέτρεπαν να βγάλουν το ψωμί τους.

«Ήμουν δεκαεννέα ετών και ήμουν ήδη συνθέτρια της τζαζ. Δεν το είπα σε κανέναν! Ήμουν μια νεαρή, λευκή, ξανθιά και λιγνή, με σουηδική καταγωγή. Ήταν λάθος το όλο πράγμα, όμως εγώ τι άλλο μπορούσα να κάνω;»

Μουσική για μεγάλα σύνολα

Όταν άρχισε να γράφει, έκανε το “A Genuine Tong Funeral” για ένα αρκετά μεγάλο ηχητικό σύνολο. Μετά ήρθε το πρώτο άλμπουμ της, “Liberation Music Orchestra”, για 12-13 μουσικούς. Όταν πια δούλεψε με την Jazz Composers Orchestra, είχε να κάνει με 20 ώς 30 άτομα. Το δε “Escalator οver the Hill” γράφηκε για πενήντα άτομα. «Τα τελευταία άλμπουμ μου, για λόγους καθαρά οικονομικούς, έγιναν με τρία μόνο άτομα, και μάλιστα για τους ίδιους τρεις!», έλεγε, πριν λίγα χρόνια, η Carla Bley.

«Έγινα κομμάτι αυτού του κόσμου. Οι μουσικοί της τζαζ ήταν οι μόνοι μου φίλοι, οι σχέσεις μου, οι γνωριμίες μου. Γνώρισα ανθρώπους με τους οποίους κατέληξα να περνάω πολύν χρόνο και ο Paul Bley ήταν ο πρώτος άνδρας με τον οποίο έζησα και τελικά παντρεύτηκα καθαρά για πολιτικούς λόγους: ήταν Καναδός και για να μείνει έπρεπε να γίνει αυτό, για να πάρει την περιζήτητη πράσινη κάρτα».

Με τον μετέπειτα σύντροφό της, τον Αυστριακό τρομπετίστα Michael Mantler, με τον οποίο απέκτησε και μια κόρη, ηγείται της Jazz Composer's Οrchestra, επηρεασμένη από την free jazz του Ornette Coleman, και ιδρύει τη δική της εταιρεία, που παράγει τις ιστορικές ηχογραφήσεις των Don Cherry και Roswell Rudd, κυρίως όμως το δικό της «αριστούργημα», την τζαζ όπερα “Εscalator Οver Τhe Ηill”. Οι συνεργασίες και οι αναθέσεις έργων ήταν συνεχείς, με πιο σημαντικές τη δημιουργική της εμπλοκή στη Liberation Μusic Οrchestra του μπασίστα Charlie Haden, αλλά και στις ηχογραφήσεις της με τον αιώνιο συνεργάτη και σύντροφό της, τον μπασίστα Steve Swallow.

Σχέση τέχνης και ζωής

Η Carla Bley ζεί εδώ και σαράντα χρόνια με τον «μπασίστα της καρδιάς της», τον Steve Swallow. Η υποστήριξή του είναι σημαντική και έτσι αυτή μπορεί να κάθεται και να γράφει μουσική, χωρίς άλλες υποχρεώσεις. Ο Steve, όχι απλώς την ενθαρρύνει, αλλά τη στέλνει με το ζόρι στο γραφείο της, κάθε μέρα της ζωής της.

«Δεν με αφήνει να ξεφύγω, είναι σαν ένα εργοστάσιο εδώ μέσα, με ένα πολύ κακιασμένο αφεντικό που μου λέει: Γράψε ένα καινούργιο κομμάτι και μετά ίσως να σε αφήσω να βγεις έξω!». Κυκλοφορεί δε ένας θρύλος ότι κάθε φορά που η Κάρλα τελειώνει ένα καινούργιο κομμάτι, ο Steve ανοίγει ένα μπουκάλι σαμπάνια. Μέχρι που, πριν λίγα χρόνια, η Κάρλα αποφάσισε να σταματήσει να πίνει σαμπάνια! Σήμερα, η Carla Bley συνεχίζει να γράφει με το μολύβι της, ενώ η κόρη της Karen Mantler μεταφέρει τις παρτιτούρες στο λογισμικό.

Σε μια επίσκεψή της στην Αθήνα, είχε πάει σε κάποια δισκάδικα, απ’ όπου αγόρασε δίσκους ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Τους άκουσε με πολύ ενδιαφέρον και είναι βέβαιη ότι απ’ αυτούς έχει πάρει κάποια στοιχεία, που την ακολουθούν ακόμα.

Η κυρία Bley θεωρεί πως είναι τυχερή που, μέσω της Watts, της δικής της εταιρείας, οι δίσκοι της παράγονται και διανέμονται από την ECM Records. O εκλεκτικός διευθυντής της, η «ψυχή» της -ο Manfred Eicher-, της έχει αφήσει την απόλυτη ελευθερία στην επιλογή της μουσικής και έχει κυκλοφορήσει οτιδήποτε του έχει δώσει.

Η ζωή συνεχίζεται

Η Νέα Υόρκη καθόρισε απόλυτα το μέλλον της, όταν μετακόμισε εκεί, στα δεκαεπτά. Ξεκίνησε πουλώντας τσιγάρα στο ιστορικό τζαζ κλαμπ "Βirdland". Ήταν ο πιο καλός τρόπος για να μάθει τη τζαζ: «Το καλύτερο που μπορεί να κάνει κάποιος γι’ αυτό είναι να ακούει δίσκους και να πηγαίνει σε συναυλίες», λέει σήμερα η Carla. «Έτσι μόνο μπορείς να ρουφάς τα πάντα, να κατανοείς τη γλώσσα».

Εκεί γνώρισε τον πρώτο σύζυγό της, τον Καναδό free jazz πιανίστα Paul Bley, που την ώθησε να γράψει μουσική. Η συνέχεια εξελίχθηκε με την ορμή ενός χειμάρρου. Το 1964 ήταν εκείνη που οργάνωσε το Jazz Composers Guild, με το οποίο έφερνε σε επαφή τους πιο δημιουργικούς νεωτεριστές συνθέτες της Νέας Υόρκης.

«Μικρή, άκουγα μόνο θρησκευτικούς ύμνους», μας λέει. «Καθόλου κλασική μουσική, ούτε καν τα gospels. Αργότερα, διαπίστωσα πως η τζαζ είχε κοινά σημεία με τους ύμνους τους. Οι αρμονίες δεν ήταν πολύ διαφορετικές. Έτσι έκανα εύκολα το μεγάλο άλμα: από την εκκλησιαστική μουσική στην τζαζ».

H κυρία Carla Bley, ως πιανίστρια, πατάει με το ένα πόδι στον μινιμαλιστικό ιμπρεσιονισμό του Γάλλου συνθέτη Erik Satie και με το άλλο στο ιδιοφυές ύφος του Thelonious Monk. Κάποιοι σήμερα την τοποθετούν δίπλα σε μεγάλα ονόματα όπως ο Duke Ellington και ο Charles Mingus. Εδώ και χρόνια όμως συνεργάζεται, τόσο δισκογραφικά όσο και στις ζωντανές εμφανίσεις της, μ’ ένα τρίο που συναποτελούν ο Steve Swallow στο μπάσο και ο πάντα δημιουργικός Βρετανός σαξοφωνίστας Andy Sheppard.

Το «Life Goes On» είναι ένας από τους καλύτερους δίσκους της κυρίας Bley. Ένα άλμπουμ που αξιοποιεί στο έπακρον τη βιωματική σχέση της με τους άλλους δύο μουσικούς τού τρίο. «Υπεύθυνη» είναι μια μουσικός ογδόντα έξι πια ετών, η οποία, ακμαιότατη και κυριολεκτικά στη χρυσή ωριμότητα της, έρχεται να δηλώσει -όπως και ο τίτλος του δίσκου- ότι «η ζωή συνεχίζεται». Life goes on, λοιπόν, Lady Carla!

Επιμέλεια: Μαρώ Καβαλιέρου

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL